Γράφει ο Μέγας Γρηγόριος στους Διάλογους του, ότι στην θάλασσα τσακίσθηκε ένα καράβι, το οποίο είδαν από μακριά οι άνθρωποι της πόλεως, από την οποία ήταν οι ναύτες. Νομίζοντας δε, ότι επνίγησαν όλοι, ελειτούργησε ένας ιερέας για έναν αδελφό του, πού ήταν μέσα εις το καράβι καί τον εμνημόνευσε ως αποθαμμένον...
Την επομένη είδε τον αδελφό του καί ήλθε ζωντανός στο σπίτι του. Όταν τον ερώτησε, πώς εγλύτωσε από τον κίνδυνο, αποκρίθηκε: «Καθώς τσακίσθηκε το πλοίο άρπαξα ένα σανίδι καί έπλεα με εκείνο όσο μπορούσα. Έπειτα από ώρα πολλή ατόνησα καί δεν μπορούσα πλέον να κολυμπώ. Τότε βλέπω έναν θαυμάσιο νέο καί μου δίνει ένα ψωμί ωραιότατο καί μου λέγει να το φάω. Μόλις το έφαγα, επήρα τόση δύναμη καί δεν αισθανόμουν πλέον τον κόπο καθόλου, έως ότου —με την θεία βοήθεια— έφθασα εις τη στεριά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου