6 Δεκεμβρίου 2009

Ένας Άγιος ασκητής

Εκ των Αγίων ασκητών των σπηλαίων και των κελιών της Θερμής στην Λέσβο, ήταν και ο Γέροντας Ρουβήμ. Γεννήθηκε γύρω στο 1362μ.Χ. στην Προύσα, η οποία βρισκόταν υπό την εξουσία του σουλτάνου του Ικονίου. Ο πατέρας του έτυχε να είναι γραμματέας ενός καλού Τούρκου πασά, που τους αγαπούσε και περνάγανε καλά, μαζί με τα τέσσερα αδέλφια του και τους γονείς του. Όμως, κατά την διάρκεια ενός πολέμου, ο χαλίφης της Προύσας σκότωσε τον πασά και ο πατέρας του Γέροντα αφού εκβιάσθηκε για να τουρκέψει, πουλήθηκε σκλάβος και πέθανε από την στενοχώρια, καθώς και ο μεγαλύτερος γιος του, επειδή αιχμαλωτίστηκαν στα χαρέμια οι δύο κόρες της οικογενείας. Και ενώ ο μικρότερος γιος χάθηκε, εκείνος μαζί με την μητέρα του πουλήθηκαν σκλάβοι σε ένα σπίτι Φράγκων στην Αντιόχεια, ξεφεύγοντας από τους Τούρκους.
Όνειρο της μητέρας του ήταν να τον δει παπά, γι’ αυτό δούλευαν σκληρά μαζεύοντας χρήματα, ώστε να μπορέσουν να ελευθερωθούν. Όμως, η κατάρα του πολέμου τους κυνήγησε και εκεί. Οι Μογγόλοι και ο Ταμερλάνος απ’ όπου περνούσαν δεν άφηναν τίποτα όρθιο. Έτσι, αναγκάσθηκαν να φύγουν πρόσφυγες και βρεθήκανε στη Ρόδο. Σε ηλικία 40 ετών, αφού πέθανε η μητέρα του και εξαγόρασε την ελευθερία του, ξεκίνησε μ’ ένα πλοιάριο για την Κωνσταντινούπολη, επιθυμώντας να παρουσιασθεί στον Πατριάρχη και να ζητήσει ευλογία για να εκπληρώσει τον πόθο του, να αφιερωθεί στον Χριστό. Το καράβι θα σταματούσε ενδιάμεσα στη Μυτιλήνη, γιατί ο καπετάν Υαλινάς ήταν από την Θερμή. Τη νύχτα, πριν φτάσουν στο νησί, ονειρεύτηκε μια βασίλισσα που του μιλούσε για την Παναγία, για ένα τυφλό βασιλόπουλο, λέγοντας: «Θα μείνεις στη Λέσβο, στις Καρυές της Θερμής. Θα υπηρετήσεις την Παναγία και θα προσεύχεσαι για μένα, Ειρήνη την αμαρτωλή βασίλισσα».
Στην Μυτιλήνη θα έμεναν δύο μερόνυχτα. Ανήσυχος από το όνειρο, το εκμυστηρεύθηκε σε έναν Γέροντα μοναχό συνταξιδιώτη, που τον συμβούλεψε να κάνει τον Σταυρό του και ο Θεός θα του δείξει σημάδι. Κατόπιν ρώτησε έναν ναύτη απ’ την Θερμή, ο οποίος δεν είχε ακουστά για κάποια Εκκλησία της Παναγίας στις Καρυές, παρά μόνο ότι υπήρχαν κάποια χαλάσματα ενός παλιού Μοναστηριού. Ήξερε μονάχα για την Παναγία την Τρουλωτή που την είχε κτισμένη μια βασίλισσα!
Το καράβι θα αναχωρούσε για την Πόλη. Επιβιβάσθηκε ξανά σ’ αυτό συνεχίζοντας το ταξίδι, και όταν έφθασαν στην Βασιλεύουσα, φιλοξενήθηκε στη Μονή της Χώρας και αφού τα σχέδια του να γίνει παπάς δεν απέδωσαν, ονειρεύτηκε ένα βράδυ την βασίλισσα γεμάτη θυμό: «Στις Καρυές δε σου’ πα; Γιατί να’ ρθεις στην Πόλη;» και αφού τον συμβούλευσε και του εξήγησε τους λόγους, κατέβηκε αποφασισμένος στο Πέρα, βρήκε ένα πλοιάριο του Θερμιώτη καπετάν Κωνσταντή, που θα ’φευγε για το νησί και μετά τον Μόλυβο θα σταματούσε στη Θερμή. Πράγματι, βγήκε στη Θερμή και πήγε κατευθείαν στις Καρυές. Βρήκε τα χαλάσματα μέσα στα χωράφια, που ιδιοκτήτης τους ήταν ο καπετάν Κωνσταντής, και εκεί με την άδειά του έκανε ένα μικρό κελάκι, κάνοντας υπακοή στο Γέροντα ενός ασκητή Νικήτα από τα Μυστεγνά. Διδάχθηκε την ταπείνωση, και την προσευχή, τον πόλεμο κατά της αλαζονείας και έλαβε το όνομα Ρουβήμ.
Στα γύρω βουνά ασκήτευαν και άλλοι ασκητές. Εκεί έμαθε ότι τα μέρη αυτά «είναι τόπος αγιασμένος, γεμάτος αίματα και πόνους, βάσανα μαρτύρων και αθώων τον έχουν αγιάσει». Σ’ αυτούς τους σωρούς των ερειπίων ήταν παλιά Μοναστήρι και έζησαν πρόσωπα που «είχαν αγιάσει. Γίνονται εδώ θαύματα και θεραπείες θαυμαστές». Σημεία και θαυμαστά όνειρα, του απεκάλυψαν την ιστορία και τη σημασία του τόπου. Ονειρευόταν συχνά τη βασίλισσα Ειρήνη, που ήθελε να δοξάσει τον τόπο εκείνο, άλλοτε ως καλόγρια και άλλοτε συνοδευόμενη από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Του απεκάλυψε ότι με χρήματα δικά της είχε ξεκινήσει το πρώτο γυναικείο Μοναστήρι στις Καρυές, που καταστράφηκε το 1235 από τους Σαρακηνούς πειρατές, όταν γερόντισσα ήταν η Αγία Ολυμπία. Οι ασκητές του Παλαμά τ’ ακούγανε όλα αυτά από γενιά σε γενιά, μνημονεύανε πολλά ονόματα από εκείνο το χαλασμό.
Μετά από καιρό ο Γέρων Ρουβήμ, εξηγεί στον καπετάν Κωνσταντή, την γυναίκα του Μελπομένη και τον γιο τους Ακίνδυνο, τα θαυμαστά σημεία που συνέβαιναν στα χωράφια τους και ένα βράδυ ονειρεύτηκε την βασίλισσα Ειρήνη, που του είπε να σκάψουν δέκα δρασκελιές από την μεγάλη καρυδιά. Ομοίως, και ο καπετάν Κωνσταντής είδε το ίδιο όνειρο. Αρχίσανε τότε τρεις εργάτες να σκάβουν στις Καρυές, σ’ ένα παράξενο μικρό ύψωμα σκεπασμένο με χώματα που δεν το καλλιεργούσε κανείς, και ούτε τα ζώα το πλησίαζαν. Η γριά Σωτήρω που έσκαβε και αυτή καθ’ υπόδειξη του Ταξιάρχη, ανέσυρε πρώτη έναν σιδερένιο σταυρό μπηγμένο σε μια μαρμάρινη πλάκα που είχε την επιγραφή: «Ειρήνης πιστής δούλης του Θεού μνημόσυνον». Βρήκαν το αγίασμα και τα ερείπια της αρχαίας Εκκλησίας, τα κελιά, μια επιγραφή «Πρεβεντόριο», και την παλιά εικόνα της Παναγίας που την ονόμασαν «Πικραμένη Παναγία» (την εικόνα αυτή την λιτάνευσε ο Άγιος Ραφαήλ πριν το Μαρτύριό του στις 9/4/1463 και την έβαλε πρώτη στην κρύπτη). Την 1η Σεπτεμβρίου του 1433, ο Γέρων Ρουβήμ είδε όνειρο την βασίλισσα Ειρήνη, υποδεικνύοντάς του ότι εκεί τιμώνται δύο χάρες: η Αγία Παρασκευή, όπως όρισαν κάποτε οι μοναχές και το Γενέσιο της Θεοτόκου, όπως όρισε εκείνη που ήταν η κτιτόρισσα.
Ο Γέρων Ρουβήμ μαζί με την Μελπομένη, χάριν της θαυματουργικής θεραπείας του παιδιού της Ακινδύνου, γύριζαν στα χωριά μαζεύοντας χρήματα για να κτιστεί Μοναστήρι. Το όνειρό τους έγινε πραγματικότητα, και το 1433 κτίστηκε Μοναστήρι, μαζί και Ορφανοτροφείο. Ένα απριλιάτικο δειλινό του 1454 ο Γέρων Ρουβήμ, μαζί με πολλούς μοναχούς απ’ τις σπηλιές της Παντέρας, θα υποδέχονταν στις Καρυές τον νέο Ηγούμενο της νεοεγερθείσας Μονής, τον Άγιο Ραφαήλ. Τα έργα συνεχίστηκαν, χτίσανε μέχρι και ξενώνα με κελιά για τους φτωχούς. Μια μεγάλη σάλα έγινε για να κερνάνε τους προσκυνητές και ένα δώμα όπου γίνονταν πνευματικές συζητήσεις. Δημιουργήθηκε ιατρική μονάδα «Πρεβεντόριο» σαν κέντρο θεραπευτικής και προληπτικής ιατρικής. Το Μοναστήρι με Ηγούμενο τον Άγιο Ραφαήλ ήταν πόλος έλξης για τους Χριστιανούς που ωφελούνταν πνευματικά.
Ο Γέρων Ρουβήμ φέροντας εις πέρας την αποστολή του, εκοιμήθη το 1455, στις αρχές της άνοιξης. Αποβραδίς του Σαββάτου των ψυχών, ανακάτωνε με την κουτάλα τα κόλλυβα που βράζανε στα καζάνια, και το πρωί έψαλλαν τρισάγιο στα μνήματα των προαναπαυσαμένων. Όταν βράδιασε κάλεσε γύρω του τους παρευρισκόμενους και τους μίλησε για την προστάτιδά του την βασίλισσα Ειρήνη, όσο πιο απλά μπορούσε, με τρεις λέξεις: φωτισμός, μετάνοια, συγχώρεση. Το βράδυ είδε την Ειρήνη στο όνειρό του, σαν αχτίδα φωτός, να τον ευχαριστεί που την υπηρέτησε λέγοντάς του: «…Ο Κύριος ετοίμασε τη θέση σου στην αγκάλη Του… Μεθαύριο, τρεις από απόψε, θα χορέψεις με τους αγγέλους. Θα ’ρθω με τον Ταξιάρχη Μιχαήλ, μεγάλη του η χάρη, να σε παραλάβω…». Την επαύριον, Κυριακή της Ορθοδοξίας, ζήτησε να ψάλλει μόνος του για την γιορτή της Ειρήνης και το βράδυ τους σύναξε όλους, τους ευλόγησε και τους ανακοίνωσε ότι θα φύγει από τη ζωή, προφητεύοντας τα μελλούμενα, ότι πολλοί από εκείνους θα υποφέρουν, ζητώντας από τον Κύριο να τους ενισχύει. Τους ασπάσθηκε όλους έναν-έναν, δίδοντας την ευχή του και την επομένη τα μεσάνυχτα εκοιμήθη εν Κυρίω. Κηδεύτηκε κατά το Τυπικό του Μεγάλου Σχήματος, αν και δεν το είχε. Δεν έκλεγε κανένας. Όλα τα πρόσωπα ήταν ιλαρά και ήρεμα από μια ειρηνεμένη γλύκα. Και το πιο γλυκό ήταν του νεκρού.
Ο Άγιος Ραφαήλ έβγαλε τον επικήδειο: «Ευλογημένος ο Θεός των Πατέρων μας που μας ευλόγησε με την παρουσία μιας τέτοιας ψυχής ανάμεσά μας, σαν τον Αδελφό Ρουβήμ. Είναι αυτός ο λόγος που το Εξόδιον αυτό δεν σπαράζεται από δάκρυα και κοπετό, είναι μια χαρμολύπη, το έχει τυλίξει η ευλογημένη ειρήνη του Μακάριου που δεν πέθανε, αλλά μετέστη, δεν εφθάρη, αλλ’ εκοιμήθη…
»Ο αείμνηστος… πήρε τον κόσμο και τα αγαθά της ζωής και τα μετέβαλε σε προσευχή και φως. Και να γιατί ο ίδιος έβλεπε παντού το χέρι και τη Χάρη του Θεού. Πίσω από πρόσωπα και πράγματα αισθανόταν την πνοή και την εικόνα του Θεού. Θυμάστε τον Αδελφό Ρουβήμ δείχνοντας κάτι “ο Θεός εν ετέρα μορφή” συνήθιζε να λέει. Να λοιπόν γιατί το σημερινό Εξόδιον του Αδελφού Ρουβήμ δεν είναι θάνατος. Είναι γι’ αυτόν μετάσταση και χαρά, για μας χαρμολύπη, αυτό το χαρμόσυνο πένθος που ενώ μας φέρνει λύπη πολλή, καλύπτεται από τη χαρά και τη μακαριότητα της αιωνιότητας. Και πάνω από όλα μας διδάσκει ότι ο πραγματικός θάνατος δεν είναι η φθορά του σώματος, αλλά ο χωρισμός της ψυχής του από το Θεό. Και η πραγματική ζωή είναι η τέλεια και τελική ένωση με το Θεό, που ωστόσο συνηθίσαμε να τη λέμε θάνατο.
Άγιο το χώμα σου, Γέρο-Ρουβήμ. Στο καλό».

Στρατής Ανδριώτης
Πηγή: «Άγραφον – Η Αποκάλυψη του Αγίου Ραφαήλ», του Φωτίου Λίτσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου