6 Απριλίου 2020

Το Ιερό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 6 άτομα
Καθημερινά, πολλά σπουδαία γεγονότα τελούνται παγκοσμίως, που έχουν να κάνουν με επιστημονικές έρευνες και σπουδαίες εφευρέσεις, όμως το μακράν σπουδαιότερο τελούμενο γεγονός επί της γης, είναι η Θεία Λειτουργία που τελείται στους Ορθοδόξους χριστιανικούς Ναούς. Είτε αυτοί είναι μεγαλοπρεπείς, είτε είναι ένα απομακρυσμένο εξωκλήσι πάνω στο βουνό. Και αυτό διότι, στο Μυστήριο πρωταγωνιστεί η παρουσία του ίδιου του Ιησού Χριστού και Θεού μας!!! Διότι η Ορθοδοξία φυλλάτει την Αλήθεια περί της υπάρξεως και της Αποκάλυψης του Θεού!!!
Eάν γνωρίζαμε τι ακριβώς συμβαίνει κατά την διάρκεια της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας, θα συμμετείχαμε με χαρά αδιαλείπτως, χωρίς να μας σκανδαλίζει η όποια αμαρτωλότητα προσώπων. Όλοι άνθρωποι είμαστε και αμαρτάνουμε. Εφόσων μας ανέχεται ο Θεός όλους μας, ποιο ο λόγος εμείς να παραμένουμε απόμακροι και κατήγοροι της Αλήθειας του Θεού; Δεν θα κρίνουμε εμείς την αμαρτωλότητα του άλλου, διότι αυτός μπορεί να μετανοήσει και να σωθεί, ενώ εμείς να μείνουμε μακρυά από τον Θεό κατακρίνοντας τους συνανθρώπους μας...

Το Μυστήριο της Θείας Λειτουργίας είναι Θαύμα Θαυμάτων. Ο Ιερέας εισέρχεται στο Άγιο Βήμα. «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν άγιόν σου εν φόβω σου». Προσκυνεί και ασπάζεται την Αγία Τράπεζα και το Ευαγγέλιο. Ντύνεται τα άμφια λέγοντας χαμηλόφωνα στίχους των ψαλμών. Νύπτει τα χέρια του και στέκεται μπροστά στην Πρόθεση όπου προσφέρονται οι άρτοι, τα Τίμια Δώρα, διότι με αυτά και με το Ευαγγέλιο εμφανίζεται ο Χριστός στους πιστούς. Γίνεται η Προσκομιδή, που αναπαριστά τη Γέννηση του Χριστού, όπως αποκαλύφθηκε στους Αγγέλους και σε Αγίους ανθρώπους. Από το πρόσφορο αποκόπτει το κομμάτι που είναι σφραγισμένο με το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού, όπως εκείνος γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία και ως Αμνός θυσιάστηκε. Χρησιμοποιεί λόγια του Προφήτη Ησαΐα, που προείδε τη Γέννηση και τη Θυσία Του. Χύνει νερό και κρασί στο Άγιο Ποτήριο και από το πρόσφορο κόβει ένα κομμάτι προς τιμήν της Παναγίας και το τοποθετεί στα δεξιά του Αγίου Άρτου, λέγοντας προφητικά λόγια. Από το πρόσφορο αποκόπτει με την λόγχη εννέα μερίδες, στη μνήμη των Αγίων, τοποθετούμενες σε τρεις σειρές. Η πρώτη τιμή και μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, η δεύτερη των Προφητών, η τρίτη των Αποστόλων, η τέταρτη των Αρχιερέων, η πέμπτη των Μαρτύρων, η έκτη των Οσίων Θεοφόρων Πατέρων και Μητέρων, η εβδόμη εις μνήμην των Θαυματουργών και Αναργύρων, η όγδοη των Προπατόρων Ιωακείμ και Άννης και του Αγίου της ημέρας και η ένατη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ή του Αγίου Βασιλείου, αναλόγως της λειτουργίας που τελείται. Οι εννέα μερίδες αποθέτονται στο Δισκάριο, αριστερά του Αγίου Άρτου. Ο Χριστός εμφανίζεται ανάμεσα στους Αγίους Του. Από την προσφορά ξεχωρίζει μερίδες για τους Πατριάρχες, Ιεράρχες, τους Ορθοδόξους Χριστιανούς και όσους μνημονεύονται ιδιαιτέρως. Βγάζει μερίδες για τους κεκοιμημένους. Συνάζεται όλη η Εκκλησία στο δισκάριο. Η Θριαμβεύουσα στους Ουρανούς και η στρατευομένη στη γή. Ο Ιερέας υποκλίνεται μπροστά στη Σάρκωση του Χριστού και θυσιάζει. Η Πρόθεση γίνεται το Σπήλαιο της Βηθλεέμ. Στο δισκάριο τοποθετείται ο Αστερίσκος ως ενθύμιο του αστέρα που οδήγησε τους Μάγους στη φάτνη. Τα δώρα σκεπάζονται. Υποκλίνεται όπως οι Ποιμένες και οι Μάγοι και θυμιάζει, θυμίζοντας την οσμή από το λιβάνι και τη σμύρνα που προσφέρθηκαν στο Θείο Βρέφος, μαζί με το χρυσό. Θυμιάζει και την Αγία Τράπεζα και εξέρχεται από το Ιερό Βήμα γεμίζοντας με ευωδία το Ναό, χαιρετίζοντας όλους όσους ήρθαν στο Δείπνο της αγάπης. Θυμιάζει τις εικόνες τω Αγίων που είναι και αυτοί καλεσμένοι. Μπροστά στην Αγία Τράπεζα παρακαλεί το Άγιο Πνεύμα να κατοικήσει μέσα του, λέγει τον ύμνο των Αγγέλων, με τον οποίο χαιρέτησαν την Γέννηση του Χριστού. Ανοίγει το παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης. Ασπάζεται το Ευαγγέλιο, την Αγία Τράπεζα. Στο ίδιο διάστημα έχει διαβαστεί από τους Ιεροψάλτες ο Εξάψαλμος και ψάλλονται τα ημερίσια Απολυτίκια, Καθίσματα, Κανόνες, αναγιγνώσκεται το συναξάρι, ψάλλονται οι Καταβασίες, εξυμνείται η Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, η Θεοτόκος, και ακολουθούν τα Εξαποστειλάρια, οι Αίνοι, το Δοξαστικό, η Δοξολογία του Τριαδικού Θεού!
Με την επίκληση της Αγίας Τριάδας, που η Ενανθρώπηση του Θεού απεκάλυψε στον κόσμο, αρχίζει η Θεία Λειτουργία. Ευθύς με τις αιτήσεις που ονομάζονται Ειρηνικά, προτρέπονται οι εκκλησιαζόμενοι σε προσευχή, ζητώντας πρωταρχικά την άνωθεν ειρήνη, και την σωτηρία των ψυχών τους, την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου, για τις αγίες του Θεού Εκκλησίες και την ένωσή τους, για τον ιερό ναό τους και όσους προσέρχονται με πίστη, ευλάβεια και φόβο Θεού, τους άρχοντες, τον Επίσκοπο, τον κλήρο και τον λαό, τον στρατό, την πόλη, το μοναστήρι, την ευκρασία των αέρων, την αφθονία των καρπών της γης, καιρό ειρηνικό, υπέρ των πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων και της σωτηρίας τους, για την απαλλαγή από θλίψη, οργή, κινδύνους, και ανάγκης. Σε κάθε αίτηση οι ψάλτες επαναλαμβάνουν το «Κύριε ελέησον». Και επειδή είναι αδύναμες οι προσευχές μας καλείται η Θεοτόκος και οι Άγιοι. Μας καλεί να προσφέρουμε τον εαυτό μας, ο ένας στον άλλον καθώς κι’ όλη μας τη ζωή στο Χριστό και Θεό μας, όπως έκαναν η Παναγία και οι Άγιοι. Το εκκλησίασμα αποκρίνεται «Σοι Κύριε» και ευθύς δοξολογείται η Αγία Τριάδα.
Ακολούθως, ψάλλονται τα Αντίφωνα παρμένα από τους Ψαλμούς και περιγράφουν προφητικά την έλευση του Υιού του Θεού στον κόσμο. Ταυτόχρονα ο Ιερέας διαβάζει μυστική ευχή. Ανάμεσα σε κάθε Αντίφωνο, υπενθυμίζεται στο εκκλησίασμα να προσευχηθεί ενθυμούμενοι την Παναγία και τους Αγίους να εμπιστεύεται ο ένας τον άλλο, καθώς και όλη μας τη ζωή στον Χριστό, κλείνοντας και αυτή την προσευχή με την δοξολόγηση της Αγίας Τριάδας. Ψάλλονται και οι Μακαρισμοί που αναγγέλουν την αιώνια ζωή από τον Χριστό και ενθυμίζουν ότι μακάριοι είναι αυτοί που έχουν ταπεινό πνεύμα, οι θλιβόμενοι, οι πραείς που αγαπούν και συγχωρούν τα πάντα, αυτοί που επιδιώκουν τη δικαιοσύνη του Θεού, οι ελεήμονες, αυτοί που δεν έχουν πάθη αλλά καθαρή καρδιά, όσοι καταδιώκονται για το δίκαιο, οι αθώοι και αγνοί που συκοφαντήθηκαν, χαιρόμενοι που υπέφεραν για τον Χριστό. Διότι αυτοί μπορούν να ελπίζουν την αιώνια ζωή και θα κληρονομήσουν την Ουράνια Βασιλεία.
Ο Ιερέας παίρνει το Ευαγγέλιο του Σωτήρα Χριστού από την Αγία Τράπεζα και το φέρνει στο μέσον του Ναού, να το δει ο λαός όπως τότε που πρωτοεμφανίσθηκε. Μυστικά παρακαλεί τον Θεό να προστάξει τις Αγγελικές Δυνάμεις να εισέλθουν μαζί του στο Άγιο Βήμα, αναγγέλλοντας στον κόσμο την Σοφία του Ευαγγελίου. Το Ευαγγέλιο αποτίθεται στην Αγία Τράπεζα και ψάλλονται Απολυτίκια της εορτής, των Αγίων της ημέρας που με τον βίο τους έγιναν αυτό που ο Χριστός υπενθυμίζει στους Μακαρισμούς και οδηγήθηκαν στην αθανασία. Ψάλλετε ο Τρισάγιος Ύμνος, και την ίδια στιγμή ο Ιερέας παρακαλεί τον Θεό να δεχθεί τον Ύμνο: «Άγιος ο Θεός» και ομολογείται ο Θεός Πατέρας, «Άγιος Ισχυρός» ο Υιός και Λόγος του Θεού, «Άγιος Αθάνατος», την σκέψη, την θέληση του Θεού, το Άγιο Πνεύμα, καταδεικνύοντας ότι η αιώνια παρουσία του Θεού περικλείει την παρουσία της Αγίας Τριάδας.
Ευθύς αναγιγνώσκεται το Αποστολικό ανάγνωσμα και ο Ιερέας θυμιάζει προετοιμάζοντας την Εκκλησία για την έλευση του Σωτήρος. Μυστικά μέσα στο Άγιο Βήμα εύχεται να λάμψει στην καρδιά και την διάνοιά μας το Ευαγγελικό κήρυγμα που ακούγεται στη συνέχεια, με το οποίο ο Χριστός ομιλεί στο λαό του, διδάσκοντας τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για να γίνουμε κατά χάριν θεοί. Μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου ακούγεται το «Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι» ως ένδειξη ευγνωμοσύνης όσων αξιώθηκαν να ακούσουν το Ευαγγέλιο. Ακολουθεί το κήρυγμα όπως τα πρωτοχριστιανικά χρόνια και στη συνέχεια καλείται το εκκλησίασμα σε προσευχή. «Είπωμεν πάντες εξ’ όλης ψυχής και εξ’ όλης της διανοίας…», σε μια εκτενή ικεσία που ο χορός των ψαλτών λέγει τρεις φορές το «Κύριε ελέησον», συνάμα μυστικά ο Ιερέας προσεύχεται λέγοντας την «ευχή της ικεσίας». Προτρέποντας σε προσευχή για την ανάπαυση των ψυχών των δούλων του Θεού, απαριθμώντας τους κεκοιμημένους με το όνομά τους, ζητώντας συγχώρεση των αμαρτιών τους.
Η Λειτουργία των πιστών αρχίζει. Ο Ιερέας ξετυλίγει πάνω στο Θυσιαστήριο το αντιμήνσιο, που πάνω του εικονίζεται ο ενταφιασμός του Σωτήρος Χριστού. Διαβάζει μπροστά στην Αγία Τράπεζα την ευχή. Θυμιάζεται η Εκκλησία για να ευωδιάζει επειδή θα περάσουν τα Τίμια Δώρα και οι Χριστιανοί να είναι έτοιμοι να υποδεχθούν τον Κύριο. Συνάμα ψάλλεται ο Χερουβικός Ύμνος ώστε «πάσαν βιοτικήν μέριμναν αποθώμεθα...».
Τα Τίμια Δώρα, το Δισκάριο με τον Άρτο και το Άγιο Ποτήριο εξέρχονται και γίνεται η Μεγάλη Είσοδος. Ο Βασιλέας των όλων ως Αμνός τοποθετημένος πάνω σ’ ένα δίσκο πορευόμενος προς το εκούσιο πάθος για χάριν του κόσμου. Οι προσευχόμενοι κλίνουν τον αυχένα. Λέγοντας τα λόγια του Ληστή πάνω στον Σταυρό «Μνήσθιτί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη Βασιλεία Σου». Τα Δώρα αποθέτονται πάνω στην Αγία Τράπεζα, σαν σε μνημείο. Στο απλωμένο αντιμήνσιο εναποθέτει το Άγιο Δισκάριο σα να αποκαθηλώνει το Σώμα του Χριστού από τον Σταυρό. Σκεπάζοντας με τον Αέρα που συμβολίζει το σάβανο που τυλίχθηκε το νεκρό Σώμα του Χριστού.
Κατόπιν προτρέπονται οι πιστοί να προσευχηθούν για την προσφορά των Τιμίων Δώρων. Στις αιτήσεις ζητείται η βοήθεια αγγέλου και η συγχώρηση των αμαρτιών, να παρασχεθεί ότι είναι ωφέλιμο και αναγκαίο στον κόσμο για τον υπόλοιπο χρόνο και τα τέλη της ζωής, ακολουθώντας το παράδειγμα της Παναγίας και των Αγίων, αναφωνώντας «Σοι, Κύριε» και εκφωνώντας ο Ιερέας «Δια των οικτιρμών… του Υιού… και του Αγίου Πνεύματος».
Ο Ιερέας απευθύνει στο εκκλησίασμα τον χαιρετισμό του Χριστού: «Ειρήνη πάσι». Τους προσκαλεί σε αμοιβαία αγάπη: «Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν…». Γιατί χωρίς να αγαπάμε ο ένας τον άλλον είναι αδύνατον να αγαπήσουμε «Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Ο Ιερέας υποκλίνεται εμπρός στην Αγία Τράπεζα και λέγει μυστικά: «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου. Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου». Ασπάζεται το Άγιο Δισκοπότηρο, την άκρη της Αγίας Τραπέζης, τους συλλειτουργούς: «Ο Χριστός εν μέσω ημών… και έστι και έσται». Κατόπιν αναφωνείται στους πιστούς: «Τας θύρας, τας θύρας…». Οι πύλες της καρδιάς, των χειλέων, των αυτιών, πρέπει να προσέξουν, το σύμβολο της πίστεως που απαγγέλλεται διαβαστά. Ο Ιερέας, μυστικά λέγει το «Πιστεύω εις Έναν Θεόν…», κουνώντας τον Αέρα πάνω από τα Τίμια Δώρα και υπενθυμίζει ότι ενώπιον του Θεού: «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου, πρόσχωμεν την αγίαν αναφοράν εν ειρήνη προσφέρειν». Οι πιστοί, μέσω των ψαλτών, προσφέρουν ως θυσία «Έλαιον ειρήνης, θυσίαν αινέσεως». Ο Ιερέας σηκώνει τον Αέρα πάνω από τα Τίμια Δώρα και χαιρετίζει το λαό με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού, και η αγάπη του Θεού και Πατρός, και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών», και οι ψάλτες αποκρίνονται: «και μετά του πνεύματός σου».
Κατόπιν, το Άγιο Βήμα που συμβόλιζε το σπήλαιο που γεννήθηκε ο Χριστός, γίνεται το ανώγαιο, ο χώρος που τελέσθηκε ο Μυστικός Δείπνος. Το Θυσιαστήριο είναι το τραπέζι. Οι πιστοί είναι οι Μαθητές. Ο Ιερέας τους καλεί: «Άνω σχώμεν τας καρδίας», διότι έρχεται ο Αμνός να θυσιασθεί για τον καθένα και το αίμα Του είναι έτοιμο να χυθεί στο Ποτήριο. Το εκκλησίασμα, διά των ψαλτών, ανακράζει «Έχομεν προς τον Κύριον». Όπως ο Χριστός, ευχαριστούσε τον Θεό Πατέρα πριν κόψει το ψωμί, στο Μυστικό Δείπνο, έτσι και ο Ιερέας λέγει: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και προσεύχεται μυστικά καθώς ο χορός των ψαλτών απαντά: «Άξιον και δίκαιον». Τελειώνοντας την προσευχή αυτή ο Ιερέας εκφωνεί: «Τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεκραγότα και λέγοντα» και ψάλλεται το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου…», με αυτό τον Ύμνο προϋπαντήθηκε ο Χριστός μπαίνοντας στα Ιεροσόλυμα: «Ωσανά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου…». Ομοίως και το εκκλησίασμα υποδέχεται τον Ιησού Χριστό καθώς κατέρχεται αοράτως στο Ναό, σαν μια μυστική Ιερουσαλήμ, να προσφερθεί θυσία στο μαρτύριο της Θείας Λειτουργίας. Ο Ιερέας ψιθυρίζει την ευχή που καταλήγει στα λόγια τα ίδια του Χριστού: «Λάβετε φάγετε, τούτο μου εστί το Σώμα…», και «Πιέτε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το Αίμα μου». Η στιγμή της Θυσίας φθάνει. Το Άγιο Βήμα και η Αγία Τράπεζα μεταβάλλονται και το τραπέζι του Μυστικού Δείπνου, γίνεται ο Γολγοθάς όπου: «Τα σα εκ των σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Τότε ψάλλεται το «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοί ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά Σου, ο Θεός ημών». Την στιγμή αυτή τελείται πάνω στο Ιερό Θυσιαστήριο, η ιερότερη και η πιο μυστηριώδης πράξη. Ο άρτος και ο οίνος που συμβόλιζαν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, έγιναν αληθινά Σώμα και Αίμα Χριστού. Ο Ιερέας επικαλείται το Άγιον Πνεύμα και εν συνεχεία προφέρει τα λόγια της καθαγιάσεως του μυστηρίου τούτου, ευλογώντας τον Άγιο Άρτο και το Ποτήριο: «Μεταβαλών τω Πνεύματί Σου τω Αγίω». Η μετουσίωση των Τιμίων Δώρων συντελέσθηκε καθώς και η Θυσία του ίδιου του Χριστού που βρίσκεται πάνω στην Αγία Τράπεζα. Οι πιστοί εκείνη την φρικτή στιγμή είναι σκυμμένοι γονατιστοί ζητώντας την αιώνια σωτηρία τους και αυτός είναι ο λόγος που ο Ιερέας παρακαλεί τον Χριστό να παράσχει το Σώμα και το Αίμα Του στους πιστούς. Μπροστά στον θυσιασμένο Χριστό μνημονεύει όλα τα μέλη της Εκκλησίας σε ουρανό και γη. Τους Πατριάρχες και Προφήτες μέχρι και τον καθένα Χριστιανό. Εξαιρέτως την Παναγία, για την οποία οι ψάλτες ψάλλουν για εκείνη τον Ύμνο: «Άξιον εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον…». Ο Ιερέας με μια σιωπηλή δέηση μνημονεύει τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τους Αποστόλους, τους Αγίους της ημέρας εκείνης και όλους τους Αγίους, τους κεκοιμημένους, τους ζώντες, τους άρχοντες της πολιτείας, τις αρχές, τον στρατό, τον Αρχιεπίσκοπο και οι ψάλτες συμπληρώνουν: «Και πάντων και πασών». Ο Ιερέας προσεύχεται για όλους. Την πόλη, το λαό, τους πιστούς, τους πλέοντες, τους οδοιπορούντες, τους ασθενείς, τους υποφέροντες, τους αιχμαλώτους. Προσεύχεται για τη σωτηρία τους, την πνευματική καρποφορία τους. Προσεύχεται και για όσους τα ονόματά τους ζητήθηκε να μνημονευθούν καθώς και όσους γνωρίζει, ακόμα και τους εχθρούς. Διότι όλοι πρέπει να είναι ενωμένοι σε ένα σώμα και ένα πνεύμα: «Και δος ημίν εν ενί στόματι και μιά καρδία δοξάζειν και ανυμνείν…». Στέλνοντας την ευχή της ευλογίας σε όλους: «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος υμών Ιησού Χριστού μετά πάντων υμών». Τις προσευχές για τα μετουσιωμένα Δώρα ώστε: «…ο φιλάνθρωπος Θεός ημών, ο προσδεξάμενος αυτά εις το άγιον και υπερουράνιον και νοερόν αυτού θυσιαστήριον, εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, αντικαταπέμψη ημίν την θείαν χάριν και την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος δεηθώμεν».
Εν συνεχεία απαγγέλετε το «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…» διότι όταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι παρεκάλεσαν τὸν Χριστό: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι…» τότε ὁ Κύριος τοὺς παρέδωσε αυτή τὴν Κυριακὴ προσευχή. Ο Ιερέας χύνει θερμὸ νερὸ μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία.
O λειτουργὸς εν συνεχεία, θὰ κοινωνήσει ὁ ἴδιος, προσκαλώντας τοὺς πιστοὺς στὰ θεῖα Μυστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους ανεξαιρέτως ἡ θεία Μετάληψη, ἐκφωνεῖ: «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις». Όποιος εἶναι ἅγιος. Γιατὶ τὰ ἅγια ἐπιτρέπονται μόνο στοὺς ἁγίους. Ενοώντας εκείνους ποὺ ἀγωνίζονται νὰ φτάσουν στην αγιότητα. Διότι είναι πρέπων να κοινωνούν τακτικά οι πιστοί, αφού γι’ αυτούς γίνεται η Θεία Λειτουργία, όμως η συχνὴ θεία Κοινωνία, προϋποθέτει συνεχῆ πνευματικὸ ἀγῶνα, νήψη-προσευχή, μετάνοια-ἐξομολόγηση κ.λπ. Στὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα, «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοὶ ἀποκρίνονται: «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Γιατὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα ἀπὸ μόνος του, οὔτε εἶναι καὶ κατόρθωμα τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλά, ὅλοι ἀπὸ τὸν Χριστό τὴν ἀντλοῦν. Ο μόνος Ἅγιος, είναι ὁ Χριστός.
Ο ἱερέας προσκαλεῖ τους πιστούς νὰ προσέλθουν «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως και αγάπης» και να κοινωνήσουν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Η Θεία Κοινωνία εἰσέρχεται πρῶτα στὴν ψυχὴ κι ἐκεῖ πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό. Ἀφοῦ κοινωνήσουν εὔχονται νὰ παραμείνει μέσα τους ὁ ἁγιασμὸς ποὺ ἔλαβαν, καὶ νὰ μὴν προδώσουν τὴ χάρη, οὔτε νὰ χάσουν τὴ δωρεά, ευχαριστούν μὲ ζῆλο τὸ Θεὸ γιὰ τὴ θεία Μετάληψη… «Ὀρθοί... ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Οι πιστοὶ, δοξολογοῦν τὸ Θεό, ποὺ εἶναι αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων τῶν ἀγαθῶν: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος». Ο ἱερέας βγαίνει μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἀπευθύνει τὴν τελευταία εὐχή: «Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν...». Ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μᾶς σώσει μὲ τὸ ἔλεός Του, μνημονεύοντας πολλοὺς ἁγίους καὶ ἰδιαίτερα τὴν Παναγία.
Ο λειτουργὸς μοιράζει τὸ ἀντίδωρο σε αυτούς που δεν κοινώνησαν. Αντί δώρου. Αὐτὸ ἔχει ἁγιαστεῖ, καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ ἄρτο, ποὺ προσφέραμε στὸ Θεὸ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Οἱ πιστοὶ παίρνουν μὲ εὐλάβεια τὸ ἀντίδωρο, φιλώντας τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἱερέα. Γιατὶ αὐτὸ τὸ χέρι, μόλις πρίν, ἄγγιξε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέχτηκε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὸν μεταδίδει τώρα σὲ ὅσους τὸ ἀσπάζονται.
Γιὰ ὅλα αὐτά, λοιπόν, στὸ Χριστό, στὸν ἀληθινὸ Θεό μας, πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ πανάγιο Πνεῦμα Του, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στὴν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα. Ἀμήν.
Βιβλιογραφία:
α) Η ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας – Αγίου Νικολάου Καβάσιλα,
β) Θεία Λειτουργία – Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης κ. Διονυσίου,
γ) Νικολάι Γκόγκολ – Στοχασμοί στη Θεία Λειτουργία.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ο αναξίως γράφων στρ.ανδ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πίστη, προσευχή και Θεία Κοινωνία.