30 Οκτωβρίου 2015

Υπάρχει μία μεγάλη άγνοια γύρω από τους ζωντανούς θησαυ­ρούς της ορθόδοξης παράδοσής μας

 
του Διονυσίου Φαρασιώτου
Υπάρχει μία μεγάλη άγνοια γύρω από τους ζωντανούς θησαυ­ρούς της ορθόδοξης παράδοσής μας. Υπάρχει και μία προκατάληψη και ένας σνομπισμός, που οφείλεται σε μια συστηματική και ύπουλη προπαγάνδα που θέλει να παρουσιάζει τους ορθόδοξους χριστιανούς «στολισμένους» με όλα τα κακά του κόσμου. Ανόητους, φανατικούς, μικρόμυαλους, αμόρφωτους, κομπλεξικούς, φοβιτσιάρηδες, μικρόψυχους και από την άλλη μεριά, σε οξεία αντίφαση να τους παρουσιάζει ως υποκριτές, ύπουλους, κομπιναδόρους, καταχραστές, πονηρούς, λαοπλά­νους, ψεύτες, κατασκευαστές «θαυμάτων» και στυγνούς απομυζητές του αφελούς λαού. Αυτή η εικόνα έχει περάσει στον κόσμο που δεν έχει κα­μιά άμεση επαφή με τη ζωντανή ορθόδοξη Εκκλησία, που δεν έχει γνωρίσει τους ζωντανούς θησαυρούς της ορθοδοξίας, τους γεροντάδες, τους ασκητές, τους μοναχούς, ώστε να μπορεί να κρίνει αντικειμενικά. Οι περισσότεροι δέχονται αυτή την άσχημη εικόνα που προωθείται απ” όλες ανεξαιρέτως τις εφημερίδες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, χωρίς να γνωρίζουν κάποια πρόσωπα της Εκκλησίας, χωρίς να είναι σε θέση να συγκρίνουν και έτσι μένουν με αυτή τη λάθος εντύπωση.,,

Κάτι τέτοιο είχα πάθει κι εγώ. Όταν για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με τον ορθόδοξο τρόπο ζωής, κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο Άγιον Όρος, έπαθα… έκπληξη. Η εικόνα που είχα στο μυαλό μου, η άποψη που «καθόταν» μέσα στο κεφάλι μου, και η ζωή που έβλεπα και ζούσα μέσα στα μοναστήρια βρισκόντουσαν σε μεγάλη αντίθεση, μαύρο-άσπρο. Μου πήρε καιρό να φτάσω να αναρωτηθώ· «Καλά, από πού και έως πού είχα εγώ άποψη για πράγματα που δε γνώριζα, που δεν είχα ασχοληθεί μαζί τους;».
Δε γνώριζα ανθρώπους της εκκλησίας, μια και όλοι οι γνωστοί μου δεν είχαν σχέση. Δεν είχα μελετήσει, δε γνώριζα τις απόψεις της ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρ” όλα αυτά την είχα καταδικάσει οριστικά με πείσμα και χωρίς επιφυλάξεις. Ήμουν πολύ άδικος. Ήμουν πολύ ανόητος. Είχα πιαστεί θύμα της παραπληροφόρησης και της ύπουλης προπαγάνδας, που τόσα χρόνια, λίγο-λίγο, κομμάτι-κομμάτι, διαμόρ­φωσαν μέσα στο μυαλό μου αύτη την άσχημη και ψεύτικη εικόνα.
 
Χρειάστηκε μια ζωντανή επαφή τριών ημερών με τη ζωή του Αγίου Όρους, για ν” αρχίσει η μακρόχρονη διαδικασία ανατροπής αυτής της εικόνας που έπλασαν οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Χρειάστηκε η εξαίσια και χαρμόσυνη εμπειρία της γνωριμίας με τους γεροντάδες της ορθοδοξίας, για να μπορέσω να κομματιάσω το δίχτυ του ψέματος που κάλυπτε το μυαλό μου και δε μ” άφηνε να δω την πραγματικότητα.
Μου είχαν επιβάλει ψεύτικες εικόνες, χωρίς εγώ να έχω συνείδηση αυτής της επιβολής. Αυτές οι ψεύτικες εικόνες με οδηγούσαν σε μία συ­μπεριφορά, σ” έναν τρόπο ζωής που δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά καταστροφικός, γεμάτος αγωνία και πόνο.
Δεν ισχυρίζομαι ότι όλοι οι Χριστιανοί είναι… Άγιοι. Θέλουν όμως να γίνουν!! Δεν ισχυρίζομαι ότι οι Χριστιανοί δεν έχουν… ελατ­τώματα ή κακίες. Προσπαθούν όμως να τα αποβάλουν!! Πράγματα που δεν τα κάνουν οι «άλλοι», οι εχθροί της εκκλησίας. Δεν ισχυρίζο­μαι ότι δε γίνονται σκάνδαλα στο χώρο της εκκλησίας, αλλά και πού δε γίνονται; Δε γίνονται στα πολιτικά κόμματα; δε γίνονται στις εται­ρείες; δε γίνονται στις ποδοσφαιρικές ομάδες; στους συλλόγους; Παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι γίνονται και θα γίνονται τέτοια πράγματα. Αυτό όμως που ισχυρίζομαι είναι ότι οι εφημερίδες, η Τ.V., μιλούν μόνο για τα άσχημα της εκκλησίας που πολλές φορές τα εξογκώνουν και άλλες τόσες τα κατασκευάζουν από το τίποτα. Γιατί αυτή η άδικη συμπεριφορά; Γιατί επιμένουν συνειδητά σ” αυτή την μερική, άρα ψεύ­τικη εικόνα;
Υπάρχουν γεροντάδες που έχουν γίνει γνωστοί στα πέρατα του κό­σμου, στόμα με στόμα, χωρίς ποτέ κάποια εφημερίδα ν” ασχοληθεί μα­ζί τους ή να τους αναφέρει το ραδιόφωνο ή η τηλεόραση. Υπάρχουν γεροντάδες που για χάρη τους έρχονται άνθρωποι από την Αμερική, από την Αυστραλία, από τη Γερμανία, από όλα τα μέρη του κόσμου να τους δουν, να συζητήσουν, να βοηθηθούν. Υπάρχουν άνθρωποι χιλιά­δες, που διηγούνται τα θαύματα και τις ευεργεσίες, που οι ίδιοι προσωπικά απόλαυσαν απ” αυτούς, και με παρρησία διηγούνται τα περιστατι­κά με λεπτομέρειες, καταθέτοντας με ευγνωμοσύνη την προσωπική τους μαρτυρία.
Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι τέτοιοι γεροντάδες, τέτοιοι Άγιοι δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι η συνω­μοσία της σιωπής των ισχυρών αυτής της γης, γύρω από την ορθοδο­ξία και τους Αγίους της διαλύεται σαν καπνός από τη δύναμη του Θεού. Πάντοτε έτσι γινόταν. Πάντοτε η εκκλησία επολεμείτο είτε φανε­ρά είτε ύπουλα. Πάντοτε η εκκλησία θριάμβευε στο τέλος. Έτσι συμ­βαίνει εδώ και 2.000 χρόνια. Έτσι θα συμβαίνει και στο μέλλον.
Γιατί έτσι προέγραψε τη θριαμβευτική πορεία της μέσα στους αιώνες, ο γλυκύτατος Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός. «επί ταύτη τη πέτρα, οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματ. ιστ’18).
Άνθρωποι με ελαττώματα υπάρχουν στην κοινωνία, υπάρχουν και στην εκκλησία. Άνθρωποι καλοί υπάρχουν στην εκκλησία, αλλά υπάρ­χουν και στα πολιτικά κόμματα, και στις θρησκευτικές οργανώσεις, και στις ψεύτικες θρησκείες και φιλοσοφίες. Έχει όλος ο κόσμος καλούς ανθρώπους, και ευτυχώς που έχει, γιατί γίνονται παρηγοριά και βοήθεια για το περιβάλλον τους.
Όμως Αγίους δεν έχει πουθενά αλλού, παρά μόνο στην ορθοδοξία.
Ένας τέτοιος γέροντας ήταν και ο πατήρ Πορφύριος. Τον γνώρισα, όταν ήταν ήδη πολύ γνωστός στον κόσμο και το όνομά του περιφερόταν από στόμα σε στόμα με πολύ σεβασμό. Ζούσε τα τελευταία χρόνια έξω από τη Μαλακάσα, μία ώρα περίπου από την Αθήνα. Έχτισε ένα μοναστήρι στο μέρος που ζούσε. Καθημερινά πήγαινε κόσμος να τον δει, με IX, με λεωφορεία, με τη συγκοινωνία. Μάλιστα το ΚΤΕΛ έκανε ειδική στάση, «του γέροντα», από τους πολλούς που καθημερινά ζητούσαν να κατέβουν εκεί.
Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους και άκουσα από το στόμα τους τις θαυματουργικές ευεργεσίες που γνώρισαν με την ευχή του γέροντα. Κάποιος που είχε όγκο στο κεφάλι, δύο μέρες πριν πετάξει στην Αγγλία για την προγραμματισμένη εγχείρηση, πέρασε να πάρει την ευχή του γέροντα. Ο γέροντας τον σταύρωσε και του είπε να κάνει μία παράκληση στην Παναγία να του πάρει τον όγκο. Δύο μέρες αργότερα οι Άγγλοι γιατροί και ο γνωστός μου έπαθαν μεγάλη έκπληξη, όταν σε επανειλημμένες εξετάσεις δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τον όγκο· είχε εξαφανισθεί τελείως!!
Γύρισε χωρίς να γίνει η εγχείρηση και ζει φυσιολογικά τη ζωή του. Αυτό έγινε αφορμή να ξεκόψει τελείως από την Ινδουιστική φιλοσοφία-μαγεία και να γίνει ένας αληθινός και συνειδητός Χριστιανός.
Κάποιος άλλος είχε καρκίνο στο στήθος που εξαφανίστηκε, όταν του ευχήθηκε ο παππούλης και τον σταύρωσε στο στήθος. Ο άνθρωπος αυτός παραιτήθηκε από τη δουλειά του και αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στην υπηρεσία του Χριστού, μια και ήταν ανύπαντρος χωρίς υποχρεώσεις.
Μια προσωπική μου φίλη έσπασε τον λαιμό της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Οι ακτινογραφίες έδειχναν θρυμματισμένα τα κόκκαλα του λαιμού και οι γιατροί είπαν ότι δε θα γίνει ποτέ καλά. Μετά από μερι­κούς μήνες, όταν ησύχασαν από τα τρεχάματα στα νοσοκομεία, είπαν να κάνουν μία επίσκεψη να πάρουν την ευχή του γέροντα. Ο γέροντας τη σταύρωσε και της είπε να βγάλει το κολλάρο που στήριζε το κεφάλι της!!! Πράγματι η κοπέλα έκανε καινούργιες ακτινογραφίες που τα έδει­χναν όλα εντάξει, προς μεγάλη έκπληξη των γιατρών, που κοίταζαν σαν χαζοί μια τις παλιές και μια τις καινούργιες ακτινογραφίες. Από εκείνη τη στιγμή έβγαλε και το κολλάρο.
Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε και η κοπέλα είναι απολύτως εντάξει και δοξάζει το Θεό και τους Αγίους του.
Σε κάποιον άλλο φίλο μου έδωσε ακριβείς οδηγίες, για να πάει να ψάξει σε μια τοποθεσία έξω από το χωριό απ” όπου καταγόταν. Ο γέροντας δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην περιοχή!! αλλά μιλούσε σαν να την έβλεπε μπροστά του. Του περιέγραφε τα βράχια, τα δένδρα, μέχρι να καταλάβει ακριβώς πού βρισκόταν το παλιό μο­ναστηράκι, χωμένο μέσα στη γη πια, ξεχασμένο απ” όλους στο χωριό.
Πράγματι πήγε ο φίλος μου και όλα βγήκαν, όπως τα είπε ο γέρο­ντας.
Είχε πολλά χαρίσματα από το Θεό ο γέροντας Πορφύριος και σί­γουρα, τώρα μετά το θάνατό του, πολλοί από αυτούς που ευεργετήθη­καν έγραψαν ή θα γράψουν τις ευεργεσίες που έλαβαν, προς δόξαν Θεού και των Αγίων του.
Με σεβασμό στη μνήμη του γέροντα καταθέτω και εγώ εδώ την προσωπική μου μαρτυρία, γιατί πονώ και αγανακτώ, όταν συκοφα­ντείται και διαστρεβλώνεται η ορθοδοξία, οι Άγιοι, και μέσα απ” αυτούς τελικά η αλήθεια και ο Θεός. Νοιώθω την ανάγκη να τα πω για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους και προς χάριν της αλήθειας, που ζητούν μερικοί να τη θάψουν, γιατί δεν τους… βολεύει, γιατί ελέγχει την ζωή τους και τις πράξεις τους.
Μόλις είχα γυρίσει από την Ινδία. Είχα πάει στο Άγιον Όρος όπου καθόμουν για κάμποσους μήνες, φιλοξενούμενος στην καλύβα ενός ησυχαστού. Εκεί έμαθα ότι ο πατήρ Πορφύριος, που τόσα είχα ακούσει γι” αυτόν, είχε έρθει για να μείνει κάποιο διάστημα στο Άγιον Όρος, στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Αυτή η σκήτη είναι από τις πιο απομονωμένες του Όρους. Βρίσκεται σε μια απότομη πλαγιά του Άθω. Απότομα, μεγάλα βράχια και λιγοστά δέντρα που ξεφυτρώνουν αραιά και πού μέσα από το γρανίτη. Τα δένδρα είναι μεγάλα και εντυπωσιακά. Κάπου τριά­ντα σπιτάκια, σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο, τριγυρισμένα από τα μικρά κηπάκια, αντιμετωπίζουν συχνά όλα μαζί τον κίνδυνο από τις κατολισθήσεις. Κάθε τόσο ακούς κάποια πέτρα να κυλά. Καμιά φορά προξενούν και σοβαρές ζημιές στα κτίσματα. Ένα απότομο, τραχύ μονο­πάτι καταλήγει στην απότομη ακτή, όπου δύσκολα πιάνει το καράβι και μόνο, όταν έχει πολλή γαλήνη η θάλασσα.
Η ζωή εκεί πέρα είναι σκληρή. Οι άνθρωποι ζουν περιορισμένα. Δεν μπορεί κανείς να έχει πολλά πράγματα. Οι απαραίτητες μεταφο­ρές γίνονται με την πλάτη ή με κανένα μουλάρι, όταν πρόκειται για πολλά πράγματα. Είναι πολύ δύσκολο να ανέβεις το μονοπάτι, γι” αυτό και οι μοναχοί εκεί πέρα είναι σκληραγωγημένοι και ολιγαρκείς.
Χρειαζόμουν ένα ταξίδι δύο ημερών μέσα στο όρος, για να βρεθώ εκεί. Τα πόδια μου δηλαδή θα έβγαζαν φουσκάλες. Ήταν τόση η επι­θυμία μου να δω το γέροντα Πορφύριο, που μόλις το έμαθα την ίδια στιγμή αποφάσισα να πάω να τον δω. Καταλάβαινα ότι θα ήταν κάτι σαν το δικό μου γέροντα, και ήθελα να δω την αγιότητα και σ” ένα άλλο πρόσωπο, να δω πώς θα ήταν: Με ποιο τρόπο ένα διαφορετικό πρόσωπο, ένας άλλος χαρακτήρας κουβαλά τον ίδιο Θεό μέσα του.
Ήμουν καλοσυνηθισμένος εκείνη την εποχή. Επειδή βρισκόμουν σε ανάγκη, (είχα ακόμη πνευματικές ενοχλήσεις από τους γκουρού και διά­φορα δαιμονικά σημεία μου συνέβαιναν), οι γεροντάδες πολύ συχνά μου κάνανε διάφορα πνευματικά δώρα, για να με γιατρέψουν, για να με στη­ρίξουν, για να με κάνουν να καταλάβω, να ζήσω τη διαφορά των δύο πνευματικών καταστάσεων. Να καταλάβω τί σημαίνει, ποια είναι η Χά­ρη του Θεού, το αυθεντικό πνευματικό γεγονός και να το ξεχωρίσω από τη δαιμονική ενέργεια. Να μην εξαπατώμαι πια από την απατηλή δαι­μονική ενέργεια, που μέχρι τότε την εκλάμβανα ως εκδήλωση ενεργειών ανωτέρων ανθρώπων (γκούρου) ή ακόμα και ως θεϊκή.
Διψούσα γι” αυτά τα πνευματικά δώρα και τα αναζητούσα παντού. Ήλπιζα υποσυνείδητα ότι και ο π. Πορφύριος κάτι θα μου δώριζε.
Ξεκίνησα λοιπόν το ταξίδι. Σ” όλο το δρόμο άκουγα από διάφορους, μοναχούς και λαϊκούς, ότι ο πατήρ Πορφύριος είναι άρρωστος και δε δέχεται να δει κανέναν. Πήγαν αρκετοί να τον δουν, αλλά δε τους δέ­χθηκε. Συνέχισα το ταξίδι μου, προσευχόμενος όσο μπορούσα, και κά­ποτε έφθασα στο κελλί που βρισκόταν ο γέροντας. Φώναξα και βγήκε ένας μελαχροινός μοναχός, γύρω στα τριάντα.
–  Δεν μπορεί να σε δεχτεί ο παππούλης, μου λέει. Είναι πολύ άρρωστος.
Σχεδόν αμέσως βγήκε και ένας άλλος μοναχός, μεγαλύτερης ηλι­κίας, και λυπημένος μου είπε τα ίδια.
–  Μόνο να πάρω την ευχή του, είπα.
Ενώ οι μοναχοί ευγενικά, αλλά σταθερά μου έκοβαν κάθε ελπίδα, ακούστηκε από μέσα ο π. Πορφύριος να φωνάζει να τον βοηθήσουν να βγει έξω. Πράγματι, σε λίγο φάνηκαν να κουβαλούν ένα γεροντάκι, που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και φαινόταν να πονά πολύ σε κάθε κίνηση που έκανε.
Με το που είδα το γεροντάκι, λαχτάρησε η καρδιά μου, και με πλημμύρισε μια χαρά, πολύ μεγάλη και πολύ ειρηνική. Αδιαφόρησα για την καρέκλα που μου προσέφεραν και πήγα και κάθισα στο χώμα δίπλα στα πόδια του. Ένοιωθα πολλή χαρά να βρίσκομαι δίπλα του, αλλά ταυτόχρονα και πολύ ανάξιος γι” αυτό, και έτσι αναπαυόμουν να κάθομαι σαν σκυλάκι κοντά στα πόδια του.
Οι μοναχοί δεν ήθελαν να με βλέπουν έτσι ταπεινωμένο και επέμε­ναν να με τιμήσουν, βάζοντάς με να κάτσω απέναντι στο γέροντα σε μια ίδια καρέκλα, θα ένοιωθα πολύ άσχημα, αν είχα το θράσος να κά­τσω μπροστά στο γέροντα, αλλά αυτοί επέμεναν. Ο Γέροντας που με καταλάβαινε απολύτως, μ” έσωσε από τη δύσκολη θέση.
– Αφήστε τον εδώ που είναι καλά, είπε, και σταμάτησαν τα διάφο­ρα κοινωνικά.
Ήμουν τόσο χαρούμενος, τόσο ειρηνικός, τόσο ασφαλής, σαν να βρι­σκόμουν στην αγκαλιά του Θεού, και όντως ήμουν με τις ευχές και τη Χάρη του παππούλη.
Ένοιωθα ότι ο γέροντας μ” αγαπούσε πολύ και με αγκάλιαζε όχι σωματικά, αλλά πνευματικά. Ένοιωθα μια τεράστια πνευματική δύναμη που υπήρχε σ” αυτό το ετοιμόρροπο σώμα. Ένοιωθα μια ανεξάντλητη και άπειρη ζωή να πηγάζει από αυτό το ετοιμοθάνατο σώμα και να έρχεται προς εμένα και να αναζωογονεί την ετοιμοθάνατη ψυχή μου.
Αυτός έσφυζε από πραγματική ζωή και εγώ ήμουν σχεδόν πεθαμένος από πνευματική ασιτία. Με πότιζε και με τάιζε πνευματικά, και εγώ λάμβανα με ευγνωμοσύνη και χαρά. Αυτό που γινόταν μεταξύ μας το καταλαβαίναμε πολύ καλά και οι δυο μας και τα λόγια ήταν περιττά.
Συνέβαινε το οξύμωρο. Ο ετοιμοθάνατος σχεδόν γέρος να χαρίζει ζωή, βιολογική αλλά και πνευματική, στον 25χρονο νέο. Ο θάνατος του γέροντα έμοιαζε με απαλλαγή από το στραπατσαρισμένο σώμα και αρχή μιας πραγματικής, αληθινής, μεγάλης και αιώνιας ζωής, ενώ εγώ που είχα τόσες βιολογικές δυνάμεις, ήμουν τόσο απελπιστικά πνευματικά ετοιμοθάνατος και ποτιζόμουν και ανέθαλλα από τα δικά του νάματα.
Θυμάμαι ότι συζητήσαμε λίγο για την Ινδία. Μου είπε να προσέ­χω να μη με ξανακοροϊδέψει ο Διάβολος. Ήταν πολύ επικίνδυνα αυτά που πέρασα. Δεν χρειαζόντουσαν λόγια. Τον καταλάβαινα απ” αυτά που ζούσα στην παρουσία του. Λίγες προτάσεις ανταλλάξαμε, μα είχαν τόσο βάθος! Τον θυμάμαι με το μάλλινο σκουφάκι στο μεγάλο κεφάλι του, με το πρόσωπο να έχει μια έκφραση πόνου σωματικού, με το αδύναμο σώμα του να παραπαίει, τον θυμάμαι να κυριαρχεί, να βασιλεύει με ηρεμία, μεγαλοπρέπεια και απλότητα.
Η παρουσία του αποκάλυπτε το πραγματικό βάθος αυτού του κό­σμου και την πνευματική του διάσταση, αποδεικνύοντας την προσωρινό­τητα και τη φθαρτότητα της ύλης. Ήταν ένας πνευματικός βασιλιάς.
Εδώ δεν υπήρχαν ιδεολογικές συζητήσεις ή ορθολογιστικές αναλύ­σεις, εδώ δεν προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε ή να μαντέψουμε ή να συμπεράνουμε. Εδώ ζούσα το γεγονός της παρουσίας του πνευματικού κόσμου, εδώ ζούσα και συμμετείχα στην πνευματική διάσταση του κό­σμου. Δε μιλούσα για την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν άκουγα για τη Χάρη του Χριστού. Τη ζούσα και χαιρόμουν.
–   Θα προσεύχομαι για σένα και έλα να με ξαναδείς, μου είπε ο γέ­ροντας.
Πήρα την ευχή του χαρούμενος και λυπημένος μαζί, χαιρέτησα και έφυγα.
Άρχισα να ανηφορίζω το μονοπάτι και η χαρά μου μεγάλωνε. Όχι μόνον η ψυχή μου, αλλά και το σώμα μου είχε αναζωογονηθεί και είχα αποκτήσει τόση δύναμη που ανέβαινα σχεδόν τρέχοντας στο πολύ απότομο και δύσκολο μονοπάτι. Δεν ήμουν μόνος. Ήταν και ο γέροντας μαζί μου. Δεν τον αισθανόμουν δίπλα μου. Ήταν μέσα μου, ή μάλλον εγώ ήμουν μέσα του. Όλες τις επόμενες μέρες είχα «παρέα» μου το γέροντα και η «παρουσία» του γλύκαινε, ομόρφαινε, βάθαινε και ειρήνευε όλες τις στιγμές μου.
Όταν τον ξαναείδα μετά από μερικές μέρες, με ρώτησε.
–  Ήμουν μαζί σου όλες αυτές τις μέρες, το καταλάβαινες;
Γεμάτος θαυμασμό απάντησα-
–  Πώς δεν το καταλάβαινα, γέροντα; εννοώντας. πώς ήταν δυνατόν να μην το καταλαβαίνω; Ένα τόσο έντονο βίωμα! Ήταν πιο εύκολο να μην παρατηρήσω τον ήλιο παρά αυτό!!!… Κι όλα γινόντουσαν μ” έναν τόσο φυσικό τρόπο και όλα ήταν τόσο πολύ πάνω από το φυσικό επίπεδο…
Το γέροντα τον ξαναείδα μετά από ένα χρόνο, όταν υπηρετούσα φα­ντάρος πια στην Αθήνα. Πήγαινα στη Μαλακάσα και τον έβλεπα συ­χνά. Πολλές φορές ένοιωθα τη χάρη του, πριν ακόμα φτάσω στο μονα­στήρι του. Η ευχή του με σκέπαζε και με γλύκαινε. Άλλοτε ένοιωθα αυτή την υπέρλογη ειρήνη, όταν με σταύρωνε. Μ” ένα θαυμαστό, παράδοξο τρόπο όλες οι ανάγκες μου, ακόμα και οι υλικές λύνονταν με έναν πολύ εύκολο… τρόπο.
Για παράδειγμα, υπήρχε συγκοινωνία για να πάω στο μοναστήρι, όχι όμως και να γυρίσω. Κάθε φορά ήταν ένα πρόβλημα και κινδύνευα να φάω φυλακή στο στρατόπεδο. Πάντοτε βρισκόταν κάποιο αυτοκίνητο που θα μ” έπαιρνε από το δρόμο για την Αθήνα και πολλές φορές με πήγαιναν μέχρι το στρατόπεδο. Εγώ εμπιστευόμουν τον εαυτό μου στην ευχή του γέροντα και αυτός με φρόντιζε. Ήταν άρρωστος, ξαπλω­μένος και σχεδόν ακίνητος στο κρεβάτι του.
Μιλάω για έναν επαρχιακό δρόμο, άδειο από αυτοκίνητα, ιδίως όταν βράδιαζε την ώρα που έπρεπε να γυρίσω. Γινόντουσαν πολλά με το γέροντα που δεν είναι εύκολα περιγράψιμα.
Αυτά και πολλά άλλα που γίνονταν σχεδόν καθημερινά, που τα έχω ξεχάσει τώρα, τα έλεγα στον πνευματικό μου, στο Άγιον Όρος. Με άκουγε χωρίς να σχολιάζει. Μου λέει κάποια φορά:
– Αφού αγαπάς τόσο πολύ τον π. Πορφύριο, γιατί δεν του λες να σου κάνει καλά το πόδι σου;
Είχα πρόβλημα στο δεξί μου γόνατο. Παλιότερα είχα ασχοληθεί συ­στηματικά με το καράτε. Από μία κλωτσιά που είχα αρπάξει είχα απο­κτήσει πρόβλημα. Είχε χαλαρώσει γενικά το δέσιμο του γονάτου, είχε πρηστεί και μάζευε υγρό, ενώ ένοιωθα κάτω από την επιγονατίδα σαν να είχε μπει μια μικρή πέτρα που με τσιμπούσε και δυσκόλευε την κίνηση στο γόνατο. Με τις ασκήσεις και τις πορείες στο στρατό η κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Πήγαινα στο στρατιωτικό νοσοκομείο για εξετάσεις και ετοιμαζό­μουν για εγχείρηση. Μια που βρισκόμουν εκείνο το διάστημα στην Αθήνα, όπου είχε καλό νοσοκομείο, και θα έπαιρνα ένα μήνα αναρρωτική άδεια, είχα αποφασίσει να την κάνω την εγχείρηση. Συμφωνούσαν και οι γιατροί. Κάποια φορά λοιπόν που βρισκόμουν στον παππούλη, θυμήθηκα τα λόγια του πνευματικού μου.
–   Γέροντα, μου είπε ο πνευματικός να μου κάνετε καλά το γόνατο.
–   Ε… καλά… αφού το λέει ο πνευματικός.
Σήκωσε το αδύναμο χέρι του, καθώς ήταν ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι, έκανε το σημείο της ευλογίας και σταύρωσε το γόνατό μου. Αισθάνθηκα μια γλυκειά, ιλαρή δύναμη να χαϊδεύει και να πλημμυρί­ζει το γόνατο μέχρι το μεδούλι των οστών. Μια απορία και μια αναι­δής περιέργεια σφηνώθηκε στον νου μου. «Καλά, τί θα γίνουν τα μόρια του υγρού:… θα εξαφανισθούν; Πώς θα δράσει η ενέργεια του Θεού;» Αυτό το «επιστημονικό» ενδιαφέρον με έκανε να παρακολουθώ συνέχεια το γόνατό μου… Περπατούσα και το μυαλό μου ήταν στο γόνατο. Εκεί… Συζητούσα και το μυαλό μου ήταν στο γόνατο. Ήθελα να «πιάσω», να «ζήσω» τη στιγμή που θα ενεργούσε ο Θεός. Πέρασαν τρεις μέρες και το γόνατο δε γινόταν καλά… Άρχισα να έχω λογισμούς… Λες να μη γίνει τίποτα;… Άρχισα ν” αμφιβάλλω… Κάθε τόσο παρακο­λουθούσα το γόνατο. Τίποτα… Πονούσα… Το ενοχλητικό «πετραδάκι» ήταν εκεί. Κάποια στιγμή αγανάχτησα με τον εαυτό μου και τις αμφι­βολίες του και τον έβαλα μπροστά. «Άντε να χαθείς, χαμένε, που θέ­λεις και θαύματα. Είναι τα μούτρα σου για τέτοια πράγματα» και το ξέχασα το θέμα. Δεν ξανασχολήθηκα με το πόδι μου.
Θυμάμαι, το πρωί που ξύπνησα μέσα στο στρατιωτικό θάλαμο. Τε­ντώθηκα πάνω στο κρεβάτι. «Ρε συ», λέω στον εαυτό μου, «το πόδι έχει να σε ενοχλήσει πολύ καιρό». Κούνησα το πόδι μου και δεν κατάλαβα καμία ενόχληση. Σηκώθηκα και άρχισα να πηδώ επί τόπου. «Κανονι­κά» το πόδι μου θα με ενοχλούσε μετά από δύο-τρία πηδηματάκια. Τίποτα, καμία ενόχληση. Βγήκα έξω στην αυλή του στρατοπέδου και έτρεξα ένα «εκατοστάρι»… Τίποτα καμία ενόχληση… Μια χαρά με πλημμύρισε και δάκρυα ευγνωμοσύνης ανέβηκαν στα μάτια μου… Ώ­στε ο Θεός με θεράπευσε, τότε που έπαψα να πιστεύω ότι θα γίνω κα­λά… έτσι για να καταλάβω ότι ήταν «Θεού το δώρο» και όχι γέννημα της δικής μου πίστης, όπως θα έλεγαν οι Γιόγκι!… Άρχισα να προσέ­χω το πόδι μου τις επόμενες μέρες. Καμία ενόχληση. Πέρασαν πολλές μέρες. Καμία ενόχληση. Είχα γίνει καλά!!! Χωρίς εγχείρηση, χωρίς θόρυβο… στα κρυφά. Ιεροκρυφίως… όπως ενεργεί η Θεία Χάρις.
Δεν είχα αντιληφθεί τίποτα το περίεργο, καμία αλλαγή… όμως ήταν γεγονός. Ήμουν καλά.
Έχουν περάσει χρόνια από τότε και το πόδι μου ποτέ δε με ενό­χλησε. Η προγραμματισμένη εγχείρηση δεν έγινε ποτέ. Θα κουβαλάω πάνω στο σώμα μου μέχρι το θάνατό μου τη ζωντανή μαρτυρία ότι ο πατήρ Πορφύριος ήταν ένας Χαρισματούχος γέροντας, θα χαϊδεύω το γόνατό μου σε στιγμές ολιγοπιστίας και θα θυμάμαι την παντοδυναμία και τη γλυκύτατη ευσπλαγχνία του Θεού και των Αγίων του.
Έτσι η σωματική αυτή ευεργεσία θα μου γίνει πνευματικό στήριγ­μα και σεβάσμιο ενθύμιο από ένα σύγχρονο Άγιο της ορθόδοξης εκκλησίας μας. Πιστεύω ότι ο π. Πορφύριος θα με θυμάται και μένα καθώς θα πρεσβεύει στον Κύριο για τα πνευματικά του τέκνα. Ποτέ δεν υπήρξε πνευματικός μου ή γέροντάς μου, αν και με στήριξε κάποια πε­ρίοδο, αν και μου πρότεινε κάποτε να μείνω κοντά του. (Είχα όμως το γέροντά μου στο Άγιον Όρος και ήθελα να πάω κοντά του). Όμως τον αγάπησα και τον αισθάνομαι σαν πολύ αγαπητό μου πρόσωπο.
Είναι και ο δικός μου πατέρας, που δε θα με «παρίδη», όταν του ζη­τήσω βοήθεια και ας μην έχω το «δικαίωμα» όπως τ” άλλα πνευματι­κά του παιδιά.
Από το βιβλίο «ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ»
impantokratoros.grhttp://www.pentapostagma.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: