23 Νοεμβρίου 2010

Τη 23η του μηνός Νοεμβρίου Διήγησις οπτασίας Ιωάννου τινός, πάνυ ωφέλιμος

Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου ζούσε κάποιος Ιωάννης, γνωστός και στο βασιλιά από την τέχνη πού εξασκούσε. Αυτός περνούσε τη ζωή του μέσα στην αμαρτία, χωρίς να συλλογιστεί ποτέ την κόλαση. Άλλα ο Κύριος, πού όλα τα οικονομεί καλά για το καλό μας, πραγματοποίησε τη διόρθωσή του με μιαν οπτασία.
Συνέβη λοιπόν κάποτε να δει στ' όνειρό του, ότι πρόσφερε στο βασιλιά ένα έργο της τέχνης του. Καί μετά άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους καί να χαίρονται κι οι δυο. Έπειτα όμως, στα καλά καθούμενα, ξεγύμνωσε ό βασιλιάς ένα σπαθί, άρπαξε τα μαλλιά του Ιωάννη σε μια δέσμη και προσπαθούσε να του τα κόψει χωρίς λύπηση...


Ό Ιωάννης λύγιζε συνεχώς τον αυχένα, νομίζοντας πώς ό 6ασιλιάς έπαιζε μαζί του. Εκείνος όμως του είπε σοβαρά-σοβαρά: "Όταν το ξίφος θα 'χει κόψει όλες σου τις τρίχες, τότε στο αίμα σου θα λουστεί ο τράχηλός σου". Καί μ' αυτά τα λόγια το ξίφος κατέβηκε και του φάνηκε πως του 'κοψε το λαιμό! Προχωρώντας το ξίφος έφτασε κοντά στο στήθος του. Τότε ο Ιωάννης, γεμάτος αγωνία, καλούσε σε βοήθεια προς όλες τις μεριές. Από το φόβο και την τρομάρα, πού πήρε, κι από το φρικτό εκείνο αγώνα, ξύπνησε έκπληκτος και ταραγμένος. Έκανε το Σταυρό του καί είπε:
- Σ' ευχαριστώ, όνειρο, πού το φοβερό αυτό αγώνα τον έκανες φανταστικά μονάχα.
Μα καί πάλι έμεινε ο ίδιος κι αδιόρθωτος. Να όμως, πού, μετά από κάμποσο καιρό, αρρώστησε βαριά. Καί πάνω στην αρρώστια του, ζητούσε τη βοήθεια του Θεού.
Τότε πάλι βλέπει -όχι στ' όνειρό του τώρα, αλλά πέφτοντας σε έκσταση— ότι στεκόταν σε βήμα σεκρετικό ή μάλλον δικαστικό. Σ' αυτό το βήμα, πάνω σε θρόνο, έβλεπε να κάθεται ένας φοβερότατος βασιλιάς, ντυμένος στολή αρχιερατική καί βασιλική μαζί. Δεξιά κι αριστερά του κάθονταν κάποιοι σεβάσμιοι άνδρες, ενώ ο ίδιος στεκόταν χαμηλότερα και τους κοίταζε. Στα δεξιά του βασιλιά ήταν κάποιοι ωραίοι ευνούχοι. Και στ' αριστερά του κάποιος άλλος, πιο ταπεινός και καταδεκτικός. Πίσω απ’ το βασιλιά ήταν ένα βάραθρο βαθύ και σκοτεινό τόσο, πού, και να το έβλεπες μόνο, σε κυρίευε φόβος μεγάλος.
Ενώ λοιπόν ο Ιωάννης στεκόταν εκεί έντρομος, του λέει ο βασιλιάς:
— Άραγε ξέρεις, παλληκάρι μου, ποιος ειμ' εγώ;
— Ξέρω, Δέσποτα, αποκρίθηκε ο Ιωάννης. Είσαι ο Υιός του Θεού και Θεός, πού σαρκώθηκε για μας, καθώς οι θείες Γραφές μας αναφέρουν.
- Αφού από τις Γραφές, καθώς λες, με γνωρίζεις, ασφαλώς γνωρίζεις κι αυτούς πού κάθονται εδώ, μαζί μου. Πώς όμως ξέχασες την απειλή εκείνη του βασιλιά Κωνσταντίνου; Ή μήπως δεν ξέρεις για ποιο πράγμα σου μιλάω;
— Ξέρω, Δέσποτα. Αφού κάτι από το φόβο, πού δοκίμασα τότε, έχει μείνει ακόμα μέσα μου.
- Αν νιώθεις ακόμα μέσα σου το φόβο εκείνο, τότε γιατί επιμένεις στα ολέθρια για σένα; Μάθε λοιπόν τώρα στην πράξη πως έκανες λάθος. Δεν ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, πού σ' έκανε να δοκιμάσεις εκείνο το φοβερό βασανιστήριο. Εγώ ήμουν και τότε.
Αυτά είπε ο βασιλιάς. Κι αμέσως, μ' ένα νεύμα, πρόσταξε τους παρευρισκόμενους να πετάξουν τον Ιωάννη στο βάραθρο, πού ήταν πίσω.
Εκείνος, καθώς τον έσερναν χωρίς έλεος, έκλαιγε γοερά καί ζητούσε τη βοήθεια της Θεοτόκου. Ξαφνικά του φάνηκε πως την είδε κι εκείνη, κάπου εκεί ανάμεσα, καί μετά άκουσε τη φωνή του βασιλιά να λέει:
— Αφήστε τον να φύγει, για χάρη της Μητέρας μου, πού με παρακάλεσε!
Στο σημείο αυτό η οπτασία εξαφανίστηκε. Κατατρομαγμένος ο Ιωάννης, αφού μάζεψε το μυαλό του, έτρεξε σ' έναν ευλαβή μοναχό και του διηγήθηκε το παράδοξο όραμα πού είδε. Και ο μοναχός του είπε:
— Δόξασε το Θεό, παιδί μου, πού σ' αξίωσε να πάρεις ένα τέτοιο δίδαγμα. Ξύπνα λοιπόν, αδελφέ μου, μην πάθεις κι εσύ όμοια μ' αυτά πού θα σου διηγηθώ. Γιατί παρόμοια με τη δική σου οπτασία είδε κι ένας άλλος. Είδε κάποιον Γεώργιο, πού ήταν πρώτος από τους προϊσταμένους των βασιλικών σεκρέτων, να είναι δέσμιος και να οδηγείται με τη βία σ' ένα φοβερό χάσμα, όπου έμελλε να ριχτεί. Κάποιος τότε παρουσιάστηκε εκεί, και με παρρησία εμπόδισε εκείνους, πού τον έσερναν προς το χάσμα, να τον ρίξουν μέσα. Τους παρακάλεσε μάλιστα να τον αφήσουν ελεύθερο μέχρι είκοσι μέρες, καί τους έδινε εγγύηση πως θα διορθωθεί. Εκείνοι, με την εγγύηση αυτή, ελευθέρωσαν τον Γεώργιο. Μόλις είδε αυτό το όραμα εκείνος ο άνθρωπος και κατάλαβε τη σημασία του, έτρεξε και το φανέρωσε στο Γεώργιο, πού ήταν φίλος του. Εκείνος άκουσε τα καθέκαστα, μα τα θεώρησε ανοησίες, κι έμεινε ο ίδιος κι αδιόρθωτος. Πέρασαν οι είκοσι μέρες καί — αλίμονο! — ο Γεώργιος έφυγε ξαφνικά από τη ζωή αυτή, πηγαίνοντας πραγματικά, καί οριστικά τώρα, να πληρώσει το χρέος, σύμφωνα με τη δοσμένη υπόσχεση.
Αυτά διηγήθηκε ο μοναχός, συμπληρώνοντας όσα του είπε ο Ιωάννης. Κι εκείνος, ακούγοντάς τα κι έχοντας ακόμα ζωντανά στο νου του όσα είδε, εξομολογήθηκε χωρίς ντροπή όλα του τα αμαρτήματα κι άλλαξε τη ζωή του προς το καλύτερο.
Έζησε θεάρεστα πολλά ακόμα χρόνια. Κι όταν κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, πήγε στις μονές του Κυρίου.
Πηγή: «Διηγήσεις φοβερές και ωφέλιμες» - Εκδ. Ι.Μ. Παρκλήτου Ωρωπού Αττικής

Δεν υπάρχουν σχόλια: