* Μία ευσεβής γυναίκα αναφέρει πως ο σύζυγός της ήταν στη Ρωσία καί πέθανε εκεί. Η ίδια όμως δεν γνώριζε τον θάνατό του. Ο Γέροντας με τη διόρασή του, γνώριζε τον θάνατό του, και κάποια ημέρα είπε στη σύζυγό του: «Μου χρωστάς τρεις πήχες σάβανο». Δεν της απεκάλυψε όμως τον λόγο, για να μη τη λυπήσει. Μετά από αρκετό καιρό, σε κάποια λειτουργία, μνημόνευσε: «Μαρίας καί των τέκνων». Δίχως ν' αναφέρει τ' όνομα του συζύγου της. Όταν πήγε στο σπίτι της σκέφθηκε, γιατί δεν τον μνημόνευσε καί τον σύζυγό της Σάββα. Όταν μετά μερικές ημέρες πήγε πάλι στο μοναστήρι και ήταν και άλλοι παρόντες ο Γέροντας με τρόπο της απεκάλυψε τον θάνατο του συζύγου της. Η ίδια, καθώς διηγείται, τον έβλεπε ως λειτουργό να μην πατά στη γη.
* Μία ευλαβής γυναίκα μόλις ο σύζυγός της έφευγε για δουλειές του στη Δράμα, εκείνη ανηφόριζε βιαστικά για το μοναστήρι, για να προλάβει την ακολουθία, πού τελείωνε πάντοτε πριν ξημερώσει.
Μια ημέρα που έφυγε ο σύζυγός της με φορτωμένο το αμάξι του με ξύλα, έτρεξε στην Εκκλησία του μοναστηρίου. Στάθηκε σε μια γωνιά πίσω από το παγκάρι καί άρχισε θερμή την προσευχή της. Ήταν χρόνια δύσκολα, Βουλγαρική κατοχή... Στό τέλος της Θ. Λειτουργίας πήγε τελευταία να πάρει αντίδωρο. Σκύβει τότε λίγο ο Γέροντας και της λέγει χαμηλόφωνα: «Η Παναγία, κόρη μου, άκουσε την προσευχή σου καί έσωσε τον άνδρα σου από μεγάλο κίνδυνο!..». Έφυγε σκεφτική καί με κάποια αγωνία πότε να βραδιάσει, να επιστρέψει ο σύζυγος στο σπίτι και να μάθει τι του είχε συμβεί. Παράλληλα όμως δόξαζε τον Θεό κι ευχαριστούσε με την καρδιά της την Παναγία για τη μεγάλη χάρη που της έκανε.
Με πολλή συγκίνηση της διηγήθηκε το βράδυ ο σύζυγός της πώς γλίτωσε ως εκ θαύματος. Παρά λίγο να τον τουφεκίσουν δύο δασικοί —ένας Έλληνας κι ένας Βούλγαρος- αν ανακάλυπταν κάποιο ξύλο απαγορευμένο που είχε κρύψει κάτω από τα κοινά καυσόξυλα και που του χρειαζόταν για την δουλειά του.
Τον σταμάτησαν έξω από το χωριό και του επέβαλαν να ξεφορτώσει τα ξύλα. Μια, δυο, τρεις σειρές. Υπολείπετο μία, για να φανεί το κρυμμένο, και το αποτέλεσμα ήταν γνωστό... Ξαφνικά στρέφεται ο Βούλγαρος και λέγει στον σύντροφό του. «Τι τον ταλαιπωρούμε τον άνθρωπο δεν θα έχει τίποτε ύποπτο». Και απευθυνόμενος προς τον αγωγιάτη που εξωτερικά διατηρούσε ακόμη την ψυχραιμία του, του είπε να φορτώσει πάλι και να φύγει. Ο ίδιος γνώριζε τα Βουλγαρικά, γιατί ήταν πρόσφυγας από τη Στενήμαχο της "Ανατολικής Ρωμυλίας".
Από το βιβλίο «Ο Μακάριος Γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης» του μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
Μια ημέρα που έφυγε ο σύζυγός της με φορτωμένο το αμάξι του με ξύλα, έτρεξε στην Εκκλησία του μοναστηρίου. Στάθηκε σε μια γωνιά πίσω από το παγκάρι καί άρχισε θερμή την προσευχή της. Ήταν χρόνια δύσκολα, Βουλγαρική κατοχή... Στό τέλος της Θ. Λειτουργίας πήγε τελευταία να πάρει αντίδωρο. Σκύβει τότε λίγο ο Γέροντας και της λέγει χαμηλόφωνα: «Η Παναγία, κόρη μου, άκουσε την προσευχή σου καί έσωσε τον άνδρα σου από μεγάλο κίνδυνο!..». Έφυγε σκεφτική καί με κάποια αγωνία πότε να βραδιάσει, να επιστρέψει ο σύζυγος στο σπίτι και να μάθει τι του είχε συμβεί. Παράλληλα όμως δόξαζε τον Θεό κι ευχαριστούσε με την καρδιά της την Παναγία για τη μεγάλη χάρη που της έκανε.
Με πολλή συγκίνηση της διηγήθηκε το βράδυ ο σύζυγός της πώς γλίτωσε ως εκ θαύματος. Παρά λίγο να τον τουφεκίσουν δύο δασικοί —ένας Έλληνας κι ένας Βούλγαρος- αν ανακάλυπταν κάποιο ξύλο απαγορευμένο που είχε κρύψει κάτω από τα κοινά καυσόξυλα και που του χρειαζόταν για την δουλειά του.
Τον σταμάτησαν έξω από το χωριό και του επέβαλαν να ξεφορτώσει τα ξύλα. Μια, δυο, τρεις σειρές. Υπολείπετο μία, για να φανεί το κρυμμένο, και το αποτέλεσμα ήταν γνωστό... Ξαφνικά στρέφεται ο Βούλγαρος και λέγει στον σύντροφό του. «Τι τον ταλαιπωρούμε τον άνθρωπο δεν θα έχει τίποτε ύποπτο». Και απευθυνόμενος προς τον αγωγιάτη που εξωτερικά διατηρούσε ακόμη την ψυχραιμία του, του είπε να φορτώσει πάλι και να φύγει. Ο ίδιος γνώριζε τα Βουλγαρικά, γιατί ήταν πρόσφυγας από τη Στενήμαχο της "Ανατολικής Ρωμυλίας".
Από το βιβλίο «Ο Μακάριος Γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης» του μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου