- Οι τσέτες! Οι τσέτες!
Ουρλιαχτό τρόμου απ’ άκρη σ’ άκρη στην Τσατάλτσα.
- Οι τσέτες! Βγάτε στο βουνό, Χριστιανοί! Χαλασμός στη μικρή κωμόπολη της επαρχίας Αμισού (Σαμψούντα) στον Πόντο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι φανατισμένοι εθνικιστές του Τοπάλ-Οσμάν έμπαιναν στην Τσατάλτσα. Ορκισμένοι εχθροί των Ελλήνων του Πόντου έπεφταν σα δαιμονισμένο λεφούσι στα γυναικόπαιδα. Έσφαζαν, ατίμωναν, βασάνιζαν, άρπαζαν κι έκαιγαν στο πέρασμά τους. Κι όσο έβλεπαν το αίμα το χριστιανικό να τρέχει, τόσο σκύλιαζαν κι άναβε μέσα τους άγρια η λαχτάρα για πιο φρικιαστικά βασανιστήρια, που ανθρώπου νους αδυνατεί να συλλάβει.
Τούτη τη φορά όμως, που οι τσέτες φάνηκαν από μακριά μέσα στον κάμπο, η επιδρομή έδειχνε να ’ναι η τελειωτική. Μέσα σε αλόγων κουρνιαχτό, με ξέφρενους καλπασμούς και βάρβαρες κραυγές ανέβαιναν προς το χωριό οι τσέτες.
- Οι τσέτες! Στο βουνό! Γρήγορα στο βουνό! Ανταριασμένοι τρέχανε οι Χριστιανοί προς το ύψωμα τ’ Άη Γιώργη που θα τους έβγαζε στη δασωμένη μεριά του βουνού. Αλαφιασμένη όρμησε στην αυλή της κι η Ανατολή. Τρελή από την αγωνία αναζήτησε με τη ματιά της το οχτάχρονο βλαστάρι της, τον Ηρακλή της, που ’χε βγει από ώρα για παιχνίδι. Τ’ ανθρώπινο ποτάμι που έτρεχε, την παρέσυρε. Αθέλητα έτρεχε κι αυτή.
- Ηρακλή! Ηρακλή! Έμπηξε φωνή απελπισίας η νέα γυναίκα. Μα τα λόγια της χάνονταν μέσα στα ουρλιαχτά του κόσμου.
- Που είναι το παιδί, Παναγία μου;!... Ηρακλήηη! Η καρδιά της νόμισε θα σπάσει. Φτάσανε στον Άη Γιώργη. Πίσω στον κάμπο οι τσέτες πλησίαζαν. Κατακαημένη Πατρίδα! Ρημαγμένο κορμί του Πόντου! Σταυροκοπήθηκαν οι χωριανοί κι άρχισαν πάλι τρελό τρέξιμο.
- Τρέχα, Ανατολή! Τι κοιτάς; Πάει πιά τη Τσατάλτσα!
Μα πια τίποτα δεν ακούει. Κανέναν δεν βλέπει. Το βλέμμα της αγρίεψε. Της φάνηκε για μια στιγμή πως είδε το βλαστάρι της στα χέρια τους, πως, να, το χτυπούν και το δένουν στα καπούλια των αλόγων τους. Της φάνηκε πως άκουσε τον Ηρακλή της να φωνάζει «μάνα, μάνα, σώσε με!». Της φάνηκε πως… Παραλογίζεται. Αλαλιασμένη παίρνει τον κατήφορο ουρλιάζοντας.
- Ηρακλή! Ηρακλή!
Τη βλέπουν οι χωριανοί, μα που καιρός για χασομέρι. Οι τσέτες καίνε κιόλας τα πρώτα σπίτια. Και αυτή τρέχει πάνω τους. Σε μια στιγμή κουλουριασμένο σ’ ένα χάλασμα δίπλα αντικρίζει το παιδί της. Τα γαλανά ματάκια κατακόκκινα απ’ το κλάμα την κοιτούν με απόγνωση. Ύαινα να ’ταν, δεν θα χιμούσε έτσι. Τον σφίγγει πάνω της.
- Που ήσουν μάνα; Ήρθαν οι τσέτες!
- Τρέχα Ηρακλή μου, και θα γλιτώσουμε.
- Θα μας πιάσουν μάνα! Το μικρό κορμάκι τραντάζεται απ’ το τρέμουλο.
- Όχι πουλί μου. Τρέχα!
Χουφτώνει το χέρι του παιδιού κι ανηφορίζει προς τον Άη Γιώργη. Πίσω τους η Τσατάλτσα καίγεται.
- Παναγία μου, να προλάβουμε! Πιο γρήγορα Ηρακλή!
Τα οχτάχρονα ποδαράκια αδυνατούν να φτάσουν της μάνας το γρήγορο τρέξιμο. Η καρδιά του πάει να σπάσει. Λαχανιασμένος, ιδρωμένος, ξέπνοος από το αγκομαχητό και την αγωνία σέρνεται κυριολεκτικά κρατημένος από το χέρι της. Να, φτάνουν στον Άη Γιώργη. Σε μια στιγμή κοιτάζει πίσω. Προσπαθεί κάτι να πεί, μα η φωνούλα του πνίγεται. Δείχνει με το δάχτυλο. Οι τσέτες τους είδαν!
- Μάνα, ψιθυρίζει μισολιπόθυμος.
- Παναγία μου, σώσε μας! Χανόμαστε!
Ξωπίσω τους χιμούν δυό τσέτες σπιρουνιάζοντας τ’ άλογα. Κι η μάνα η Ανατολή κραυγή από τα σωθικά της βγάζει:
- Τρέχα, Παναγία! Μάνα είσαι κι εσύ. Γλίτωσέ μας!
Βλέπει μπροστά της σχισμή βράχου. Χώνει το παιδί. Μπαίνει η ίδια μπροστά και τραβά με το χέρι της ένα πουρναρόκλαδο για να καλυφθεί. Σπρώχνει το μικρό της πίσω. Μια απαίσια σκέψη τη διαπερνά, καθώς αισθάνεται το σώμα του γιου της βαρύ πάνω στην πλάτη της.
Λές;… Καλύτερα. Καλύτερα νεκρός ο Ηρακλής της παρά στα χέρια τους. Τη λούζει κρύος ιδρώτας. Όμως μένει στητή πιέζοντας προς τα πίσω το παιδί. Ας περάσουν πάνω από το κορμί της. Ζωντανό δεν θα τους το δώσει. Οι στιγμές περνούν βασανιστικά. Οι δυό τσέτες που τους καταδίωξαν βρίσκονται μπροστά της. Η Ανατολή τους κοιτά κατάματα. Δεν δείχνουν όμως να την βλέπουν. Γυρίζουν τα κεφάλια τους δεξιά, αριστερά. Την ψάχνουν; Παίζουν μαζί της; Όχι. Την κοιτούν, αλλά δεν την βλέπουν. Κρατά την αναπνοή της μπρος στο μυστήριο που ζει. Λίγα λεπτά ακόμη και το θαύμα ολοκληρώνεται. Οι τσέτες βρίζοντας απομακρύνονται. Την έχασαν. Άνοιξε η γη και την κατάπιε!
Γύρω της αισθάνεται γαλήνη. Κάνει μισό βήμα μπρος. Ξεσφίγγει το παιδί. Βγαίνει σιγά σιγά από το βράχο. Γυρίζει πίσω κι ακούει τον Ηρακλή της.
- Μάνα μου, το στήθος μου πονά.
Τον παίρνει στην αγκαλιά της και τον ξαπλώνει στο χώμα.
- Ησύχασε πουλί μου.
- Μάνα που είναι οι τσέτες;
- Τους έδιωξε η Παναγία, ψυχή μου. Τους τύφλωσε και τους έδιωξε.
- Ήταν εδώ η Παναγία;
- Εδώ, Ηρακλή μου, την είδα!
Περιοδικό «Προς την ΝΙΚΗΝ» Μάϊος 2009
Ουρλιαχτό τρόμου απ’ άκρη σ’ άκρη στην Τσατάλτσα.
- Οι τσέτες! Βγάτε στο βουνό, Χριστιανοί! Χαλασμός στη μικρή κωμόπολη της επαρχίας Αμισού (Σαμψούντα) στον Πόντο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι φανατισμένοι εθνικιστές του Τοπάλ-Οσμάν έμπαιναν στην Τσατάλτσα. Ορκισμένοι εχθροί των Ελλήνων του Πόντου έπεφταν σα δαιμονισμένο λεφούσι στα γυναικόπαιδα. Έσφαζαν, ατίμωναν, βασάνιζαν, άρπαζαν κι έκαιγαν στο πέρασμά τους. Κι όσο έβλεπαν το αίμα το χριστιανικό να τρέχει, τόσο σκύλιαζαν κι άναβε μέσα τους άγρια η λαχτάρα για πιο φρικιαστικά βασανιστήρια, που ανθρώπου νους αδυνατεί να συλλάβει.
Τούτη τη φορά όμως, που οι τσέτες φάνηκαν από μακριά μέσα στον κάμπο, η επιδρομή έδειχνε να ’ναι η τελειωτική. Μέσα σε αλόγων κουρνιαχτό, με ξέφρενους καλπασμούς και βάρβαρες κραυγές ανέβαιναν προς το χωριό οι τσέτες.
- Οι τσέτες! Στο βουνό! Γρήγορα στο βουνό! Ανταριασμένοι τρέχανε οι Χριστιανοί προς το ύψωμα τ’ Άη Γιώργη που θα τους έβγαζε στη δασωμένη μεριά του βουνού. Αλαφιασμένη όρμησε στην αυλή της κι η Ανατολή. Τρελή από την αγωνία αναζήτησε με τη ματιά της το οχτάχρονο βλαστάρι της, τον Ηρακλή της, που ’χε βγει από ώρα για παιχνίδι. Τ’ ανθρώπινο ποτάμι που έτρεχε, την παρέσυρε. Αθέλητα έτρεχε κι αυτή.
- Ηρακλή! Ηρακλή! Έμπηξε φωνή απελπισίας η νέα γυναίκα. Μα τα λόγια της χάνονταν μέσα στα ουρλιαχτά του κόσμου.
- Που είναι το παιδί, Παναγία μου;!... Ηρακλήηη! Η καρδιά της νόμισε θα σπάσει. Φτάσανε στον Άη Γιώργη. Πίσω στον κάμπο οι τσέτες πλησίαζαν. Κατακαημένη Πατρίδα! Ρημαγμένο κορμί του Πόντου! Σταυροκοπήθηκαν οι χωριανοί κι άρχισαν πάλι τρελό τρέξιμο.
- Τρέχα, Ανατολή! Τι κοιτάς; Πάει πιά τη Τσατάλτσα!
Μα πια τίποτα δεν ακούει. Κανέναν δεν βλέπει. Το βλέμμα της αγρίεψε. Της φάνηκε για μια στιγμή πως είδε το βλαστάρι της στα χέρια τους, πως, να, το χτυπούν και το δένουν στα καπούλια των αλόγων τους. Της φάνηκε πως άκουσε τον Ηρακλή της να φωνάζει «μάνα, μάνα, σώσε με!». Της φάνηκε πως… Παραλογίζεται. Αλαλιασμένη παίρνει τον κατήφορο ουρλιάζοντας.
- Ηρακλή! Ηρακλή!
Τη βλέπουν οι χωριανοί, μα που καιρός για χασομέρι. Οι τσέτες καίνε κιόλας τα πρώτα σπίτια. Και αυτή τρέχει πάνω τους. Σε μια στιγμή κουλουριασμένο σ’ ένα χάλασμα δίπλα αντικρίζει το παιδί της. Τα γαλανά ματάκια κατακόκκινα απ’ το κλάμα την κοιτούν με απόγνωση. Ύαινα να ’ταν, δεν θα χιμούσε έτσι. Τον σφίγγει πάνω της.
- Που ήσουν μάνα; Ήρθαν οι τσέτες!
- Τρέχα Ηρακλή μου, και θα γλιτώσουμε.
- Θα μας πιάσουν μάνα! Το μικρό κορμάκι τραντάζεται απ’ το τρέμουλο.
- Όχι πουλί μου. Τρέχα!
Χουφτώνει το χέρι του παιδιού κι ανηφορίζει προς τον Άη Γιώργη. Πίσω τους η Τσατάλτσα καίγεται.
- Παναγία μου, να προλάβουμε! Πιο γρήγορα Ηρακλή!
Τα οχτάχρονα ποδαράκια αδυνατούν να φτάσουν της μάνας το γρήγορο τρέξιμο. Η καρδιά του πάει να σπάσει. Λαχανιασμένος, ιδρωμένος, ξέπνοος από το αγκομαχητό και την αγωνία σέρνεται κυριολεκτικά κρατημένος από το χέρι της. Να, φτάνουν στον Άη Γιώργη. Σε μια στιγμή κοιτάζει πίσω. Προσπαθεί κάτι να πεί, μα η φωνούλα του πνίγεται. Δείχνει με το δάχτυλο. Οι τσέτες τους είδαν!
- Μάνα, ψιθυρίζει μισολιπόθυμος.
- Παναγία μου, σώσε μας! Χανόμαστε!
Ξωπίσω τους χιμούν δυό τσέτες σπιρουνιάζοντας τ’ άλογα. Κι η μάνα η Ανατολή κραυγή από τα σωθικά της βγάζει:
- Τρέχα, Παναγία! Μάνα είσαι κι εσύ. Γλίτωσέ μας!
Βλέπει μπροστά της σχισμή βράχου. Χώνει το παιδί. Μπαίνει η ίδια μπροστά και τραβά με το χέρι της ένα πουρναρόκλαδο για να καλυφθεί. Σπρώχνει το μικρό της πίσω. Μια απαίσια σκέψη τη διαπερνά, καθώς αισθάνεται το σώμα του γιου της βαρύ πάνω στην πλάτη της.
Λές;… Καλύτερα. Καλύτερα νεκρός ο Ηρακλής της παρά στα χέρια τους. Τη λούζει κρύος ιδρώτας. Όμως μένει στητή πιέζοντας προς τα πίσω το παιδί. Ας περάσουν πάνω από το κορμί της. Ζωντανό δεν θα τους το δώσει. Οι στιγμές περνούν βασανιστικά. Οι δυό τσέτες που τους καταδίωξαν βρίσκονται μπροστά της. Η Ανατολή τους κοιτά κατάματα. Δεν δείχνουν όμως να την βλέπουν. Γυρίζουν τα κεφάλια τους δεξιά, αριστερά. Την ψάχνουν; Παίζουν μαζί της; Όχι. Την κοιτούν, αλλά δεν την βλέπουν. Κρατά την αναπνοή της μπρος στο μυστήριο που ζει. Λίγα λεπτά ακόμη και το θαύμα ολοκληρώνεται. Οι τσέτες βρίζοντας απομακρύνονται. Την έχασαν. Άνοιξε η γη και την κατάπιε!
Γύρω της αισθάνεται γαλήνη. Κάνει μισό βήμα μπρος. Ξεσφίγγει το παιδί. Βγαίνει σιγά σιγά από το βράχο. Γυρίζει πίσω κι ακούει τον Ηρακλή της.
- Μάνα μου, το στήθος μου πονά.
Τον παίρνει στην αγκαλιά της και τον ξαπλώνει στο χώμα.
- Ησύχασε πουλί μου.
- Μάνα που είναι οι τσέτες;
- Τους έδιωξε η Παναγία, ψυχή μου. Τους τύφλωσε και τους έδιωξε.
- Ήταν εδώ η Παναγία;
- Εδώ, Ηρακλή μου, την είδα!
Περιοδικό «Προς την ΝΙΚΗΝ» Μάϊος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου