27 Μαΐου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ


Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε περί το 1690 μ.Χ, σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, (σημερινή Ουκρανία), από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Στα χρόνια που βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος, ο Όσιος στρατεύθηκε και έλαβε μέρος στον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο (1710–1711), όπου και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους.
Η Αιχμαλωσία:
Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπι της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του και εκεί προσπάθησε, όπως συνηθιζόταν τότε, να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών. Ο Άγιος, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Υπομένει όλα τα βασανιστήρια με καρτερία και αξιοθαύμαστη γενναιότητα. Λάμπει ο αδαμάντινος χριστιανικός του χαρακτήρας. Σαν τον ήλιο λάμπει ο υπέροχος εσωτερικός του κόσμος που ολόκληρος από τα παιδικά του χρόνια είναι δοσμένος στο Χριστό. Στους ξυλοδαρμούς, στις βρισιές και στις κλωτσιές των Τούρκων, απαντά με τα λόγια του Παύλου: «ποιος μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου; Θλίψις ή στενοχώρια ή διωγμός ή γυμνότης ή αιχμαλωσία;». Έχω πεποίθηση, πίστη και αγάπη στον Κύριό μου Ιησού Χριστό τον Μονογενή Υιό του Θεού μου και τίποτε απ’ όλα τα δεινά, δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Του. Έτσι, λοιπόν, ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείριση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω». Έτσι λοιπόν ο Θεός, βλέποντας την μεγάλη πίστη και ταπείνωση που στόλιζε τον Ιωάννη, την πραότητά του και την καθημερινή του ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά που με τον καιρό άρχισε να τον συμπαθεί.
Η Διαβίωση:
Έμεινε, λοιπόν, σιγά σιγά, ήσυχος ο Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Οι συνθήκες διαβίωσης του Αγίου ήταν πολύ σκληρές. Σε μία γωνιά του στάβλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας όμως τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλήθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν, όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, σαν να συνομιλούσαν μαζί του. Έτρωγε ελάχιστα, τα ρούχα του ήταν φτωχικά και ήταν αναγκασμένος να περπατά χωρίς υποδήματα. Σε αυτόν τον σταύλο, ο Άγιος προσευχόταν, ενώ τα βράδια συχνά επισκεπτόταν μια εκκλησία που ήταν εκεί κοντά, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Με το πέρασμα του χρόνου όμως τόσο ο αφέντης του όσο και η σύζυγός του τον αγάπησαν, και του πρόσφεραν για κατοικία ένα μικρό κελί κοντά στον αχυρώνα. Ο Ιωάννης όμως δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπάθεια και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων. Εκείνος ο στάβλος κάθε νύχτα γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο όσιος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, προσευχόμενος γονυπετής επί ώρες, κοιμώμενος ελάχιστα επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα. Νήστευε τις περισσότερες ημέρες, έχοντας ως γεύμα πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό. Εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια και ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του, δαμάσθηκε η θηριωδία των Τούρκων και έκπληκτοι τον ονόμαζαν «βελή», άγιο.
Το θαύμα της Μέκκα:
Με τον καιρό ο αγάς του Οσίου μας πλούτισε και έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς του Προκοπίου ώστε κάποια στιγμή ο Τούρκος αξιωματικός αποφάσισε να πάει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών. Αφού πέρασε αρκετός καιρός από την αναχώρησή του, η σύζυγός του προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της και τους παρέθεσε τράπεζα για να ευφρανθούν και να ευχηθούν όλοι μαζί να επιστρέψει εκείνος υγιής στον οίκο του από το προσκύνημα. Κατά την διάρκεια της τράπεζας, στην οποία διακονούσε και Ιωάννης, παρέθεσαν στην σύζυγο και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Η οικοδέσποινα τότε θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης απευθυνόμενος στην κυρία του της ζήτησε ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Αμέσως η οικοδέσποινα, και χωρίς να επηρεαστεί από τα γέλια των προσκεκλημένων, είπε στην μαγείρισσα να δώσει ένα πινάκιο με φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ο ίδιος πεινάει και θα ήθελε να το φάει μόνος του ή ότι θα το προσφέρει ως ελεημοσύνη σε κάποια φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του. Ο Άγιος παίρνοντας το φαγητό αποσύρθηκε στον σταύλο, όπου προσευχόμενος γονυπετής παρακάλεσε τον Θεό εκ βάθους καρδίας να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που τον διέκρινε και την ταπεινή καρδιά που είχε, ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Και πραγματικά. Το πινάκιο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επιστρέφοντας στο σπίτι είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα, προκαλώντας για ακόμη μία φορά τα γέλια των καλεσμένων.
Όταν όμως ύστερα από μερικές ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, όλοι εξεπλάγησαν. Όλοι, εκτός από τον άγιό μας. Οι οικείοι του Ιππάρχου άκουγαν με απορία την διήγηση και τον τρόπο με τον οποίο ο αγάς επιστρέφοντας από το μεγάλο τζαμί στο σπίτι όπου διέμενε, βρήκε επάνω στο τραπέζι ένα αχνιστό πιάτο με πιλάφι. Ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς βρέθηκε το φαγητό αυτό μέσα στο δωμάτιο του, που ήταν κλειδωμένο. Έλεγε λοιπόν πως μη γνωρίζοντας πώς να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Παρόλη όμως την ταραχή που είχα από εκείνο το ανερμήνευτο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ορίστε το πιάτο που το μετέφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας». Ακούγοντας αυτή τη διήγηση η σύζυγός του, εξιστόρησε αμέσως στον αφέντη πως της ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον οι προσκεκλημένοι γέλασαν.
Αυτό το θαύμα του αγίου μαθεύτηκε αμέσως σε ολόκληρο το χωριό και στη γύρω περιοχή. Όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο ίδιος, παρότι ο κύριός του και η σύζυγός του τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, συνέχιζε να περνάει τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.
Η Κοίμηση:
Δουλεύοντας την ημέρα και προσευχόμενος την νύχτα έζησε ο Άγιος Ιωάννης το υπόλοιπο του βίου του έως τις 27 Μαΐου 1730, όταν αναπαύτηκε σε ηλικία 40 ετών. Ένα στήριγμα είχε σε όλους τους αγώνες του και μία παρηγοριά στην γεμάτη κακοπάθεια ζωή του. Κατέφευγε σε προσευχές, γονυκλισίες, αγρυπνίες και κοινωνούσε κρυφά από τους Τούρκους, τα Άχραντα Μυστήρια. Η Θεία Κοινωνία ήταν η μεγάλη του ξεκούραση και ανάπαυση. Πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και παρέμενε ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του στάβλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού. Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Έστειλε και κάλεσε γι’ αυτό έναν ιερέα. Ο ιερεύς φοβούμενος να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων, σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και έβαλε την Θεία Κοινωνία μέσα σε ένα μήλο το οποίο και έσκαψε για το σκοπό αυτό. Έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη, ο οποίος μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν 27 Μαΐου 1730 μ.Χ.
Ο Ενταφιασμός:
Ο ιερέας που κοινωνούσε στον άγιο τα Άχραντα Μυστήρια, είδε στον ύπνο του τον Όσιο Ιωάννη τον Νοέμβριο του 1733. Του είπε ο Όσιος πως το σώμα του έχει μείνει με τη χάρη του Θεού μέσα στον τάφο ακέραιο, ολόκληρο, αδιάφθορο, όπως το έβαλαν στον τάφο πριν 3 1/2 χρόνια. Να το βγάλουν και θα είναι μαζί τους ως ευλογία Θεού στους αιώνες. Παρά τους δισταγμούς του ιερέα, κατά θεία παραχώρηση, ένα ουράνιο φως φώτιζε τον τάφο του Οσίου σαν πύρινος στύλος. Οι Χριστιανοί ανοίγοντας τον τάφο βρήκαν το σώμα του Οσίου ακέραιο, αδιάφθορο και μυρωμένο με αυτή τη θεία ευωδία που συνεχίζει να έχει μέχρι σήμερα. Το 1733 μ.Χ., οι ιερείς και πρόκριτοι Χριστιανοί του Προκοπίου, με άδεια του Τούρκου, πήραν το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου και το μετέφεραν με συγκίνηση και δάκρυα μέσα σε βαθειά κατάνυξη, με θυμιατά και λαμπάδες, με ευλάβεια και προσοχή, στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο προσευχόταν ο Άγιος όταν ήταν εν ζωή. Αργότερα το ιερό λείψανο του αγίου μεταφέρθηκε στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και, τέλος, στο, ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας και εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.
Ο Οσμάν καίει το Ι.Λείψανο:
Το 1832 μ.Χ., ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραήμ πασάς, επαναστάτησε εναντίον του σουλτάνου Μαχμούτ του Β’, ο οποίος έστειλε εναντίον του τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτήσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της αντιδράσεως των γενιτσάρων. Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. Δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο. Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας. Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.
Μεταφορά Ι.Λειψάνου στο Προκόπι Εύβοιας:
Στο Προκόπι της Μικράς Ασίας κτίστηκε ένας μεγάλος Ναός του Μεγάλου Βασιλείου, και μεταφέρθηκε εκεί το Ι.Λείψανό του αγίου. Τρεις φορές όμως επέστρεφε το βράδυ το Ιερό Λείψανο του Αγίου στον παλαιό ναό, ενώ οι πιστοί το μετέφεραν την ημέρα στον νέο Ναό. Μετά από πολλές αγρυπνίες μεταφέρθηκε μόνιμα πλέον το λείψανό του στον νέο Ναό όπου και παρέμεινε μέχρι το 1924μ.Χ.
Με την ανταλλαγή ελληνικών και οθωμανικών πληθυσμών που έλαβε χώρα τότε, μεταφέρθηκε και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι Ευβοίας, όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες που ζούσαν στο Προκόπι της Μικράς Ασίας. Η μεταφορά έγινε χάρη στις προσπάθειες του Παναγιώτη Παπαδοπούλου ο οποίος ναύλωσε με δική του δαπάνη το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης» και με το οποίο, εκτός από το σκήνωμα του Αγίου, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και 800 πατριώτες. Το πλοίο μετέβη αρχικά από την Μικρά Ασία στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε ακινητοποιημένο για άγνωστο λόγο και γυρόφερνε στο ίδιο σημείο. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος υπενθύμισε στον καπετάνιο την παρουσία του ιερού σκηνώματος στο αμπάρι. Αμέσως δόθηκε εντολή να ανεβάσουν το ιερό σκήνωμα στον κυρίως χώρο του πλοίου και έτσι συνεχίστηκε ανεμπόδιστα η πορεία προς τη Χαλκίδα. Εκεί παρέμεινε για ένα χρόνο, μέχρι το 1925μ.Χ., για να οδηγηθεί τελικά στο Προκόπι Ευβοίας.
Το 1930 άρχισε να χτίζεται στο Προκόπι Ι.Ναός προς τιμή του Αγίου, ο οποίος ολοκληρώθηκε μετά από πολλούς κόπους των πιστών το 1951. Τότε μεταφέρθηκε ο Άγιος (από τον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης του χωριού) στο νέο Ναό, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 27 Μαΐου.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ ». Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε, πρὸς Οὐρανίους Μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον, τὸ Σκῆνός σου Ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ᾠκειώθης, τῷ Χριστῷ, Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τάς ψυχὰς ἡμῶν. (Κατέβασμα))
Ἦχος δ ‘(Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ)
Τῷ Ἰωάννῃ, οἱ πιστοὶ νῦν προσδράμωμεν, οἱ ἐν δεινοῖς καὶ συμφοραῖς, καὶ προσπέσωμεν, ἐν εὐσεβείᾳ κράζοντες, ἐκ βάθους ψυχῆς · Ὅσιε, βοήθησον, ἐφ ‘ἡμῖν σοῖς ἱκέταις, πρόφθασον καὶ λύτρωσαι τῆς παρούσης ἀνάγκης, μὴ παραβλέψῃς δέησιν οἰκτρὰν τῶν προσφευγόντων τῇ σκέπῃ σου, Ἅγιε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου