3 Ιανουαρίου 2010

Ένας θαρραλέος Ιεράρχης

του αειμν. Μητροπολίτου Καρυστίας (μετέπειτα Χίου) Παντελεήμονος Φωστίνα

(Από το βιβλίο του Ν. Στρατηγάκη «Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου»)
«...Ιανουάριος 1942. Όλα γύρω μας ήσαν μαύρα και σκοτεινά. Η Πατρίδα αλυσοδεμένη εσφάδαζε κάτω από τα αφόρητα δεσμά της στυγεράς δουλείας. Ο Ελληνικός αέρας που αναπνέαμε ήταν βαρύς, σαν αναλυτό μολύβι. Μα ο τίμιος Ελληνικός λαός αγωνιζόταν με όλας του τάς δυνάμεις να αντισταθεί στον εχθρό. Τα ανατολικά παράλια της Καρυστίας είχαν μεταβληθεί σε βάσεις του ιερού αγώνος. Μια μέρα είχε ενσκήψει μια χιονοθύελλα φοβερά. Ένας αέρας δυνατός κατέβαζε οριζόντιες τίς νιφάδες της χιόνος και τίς εστοίβαζε στα κλαδιά των δένδρων. Κάθε πέρασμα κολλούσε πάνω στο προηγούμενο πέρασμα των νιφάδων. Κι’ όταν παραβάραιναν, έσπαζαν τα κλαδιά καί με ένα ανατριχιαστικό τριγμό εσωριάζοντο πάνω στη χιονισμένη γη. Στην παραλία το κύμα ξεσπούσε ορμητικό. Βουνά ολόκληρα θαλάσσης εκτυπούσαν τους βράχους της ακτής τινάζοντας τους αφρούς σε ύψη. Τους λιμενοβραχίονας του λιμανιού τους εσκέπαζαν ολότελα. Σέ μια στιγμή παρέσυραν καί ένα ολόκληρο κομμάτι στα βάθη τους. Μεγάλη καταστροφή στο λιμάνι της Κύμης, μεγάλη καταστροφή και στα ελαιόδενδρά της. Κανένα σχεδόν δεν έμεινε ακέραιο. Όλα παρουσίαζαν όψη νεκροταφείου. Κι’ οι πιο γεροντότεροι δεν ενεθυμούντο τρομερωτέρα καταιγίδα.
Αυτή την ημέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα μακρό από τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μυτιλήνης Ιάκωβον. Με ειδοποιούσε ότι μία μεγάλη ανάγκη για την απρόσκοπτη λειτουργία του Νοσοκομείου Μυτιλήνης τον ανάγκασε να κατέβει οπωσδήποτε στάς Αθήνας, ότι λοιπόν, ξεκινάει από το πλησιέστερο προς την Εύβοια λιμάνι της Λέσβου, το Σίγρι, με ένα μικρό πετρελαιοκίνητο καΐκι, ότι θα ερχόταν με αυτό στην Κύμη καί με παρακαλούσε να τον διευκολύνω να φθάσει το ταχύτερον στάς Αθήνας! Εξεφώνησα μόλις έλαβα το τηλεγράφημα αυτό: «Για όνομα του Θεού -είπα- ετρελλάθηκε αυτός ο άνθρωπος να ταξιδεύσει με ένα καΐκι με τέτοια τρικυμία;» Ένα χέρι αισθάνθηκα να σφίγγει την καρδιά μου. Έβλεπα ολοένα προς την αγριεμένη θάλασσα μη τύχη καί φανεί το πλοίο. Μα ούτε γλάρος δεν τολμούσε να πετάξει τότε, όχι καϊκάκι να διασχίσει το άγριον αυτό πέλαγος. Ως τόσο η φράσις του τηλεγραφήματος: «Ανάγκη συνεχίσεως λειτουργίας Νοσοκομείου Μυτιλήνης με αναγκάζει να ταξιδεύσω.,,», εισεχώρησε πολύ βαθειά στην ψυχή μου. Μπρος στα ψυχικά μου μάτια έβλεπα σαν μυθικόν ήρωα τον γέροντα Μητροπολιτην Ιάκωβον ---ήταν τότε ακριβώς εβδομήντα χρόνων- να αψηφά τον τρομερόν κίνδυνον δια να μη σταματήσει η λειτουργία του Νοσοκομείου του! Ομολογώ ότι εζήλεψα την δύναμή του, την αυταπάρνησή του, την αυτοθυσία του. Καί που έβλεπα την τρομερά αγριεμένη θάλασσα, έτρεμα, όχι να αποφασίσω να ταξιδεύσω μ’ ένα παληοκάϊκο. Ως τόσο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος χωρίς κανένα ενδοιασμόν εμπήκε στο παληοκάϊκο καί ξανοίχθηκε στο αγριεμένο πέλαγος, Έπρεπε να μη σταματήσει η λειτουργία του Νοσοκομείου! Τόσοι δυστυχισμένοι πτωχοί άρρωστοι, που θα εύρισκαν περίθαλψη αν έκλεινε το Νοσοκομείο; Με κολλημένα τα μάτια μου στο τζάμι του παραθύρου μου παρατηρούσα ακατάπαυστα το πέλαγος, μη τύχη και φανεί κάπου το καΐκι. Μα, πέρασε όλη εκείνη η ημέρα και η άλλη καί η τρίτη καί κανένα ίχνος δεν εφάνηκε του καϊκιού.
Μαύρες σκέψεις με εβασάνιζαν όλες αυτές τις ημέρες. Από τίς εφημερίδες εμάθαινα ότι μεγάλα καράβια είχαν ναυαγήσει καί άλλα αύτανδρα είχαν βυθισθεί. Δεν μου έμεινε καμμιά αμφιβολία ότι είχε χαθεί ο ηρωικός Ιεράρχης. Έπειτα από μιαν εβδομάδα, πού είχα κατέβει στάς Αθήνας, συνήντησα τον Σεβασμιώτατον, ένα σωστό κουρέλι, στην Αρχιεπισκοπή. Μόλις είχε φθάσει. Από αυτόν έμαθα ότι το καΐκι εσύρθη από το κύμα εις τάς Κυκλάδας, οπού κατόρθωσεν έπειτα από τριών ημερονυκτίων αγώνα απεγνωσμένο να σωθεί εις ένα ξερονήσι κι απ’ εκεί μόλις εσταμάτησε κάπως η τρικυμία, έφθασε στο Λαύριον σε κακά χάλια».

Δεν υπάρχουν σχόλια: