Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, μέσω (και) της ποίησης, μας χαρίζει ως πνευματική κληρονομιά την δική του θεία εμπειρία. Ακολουθεί απόσπασμα από ύμνο του αγίου, με θέμα «σε ποιους φανερώνεται ο Θεός και ποιοι κάνουν συνήθειά τους το καλό με την εκτέλεση των εντολών» .
«Πως βλέπεις ενώ είσαι κρυμμένος, πως εποπτεύεις τα πάντα,
πως ενώ εμείς δεν σε βλέπουμε, Εσύ μας βλέπεις όλους;
Δεν αναγνωρίζεις όμως, Θεέ μου, όλους όσους βλέπεις
αλλά μόνο όσους σε αγαπούν αγαπάς κι αναγνωρίζεις
Είσαι ήλιος κρυμμένος για όλη την ανθρώπινη φύση
κι ανατέλλεις στους δικούς σου κι αυτοί σε βλέπουν
κι ανατέλλουν σ’ εσένα όσοι ήταν πρώτα στο σκοτάδι,
πόρνοι, μοιχοί και άσωτοι, αμαρτωλοί, τελώνες.
Όταν μετανιώσουν γίνονται γιοί του θείου σου φωτός.
Το φως γεννά φως, είναι λοιπόν και αυτοί ζωή,
όπως έχει γραφεί, τέκνα Θεού και θεοί κατά χάρη.
Όσοι φυλάξουν καλά τις θεϊκές εντολές σου,
όσοι αρνηθούν τον μάταιο κόσμο και πλάνο,
όσοι μισήσουν, χωρίς μίσος όμως, γονείς και αδέλφια,
θεωρώντας τους σαν ξένους και παροδίτες της ζωής,
όσοι μείνουν γυμνοί από πλούτο και χρήματα
και το δεσμό τους με τα πάθη αρνηθούν τέλεια,
όσοι την κούφια δόξα και τους επαίνους των ανθρώπων
διώξουν με βδελυγμία απ’ την ψυχή για χάρη της άνω δόξας,
όσοι έκοψαν ολότελα το δικό τους θέλημα
και συμπεριφέρονται όπως άκακα πρόβατα στους ποιμένες,
όσοι νέκρωσαν το σώμα τους για κάθε κακή πράξη
χύνοντας ιδρώτες στους μόχθους των αρετών
και ζουν μόνο στο θέλημα του κυβερνήτη,
νεκρωμένοι με την υπακοή και πάλι ξαναζώντας,
όσοι από φόβο Θεού και μνήμη του θανάτου
χύνουν δάκρυα κάθε νύχτα και κάθε μέρα
και πέφτουν νοερά στα πόδια του Δεσπότη
ζητώντας έλεος και συγχώρηση των σφαλμάτων,
αυτοί αποχτούνε το καλό θρηνώντας σε όλη
την εργασία των καλών την κάθε μέρα
κι επίμονα χτυπώντας αποσπούν το έλεος.
Αυτοί με αδιάκοπες δεήσεις και φωνές ανεκλάλητες
Και με τη ροή των δακρύων καθαίρουν την ψυχή.
Και βλέποντάς την να καθαίρεται
ο πόθος τους παίρνει φωτιά κι ανάβει η επιθυμία τους
για να τη δούνε τέλεια καθαρμένη.
Επειδή όμως είναι ανίσχυροι να βρουν το τέλος
του φωτός, η κάθαρσή τους μένει ανολοκλήρωτη.
Γιατί όσο και αν καθαρθώ και λάμψω ο δύστυχος,
όσο κι αν δω το Πνεύμα που με καθαίρει,
πάντα νομίζω είναι η αρχή του καθαρμού και της θέας.
Σε βυθό απεριόριστο και σε ύψος αμέτρητο
ποιος μπορεί να βρει τη μέση ή το τέλος;
Ξέρω πως είναι πολύ, πόσο ακριβώς δεν γνωρίζω·
επιθυμώ το περισσότερο και στενάζω συνέχεια
και αν και το θεωρώ πολύ, είναι λίγο ότι μου δόθηκε,
όσο φαντάζομαι αυτό που υπάρχει μακριά από μένα,
που το ποθώ βλέποντάς το και νομίζω ότι δεν έχω τίποτε,
αφού δεν έχω συνείδηση για τον πλούτο που μου δόθηκε».
(Απόσπασμα από τον Ύμνο Η’, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Φ. ΕΠΕ 19 Ε, σελ. 94).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου