6 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

6 Σεπτεμβρίου 1955
Προσωπική απομαγνητοφωνημένη μαρτυρία πρεσβυτέρου της Κωνσταντινουπόλεως για τις καταστροφές που διέπραξαν οι Τούρκοι στις 6 Σεπτεμβρίου του 1955 στην Πόλη και στο ναό των Αγίων Θεοδώρων Βλάγκας.
«Εδώ ήμασταν, ακριβώς, εμείς που ζήσαμε την νύχτα των γεγονότων πιο έντονα από κάθε άλλον. Εμείς ήμασταν εδώ πέρα, εδώ ήταν το κελί μου, εδώ μέσα, και μέναμε εδώ πέρα και σε μια στιγμή… Εδώ μέσα, από αυτή την πλευρά, άλλος τόσος κόσμος, μαινόμενος, ρήμαζε, χτύπαγε, έσπαγε, στο τέλος βάλλανε και φωτιά, βγάλανε ένα λαμπτήρα, βάλανε μια δέσμη κεριά, δημιούργησαν βραχυκύκλωμα και πήραν αμέσως, οι εγκαταστάσεις ήταν παλιές, είχαν ξεραθεί τα καλώδια, δεν ήταν σαν τα τωρινά τα πλαστικά.
Εμείς ήμασταν μέσα. Ευτυχώς, ο Πέργης εκείνη την βραδιά ήταν στο Πατριαρχείο, διάκονος της σειράς μου φαίνεται ότι ήτανε, και ήταν της υπηρεσίας, είχε μείνει μέσα μαζί με τον Πατριάρχη, τότε εκείνος δεν ήτανε εδώ πέρα, κατά θεϊκή σύμπτωση δύο μέρες προηγουμένως, Πέμπτη έγιναν τα γεγονότα, Τρίτη έφυγε η κόρη μου με την πεθερά μου και δεν ήταν εδώ πέρα, ήταν μικρή τότε η κόρη μου, ήταν τεσσάρων χρονών, πέντε περίπου, έφυγαν εκείνοι και ήμασταν εδώ πέρα ο πεθερός μου, η πρεσβυτέρα, η αδελφή του Αγίου Πέργης και εγώ.
Λοιπόν για μια στιγμή παραβίασαν αυτοί την κάτω πόρτα, αυτοί, παραβίασαν την σιδερένια πόρτα, κατάφεραν και μπήκαν μέσα, μετά ανεβήκανε πάνω και η πάνω η πόρτα πραγματικά ήταν –αν και ξύλινη- από τις πόρτες τις απαραβίαστες –παλιό ξύλο χοντρό- τόσο και όμως και αυτή την σπάσανε και μπήκανε μέσα. Αυτός που έσπασε την πόρτα κράταγε ένα τόσο κομμάτι ξύλο από γαλαζιανό, και η πρεσβυτέρα νόμιζε ότι επρόκειτο περί ανθρώπων που θα έχουνε ίσως και ένα ίχνος ευσπλαχνίας κ.λ.π. και κοιτούσε να προστατεύσει τον… -γιατί στόχος αυτών ήταν οι κληρικοί και οι εκκλησίες- κυρίως τον πατέρα της, βέβαια έστω και εμένα και της δίνει εκείνος με κείνο το… μία στο κεφάλι… Εκείνη, ευτυχώς, από Θεού, είχε την ετοιμότητα και έσκυψε και την πήρε λίγο εδώ, την έσκισε μόνο (δείχνει στο πλάι του λαιμού). Εγώ εκείνη την ώρα είπα στον πεθερό μου ότι, πάει η Άννα, εγώ νόμιζα ότι από το κτύπημα έπεσε, με τέτοιο χτύπημα αν έπεφτε εκεί δεν θα σηκωνόταν. Τέλος πάντων, μετά εδώ πέρα είχε μια πολύ ωραία γλιτσίνια. Ένα τέτοιο είχε εδώ πέρα. Οπότε άρχισε από εδώ πέρα η φωτιά (δείχνει μέσα στο ναό και προς τα έξω) και αυτό άρχισε να καίει το παράθυρο εκεί πέρα, αλλά η πυροσβεστική δεν μπορούσε να κάνει τίποτα διότι αλλού, ο κόσμος ανέτρεψε τις αντλίες για να μην πάνε στον προορισμό τους και αλλού με το ξυράφι έσχισαν την σωλήνα για να μη δώσουν νερό.
Για μια στιγμή, από δω κάτω στην γωνία υπάρχει ένας φούρνος και είπαν κει ’μεις θα πάρουμε φωτιά και έτσι επείσθησαν να ρίξουν νερό. Η εκκλησία είχε καεί, σε 20 λεπτά ήταν… για μια στιγμή έπεσε και η στέγη, τότε ήταν η κάμινος πραγματικά που εξεκαύθη επταπλασίως, τότε έπεσε εκείνη όλη η στέγη το βάρος των κεραμιδιών, μία ζέστη, μία λάμψη, τώρα εκεί τι να κάνουμε, πώς να μείνουμε, γιατί θα καιγόμαστε. Τέλος πάντων κάπως κατεβήκαμε από εδώ πέρα, είπαμε να φύγουμε. Που να πάμε όμως; Παντού γύρω-γύρω είχε κόσμο ακούγαμε και από όσους μένανε τριγύρω τις φωνές για βοήθεια, σε ποιον να πας να ζητήσεις και συ άσυλο. Εμείς κατεβήκαμε εδώ πέρα (και δείχνει την είσοδο του σπιτιού του).
Τώρα εγώ το αποδίδω σε θαύμα των Αγίων Θεοδώρων, εσείς πως το ερμηνεύετε αυτό είναι άλλο θέμα. Μόλις βγήκαμε εδώ κάτω, μαινόμενοι αυτοί με ρόπαλα στα χέρια, με σίδερα, με λοστούς, με κάτι άλλα ξύλα με καρφιά μπηγμένα στις άκρες, ότι φαντασθείτε, ότι φονικό όπλο «μετά μαχαιρών και ξύλων» αυτό ήταν πραγματικά. Ίσως αυτοί ήταν το χιλιαπλάσιο αυτών που πήγανε στον Χριστό μετά μαχαιρών και ξύλων. Εμείς τώρα τι να κάνουμε, φθάσαμε εδώ πέρα… εδώ δίπλα μας ήταν ο αστυνομικός σταθμός, να πάμε στον αστυνομικό σταθμό, να ζητήσουμε άσυλο, αν και η αστυνομία δεν μας δεχτεί τότε θα υποστούμε αυτό που…
Βγήκαμε εδώ πέρα σε αυτό τον κόσμο μέσα που κυριολεκτικά βελόνι να έριχνες δεν θα έπεφτε, κάπου θα σκάλωνε, δεν υπήρχε χώρος άδειος. Μόλις βγήκαμε στην πόρτα, εδώ πέρα, έρχονται δύο νεαροί καλοντυμένοι, χωρίς να κρατούν όπλα, ούτε ξύλα, ούτε τίποτα, πολύ καλοντυμένοι, γραβατωμένοι. Μας πλησίασαν:
- Πού θέλετε να σας πάμε; μας είπαν, που θέλετε να σας πάμε;
- Στην αστυνομία να μας πάτε.
- Εντάξει, ελάτε.
Και αυτός ο κόσμος ο οποίος ήτανε εναντίον μας και εμάς είχε στόχο, αυτοί φώναζαν και έλεγαν:
- Ανοίξτε δρόμο να περάσουν οι Ιερείς.
Και όλοι παραχώρησαν και περάσαμε και πήγαμε στη αστυνομία. Λοιπόν, εγώ λέγω ότι ήταν οι Άγιοι Θεόδωροι οπωσδήποτε, δεν μπορούσε να ήταν άλλος κανείς, οι Άγιοι Θεόδωροι ήταν, η επέμβαση, η αποστολή των Αγίων Θεοδώρων για να μπορέσουμε να σωθούμε και σωθήκαμε. Όταν γυρίσαμε πίσω την άλλη μέρα το σπίτι ήταν κατεστραμμένο, λεηλατημένο, τίποτε, τα πάντα είχαν καταστραφεί. Εγώ δεν είχα ούτε παπούτσια να φορέσω, ούτε λεφτά μας είχαν μείνει, τα πάντα τα πήρανε, τα καταστρέψανε όλα…
Από το βιβλίο του π.Δοσιθέου "Θέλω να πιω όλο τον Βόσπορο"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου