13 Φεβρουαρίου 2010

Ο θρήνος του Αδάμ

Δαμασκηνού του Στουδίτου
«…Αφού λοιπόν εξεβλήθη ο Αδάμ από τον Παράδεισο, καθόταν απέναντι αυτού καί έδερε τον εαυτό του, έσκαπτε μετά δακρύων την γη, εδούλευε με αναστεναγμούς, βρεγμένος από τον ιδρώτα, κατακεκαυμένος από τον καύσωνα του ηλίου, κρυώνων από την ψύχρα της νυκτός, καί δεν έπαυε κλαίων, ενθυμούμενος από ποια αγαθά εξέπεσε. Αναστέναζε εξ όλης ψυχής, έχυνε ως ποταμό τα δάκρυα, έκρουε το στήθος του, ετάρασσε την κεφαλή του, έτρεμε όλος, οι οφθαλμοί του γινόταν βρύσεις. Ατενίζοντας δε προς τον Παράδεισο, έκλαιε μεγαλόφωνος, καί έλεγε: «Ω πόσα καλά εστερήθηκα, γλυκύτατε Παράδεισε! Πόση χαρά είχε η ψυχή μου, όταν έβλεπα το κάλλος σου! Πόση αγαλλίαση είχα καί απελάμβανα, όταν καθόμουν εντός σου! Πώς έχαιρα από τις ευωδίες των ανθέων σου! Πώς ευφραινόμουν από την ευωδία σου! Πώς είχα τράπεζα έτοιμη καί ακοπίαστη! Πώς εγλύκαινε την ψυχή μου η μελωδία των Αγγέλων! Πώς έλαμπε έμπροσθεν μου το φως το υπέρλαμπρο! Όλα τα ποιήματα του Θεού ως βασιλέα με τιμούσαν, όλα τα θηρία με εφοβούντο, όλα τα πετεινά όριζα, όλα τα κτίσματα ως αυθέντη με είχαν. Τώρα όμως τα στερήθηκα όλα ως παραβάτης, εδιώχθηκα από την απόλαυσή σου ως παρήκοος, εξωρίσθηκα από την ευωδία σου ως παράνομος. Το λοιπόν τί να κλαύσω πρώτον; Την στέρηση του κάλλους σου; Την χαρά την ακατάπαυστη; Την αμέριμνη ζωή; Την πολλή τιμή; Τον μακρυσμό των Αγγέλων; Την στέρηση των Αρχαγγέλων;»
«Για ποια να θρηνήσω πρώτον ο ταλαίπωρος; Για την καλλονή των δένδρων σου ή για την γλυκύτητα των καρπών σου; Για την λαμπρότητα την πολλή ή για την βασιλεία, όπου είχα; Για την γύμνωσή μου να κλαύσω, ή για την ντροπή οπού απέκτησα; Για την ανυποταξία των θηρίων να λυπηθώ, ή για τον ονειδισμό των Αγγέλων; Τι θρήνο να κάμω; Ποιον κλαυθμό να κλαύσω; Με τι τρόπο να θρηνήσω την συμφορά μου; Πώς να υπομείνω τα κακά, όπου μου συνέβησαν; Εδώ φόβοι, κόποι, ιδρώτες, αναστεναγμοί, θλίψεις λύπες, δάκρυα, άκανθοι, τρίβολοι, καί κεκοπιασμένο φαγητό, ταλαιπωρημένο ποτό, κακοπαθημένη ανάπαυση. Εκεί δε στα καταχθόνια τί θέλει με ακολουθήσει; Δεν δύναμαι να υπομείνω την αισχύνη, δεν δύναμαι να υπομείνω καθήμενος απέναντί σου καί να σε βλέπω, διότι έγινα ξένος της κατοικίας σου, ξένος της απολαύσεώς σου. Μόνος μου έκαμα τον εαυτό μου ξένο της ευφροσύνης σου, μόνος μου έπταισα. Πλέον δεν θα βλέπω την θεωρία σου, πλέον δεν θα απολαύσω την χαρά σου, πλέον δεν θα απολαύσω τους ωραιοτάτους σου καρπούς. Αυτά όλα τα καλά σου έχασα, όλα ως όνειρο με αυτό τον τρόπο διέβησαν. Ως σκιά, με αυτό τον τρόπο παρήλθαν από τους οφθαλμούς μου τα αγαθά σου.
Εάν δύνασαι, κλίνε τους κλώνους των δένδρων σου, καί παρακάλεσε τον Πλάστη μου και Ποιητή σου με την φωνή των φύλλων σου. Δεήσου στον Δημιουργό μας να μας εμβάσει πάλι σε σένα, καί εάν είναι αδύνατο πλέον να σε απολαύσω, τουλάχιστον ας ελαφρυνθώ από τις θλίψεις μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου