13 Ιουνίου 2009

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο επονομαζόμενος "Γέρος του Μοριά", αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής ιστορίας. Πρωταγωνίστησε κατά την Επανάσταση του 1821 διακρινόμενος για την γενναιότητα, την ευφυΐα, την τόλμη, την διορατικότητα, τον πατριωτισμό και την Ορθόδοξη πίστη του. Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου 1770, σε μια εποχή που είχε αποτύχει άλλη μια επανάσταση (ορλοφικά) καί οι Τούρκοι ανελέητα έσφαζαν τον άμαχο πληθυσμό που έφευγαν αλλόφρονες για να γλιτώσουν. Ανάμεσά τους ήταν και η μάνα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που ετοιμόγεννη ανέβηκε στο Ραμαβούνι και τον γέννησε κάτω από ένα δέντρο. Καταγόμενος από γενναίους Κολοκοτρωναίους κλεφταρματολούς από τους οποίους πάνω από εβδομήντα είχαν χάσει τη ζωή τους στον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων και των Αλβανών (1779) που μάστιζαν την Πελοπόννησο. Το 1780 οι Τούρκοι πολιόρκησαν την Καστάνιτσα που ήταν ορμητήριο του πατέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Κωνσταντή, προβάλλοντας ηρωϊκή αντίσταση 12 ημερών. Κατά την απεγνωσμένη έξοδο, σκοτώθηκε ο πατέρας του και δυο αδέλφια του. Ο μικρός Θεοδωράκης μαζί με τη μητέρα του και μια αδελφή του κατάφεραν να διαφύγουν.
Σε ηλικία 20 χρονών παντρεύτηκε την κόρη του προεστού Καρούτσου και εντάχτηκε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου, όπου έγινε πρωτοπαλίκαρο και ανέπτυξε πλούσια δράση. «Εγώ, η φαμίλια μου, τ’ άρματά μου, ό,τι έχω είναι για την Ελλάδα». Χαρακτηριστική ένδειξη της παληκαριάς τους είναι η απάντηση προς τους τούρκους: «Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γην μας θα την κάμεις δική σου, βγάλτο από το νού σου»!
Το 1810 κατά τους μεγάλους διωγμούς που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς για 15 χρόνια στη Ζάκυνθο, υπηρετώντας ως ταγματάρχης στον αγγλικό στρατό, στο Σύνταγμα Ελλήνων εθελοντών. Εκεί εκπαιδεύθηκε άριστα την στρατιωτική τέχνη και το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Στις 23 Μαρτίου 1821 απεστάλη στη Μάνη και μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης και απελευθέρωσε την Καλαμάτα: «'Οταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση, δεν συλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε ‘‘που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα’’…Σὰν μία βροχὴ ἦρθε σὲ ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας καὶ ὅλοι, καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ γραμματισμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, ὅλοι συμφωνήσαμε στὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ κάναμε τὴν ἐπανάσταση... Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμίαν ἀπὸ ὅσας γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών τους εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος· ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτο πλέον δίκαιος, Ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλον ἔθνος… Πολεμοῦμε πρὸς τοὺς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου μας... Ὁ πόλεμός μας δὲν εἶναι ἐπιθετικός, εἶναι ἀμυντικός, εἶναι πόλεμος τῆς δικαιοσύνης κατὰ τῆς ἀδικίας, τῆς χριστιανικῆς θρησκείας κατὰ τοῦ Κορανίου, τοῦ λογικοῦ ὄντος κατὰ τοῦ ἀλόγου καὶ θηριώδους τυράννου». « Είναι θέλημα Θεού. Είναι κοντά μας και βοηθάει, γιατί πολεμάμε για την πίστη μας, για την πατρίδα μας, για τους γέρους γονιούς, για τα αδύνατα παιδιά μας, για την ζωή μας, την λευτεριά μας… Και όταν ο δίκαιος Θεός μας βοηθάει ποιος εχθρός ημπορεί να μας κάνει καλά…;».
«Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς ῾Ελλάδος, δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή του».«Καὶ ὅταν ὁ δίκαιος Θεός μᾶς βοηθάει ποιὸς ἐχθρὸς μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει καλά;».«...Γιὰ νὰ ἰσάσετε τὴν πατρίδα, πρέπει νὰ ἔχετε θεμέλια τῆς πολιτείας, τὴν Ὁμόνοια, τὴν Θρησκεία καὶ τὴν Φρόνιμη Ἐλευθερία»... «καὶ μὴ στηρίζεστε στοὺς ξένους, ἀλλὰ στὸν ἑαυτό σας καὶ στὸν Θεό».
Ο Κολοκοτρώνης πρωταγωνίστησε σε πάμπολλες κρίσιμες μάχες (Βαλτέτσι, άλωση της Τριπολιτσάς
, καταστροφή στρατιάς 30.000 ανδρών του Δράμαλη πασά στα Δερβενάκια κ.α.). «Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους απεκατέβηκα κάτω. Ήταν μιά εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς… Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα. Παναγία μου είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκανα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογό μου και έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι, ο εξάδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του. - Κανείς δεν είναι στην Πιάνα, μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι. -Ας μη είναι κανείς αποκρίθηκα. Ο τόπος σε λίγο θα γιομίση παλικάρια… Ο Θεός υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή του».
Ανεδείχθη αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, συμμετέχοντας ενεργά και στην πολιτική. Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο, ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους, αλλά συκοφαντείται από κοτζαμπάσηδες και πολιτικούς. Οι εμφύλιες διαμάχες που επακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την άνανδρη δολοφονία του γιου του Πάνου, κάτι που τον στενοχώρησε πολύ με συνέπεια να παραδοθεί στις αρχές και να φυλακιστεί στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 στη Μονή Προφήτη Ηλιού της Ύδρας.
Μετά την αμνηστία που του εδόθη, συγχωρεί τους εχθρούς «συμπατριώτες» του και οργανώνει ανταρτοπόλεμο κατά των Τούρκων του Ιμπραήμ που ανακαταλάμβαναν την Στερεά Ελλάδα και το Μοριά. Ο Κολοκοτρώνης δυσπιστούσε στις συμφεροντολογικές βοήθειες των ξένων και πίστευε ακράδαντα πως οι Έλληνες ήταν καλύτερα να πολεμήσουν μόνοι τους για την Ανεξαρτησία τους. Τάσσεται υπέρ του μεγάλου πολιτικού Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος δολοφονείται γιατί είναι η μοίρα αυτής της χώρας να μην αφήνουν σωστό άνθρωπο να κυβερνήσει. Μετά την εκλογή του Όθωνα αντιμετωπίζεται ψυχρά από τους Βαυαρούς και συκοφαντείται εκ νέου ως… συνωμότης επειδή ήταν «φιλοκαποδιστριακός». Ο ήρωας της Ελληνικής επανάστασης καταδικάσθηκε μαζί με τον Πλαπούτα σε θάνατο (αργότερα μειώθηκε η ποινή του σε 20ετή κάθειρξη) και φυλακίσθηκε κάτω από άθλιες συνθήκες στο Παλαμήδι του Ναυπλίου, σε ηλικία 63 ετών. Ο Γέρος του Μοριά έγραφε αργότερα στα απομνημονεύματά του: "Μ' έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ' έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ' το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που 'χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες." Το 1835, εξουθενωμένος, έχοντας χάσει σχεδόν το φως του, έλαβε χάρη και αποφυλακίσθηκε. Όπως λέει ο ίδιος: "η υποδοχή που μου έκαμε ο λαός, με έκαμε να λησμονήσω όλες τις δυστυχίες που πέρασα". Μόνο άνθρωπος του δικού του μεγαλείου, θα μπορούσε να το πει αυτό, μετά απ' όλα τα δεινά που τον βρήκαν.Έκτοτε έζησε στην πρωτεύουσα Αθήνα. Εκεί αναγνωρίσθηκε η ηρωϊκή προσφορά του στον απελευθερωτικό αγώνα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης απηύθυνε (8 Οκτωβρίου 1838) στη Πνύκα τον ακόλουθο εκπληκτικό λόγο προς τους νέους του Α' Γυμνασίου της Αθήνας:
Παιδιά μου!
«Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν πατριάρχη και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα, διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα", αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Kωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Aλλά δεν εβάσταξε!. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη.
Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί.
Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα. Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος.
Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους. Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και τα μπιλιάρδα. Να δοθείτε εις τας σπουδάς σας και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον, δύο και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τέσσαρους - πέντε χρόνους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματα σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων, και κατά την παροιμία, "μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε". Η προκοπή σας και ή μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε, και δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία…»
Ο Κολοκοτρώνης πέθανε πάμφτωχος, στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από εγκεφαλική συμφόρηση, μετά το γάμο του μικρότερου γιου του, με μόνο πλούτο την αγάπη του κόσμου. Έφυγε ευτυχής που είχε δει έστω και ένα τμήμα της αγαπημένης του πατρίδας ελεύθερο.
Στρατής Ανδριώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου