16 Ιουνίου 2020

Γερμανός Καραβαγγέλης. Η ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα. O Παπαφλέσσας της Λέσβου.....

Σαν σήμερα 16 Ιουνίου το 1866, γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Η ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα. O Παπαφλέσσας της Λέσβου. Ο μητροπολίτης Καστοριάς που εξελίχθηκε σε πολεμιστή-Ιεράρχη, δίνοντας την ψυχή του στον Μακεδονικό Αγώνα και λίγα χρόνια αργότερα, το τέκνο της Λέσβου, θα βρισκόταν ως μητροπολίτης Αμασείας στο πλευρό του Ποντιακού Ελληνισμού, στα δύσκολα χρόνια του διωγμού από τους Τούρκους.
Η διαποίμανσή του, ως μητροπολίτης Καστοριάς το 1900 ήταν αληθινός Γολγοθάς, διότι όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα του Βούλγαρου κομιτατζή και τα πλάκωνε η σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή. Γι’ αυτό και οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Κωνσταντίνος ο Ε΄ καί στην συνέχεια Ιωακείμ ο Γ' διαλέγουν και στέλνουν στην Μακεδονία μητροπολίτες νέους, ηλικίας 35-40 ετών, μορφωμένους αλλά και πατριώτες αποφασισμένους για κάθε θυσία, όπως τον Καστορίας Γερμανό...
Από τον Μέγα Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ', τον πνευματικό αλλά και πραγματικό αρχηγό του Μακεδονικού Αγώνα, μέχρι και τον απλό παπά του χωριού, όλοι διέκριναν την κρισιμότητα του αγώνα. Πίστευαν ακράδαντα ότι: «Αν τρέξουμε να σώσουμε την Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει», όπως είπε ο Ίων Δραγούμης και έπρατταν εκείνο που όφειλαν.
Όμως οι Βούλγαροι, υποκινημένοι απ’ τα πανσλαβιστικά ρωσικά οράματα που υπηρετούσαν τον στόχο της εξόδου των Ρώσων στην Μεσόγειο, οραματίζονται και αγωνίζονται για μία μεγάλη και ανεξάρτητη Βουλγαρία. Οργανώνουν έτσι, στον χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, ανταρτικά σώματα, τα Κομιτάτα, και ιδρύουν βουλγαρικά σχολεία και ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία, την επονομαζόμενη «Βουλγαρική Εξαρχία».
Το Πατριαρχείο αντιδρά άμεσα, χαρακτηρίζοντας σχισματική την «Βουλγαρική Εξαρχία» και ως αίρεση το Βουλγαρικό και γενικά κάθε εθνικισμό που διασπά την ενότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία απορρίπτει τον εθνικισμό, αποδέχεται όμως τον πατριωτισμό και την φιλοπατρία, καθώς θεωρεί τα έθνη, ως ένα μέρος του σχεδίου της Θείας Οικονομίας και άρα ως τον «πλούτο της ανθρωπότητας, τα συλλογικά πρόσωπα. Και το μικρότερο από αυτά φοράει τα δικά του χρώματα και φέρει μέσα του μια ιδιαίτερη όψη της θεϊκής ευδοκίας» (Αλεξ. Σολζενίτσιν). Γι’ αυτό και επιδοκιμάζει και ευλογεί τις υπέρ του έθνους θυσίες.
Η εθνικιστική έξαψη των Βουλγάρων, όμως, συνεχίζεται. Επωφελούμενοι από την αδυναμία των Τούρκων, ενθαρρυνόμενοι απ’ την Ρωσία και με την εκκωφαντική σιωπή των Παπικών, επιχειρούν τον εκσλαβισμό όλης της Μακεδονίας.
Το σύνθημα των Βουλγάρων είναι «Εξαρχία η θάνατος», γράφει ο Καραβαγγέλης. Δηλαδή, θάνατος σ’ όποιον δεν υποτασσόταν στην αυτόνομη, εξαρχική, Βουλγαρική Εκκλησία, αλλά αναγνώριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως κανονική εκκλησιαστική Άρχή. Για να πλήξουν το γένος μας, πλήττουν την ζωοποιό δύναμή του, την ρίζα του, που είναι η θρησκεία και η αγία παράδοσή μας, και για να συμβεί αυτό, πρέπει η Εκκλησία να χάσει την αίγλη της και την επιρροή της. Είναι πια πασίγνωστη αυτή η πρακτική, και με διαχρονική μάλιστα εφαρμογή.
Το ελληνικό κράτος της «αψόγου στάσεως» αργεί να ξυπνήσει και να προστέξει σε βοήθεια.
Αυτή την απελπιστικά επικίνδυνη κατάσταση βρήκε ο Γερμανός, πηγαίνοντας στην Καστοριά. Δεν καθυστερεί, λοιπόν, ούτε στιγμή. Δίνει την ψυχή του και γίνεται η ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα. Ήταν ο εμπνευστής και ο οργανωτής του. Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Κώστας Γεωργίου» και αναπτύσσει μία πρωτοφανή δραστηριότητα, συνεπικουρούμενος από τον Ίωνα Δραγούμη και τον πρόξενό μας στην Θεσσαλονίκη, Λάμπρο Κορομηλά.
Δημιουργεί τα πρώτα ανταρτικά σώματα αυτοάμυνας με αρχηγούς τον Βαγγέλη Στρεμπενιώτη και τον καπετάν-Κώττα. Πετυχαίνει την εξάρθρωση των ληστοσυμμοριών της περιοχής. Βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τα προξενεία μας, τους μητροπολίτες, τους ντόπιους οπλαρχηγούς, τους Έλληνες αξιωματικούς, τις κοινότητες, τους ιερείς, τους δασκάλους, τον λαό.
Αλληλογραφεί με τον Παύλο Μελά. Κι όταν αυτός ανεβαίνει στην Μακεδονία, του στέλνει μία εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου, που πάνω της είχε χαράξει τα εξής: «Τω πολυφιλήτω και φιλοστόργω τέκνω. Έντεινε και κατευοδού και βασίλευε και κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου». Επίσης, του στέλνει την σφραγίδα με το όνομα που θα χρησιμοποιούσε στον Αγώνα: «Μίκης Ζέζας».
Μετά δε τον τραγικό θάνατο του ήρωα, ο ίδιος τον κηδεύει, και όπως αναφέρει: «Μετέφερα απ τόν Μητροπολιτικό Ναό εις το παρακείμενον περίβολον του Βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών το σεπτό σκήνος του, το κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου όπως θρηνήσω τον αοίδιμον Ήρωα».
Ο Αγώνας, όμως, συνεχίζεται. Ο Πολεμιστής-Ιεράρχης καβάλα στ’ άλογό του, με το Μάνλιχερ στο χέρι, οργώνει τα χωριά, εμψυχώνει τους Έλληνες. Ντυμένος αστυνομικός διασχίζει τα βουλγαρικά χωριά, αποφεύγει τις δολοφονικές ενέδρες των εχθρών του, αλλάζοντας δρομολόγια και ξεγελώντας τους. Ανοίγει εκκλησιές που είχαν κλείσει οι κομιτατζήδες, σπάζοντας τις πόρτες, μπαίνει μέσα με το Ρεβόλβερ στο χέρι και λειτουργεί με το Μάνλιχερ «παρά πόδα». «Έτσι επεβλήθηκα», θα πει, αυτός ο Παπαφλέσσας της Λέσβου.
Αυτός ήταν ο Γερμανός: «Ένας λεβέντης που έμοιαζε με Θεό», όπως θα τον χαρακτηρίσει ένας πληρωμένος, παρ’ ολίγον φονιάς του, που όμως -εντυπωσιασμένος από το παράστημα του Δεσπότη- δεν εξετέλεσε το δολοφονικό του έργο.
Τελικά, Βούλγαροι και Τούρκοι πετυχαίνουν την ανάκληση από το Πατριαρχείο του «Αρχικομιτατζή», όπως αποκαλούσαν τον Γερμανό. «Η απομάκρυνσή μου από την Καστοριά», γράφει ο ίδιος, «θεωρήθηκε σαν ένα τραύμα στον Μακεδονικό Αγώνα, μα ο αγώνας βρισκόταν πια σχεδόν στο τέλος του».
Το 1908, ο Γερμανός Καραβαγγέλης εξελέγη Μητροπολίτης Αμάσειας, που είχε έδρα την Αμισό (Σαμψούντα) του Πόντου, ωραιότατη πόλη, παραθαλάσσια και εμπορική. Στην αρχή ασχoλήθηκε με την οργάνωση της Μητρόπολης, που ανέθεσε το Πατριαρχείο. Σταμάτησε τις κομματικές έριδες που υπήρχαν, εγγενές ελάττωμα των Ελλήνων και επισκέφθηκε όλη την επαρχία του, ακόμη και τα πιο απομακρυσμένα χωριά.
Αυτό έγινε από το 1908 έως το 1914. Από τότε και μετά, ο Γερμανός απεδύθη σ` έναν αγώνα για τη διάσωση των Ελλήνων και των Αρμενίων από τη γενοκτονία που επιχειρούσαν οι Τούρκοι.
Ένας συνδυασμός εκκλησιαστικών και πολιτικών συγκυριών και με ανάλογες δόσεις «ίντριγκας» στέρησε από τον Γερμανό Καραβαγγέλη τον Πατριαρχικό θρόνο ή τον θρόνο της αρχιεπισκοπής Αθηνών, ενώ ήταν ο επικρατέστερος.
Αργότερα, το Πατριαρχείο τον μετέθεσε στη Μητρόπολη Ιωαννίνων, γιατί από το τουρκικό δικαστήριο της Αμάσειας είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Στα Ιωάννινα έμεινε για ένα χρόνο, (Απρίλιος 1923-Απρίλιος 1924), αλλά στο μικρό αυτό διάστημα πέτυχε να προσφέρει σημαντικό έργο στους Ηπειρώτες. Το 1924 τοποθετήθηκε από το Πατριαρχείο στη Μητρόπολη Ουγγαρίας, η οποία μετά τις αντιδράσεις που υπήρξαν από τους Ούγγρους και τους Σέρβους μετονομάσθηκε σε Κεντρώας Ευρώπης. Στη Μητρόπολη αυτή έμεινε έως το θάνατό του, τον Φεβρουάριο του 1935.
Απεβίωσε γεμάτος πίκρα που η πατρίδα τίποτε δεν του αναγνώρισε από την υπέρ 30 έτη διακονία του και από την προσφορά του στο Γένος, τόσο κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, όσο και κατά την παραμονή του στον Πόντο.
Ο ίδιος ο Καραβαγγέλης στη διαθήκη του, στην οποία, κληρονόμο του κατέστησε τη γενέτειρά του Στύψη Λέσβου, έτσι εξέφρασε την πικρία του για την αγνωμοσύνη που έδειξαν τόσο η Πολιτεία όσο και η Εκκλησία:
«Η κηδεία μου θα γίνει στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση με ένα μόνο ιερέα, χωρίς διάκονο. Δεν δέχομαι δε στην κηδεία μου ούτε αντιπρόσωπο του κράτους, ούτε της εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θανάτου τας εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ εις κανένα ουδέ οβολόν, εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του ’21…».
Ωστόσο, η επιθυμία του δεν έγινε σεβαστή από τη Βιέννη. Μάλιστα, όπως πολλοί από τους ήρωες αγωνιστές στην Ελλάδα πέθανε μόνος και πάμπτωχος, με έναν κενό τίτλο «Εξάρχου Κεντρώας Ευρώπης», το 1935, λίγο έξω από τη Βιέννη, «ξένος μέσα σε ξένους».
Ο τελευταίος Ιεράρχης του ’21 ετάφη εν τέλει σε ένα λιτό μνήμα στη Βιέννη.
Τον Ιούνιο του 1959, με πρωτοβουλία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, επετεύχθη η μεταφορά των οστών του στην Καστοριά, όπου εναποτέθηκαν σε κρύπτη υπό τον ανδριάντα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: