6 Οκτωβρίου 2016

«Kimlik Meselesi» Το πρόβλημα ταυτότητας της Τουρκίας

του Νίκου Χειλαδάκη
Δημοσιογράφου – Συγγραφέα – Τουρκολόγου
 
Η σημερινή Τουρκία, αυτoπροσδιορίζεται επίσημα σαν μια ισλαμική, σουνιτικού δόγματος τουρκική χώρα. Και όμως, η ταυτότητα αυτής της χώρας και ως προς το θρήσκευμα, αλλά και ως προς τον εθνικό προσδιορισμό,  φαίνεται πως είναι μια  πολύ μπερδεμένη υπόθεση. Άλλωστε αυτό γίνεται αντιληπτό σε κάθε έμπειρο παρατηρητή, όταν επισκέπτεται και γυρίζει στις πόλεις και τα χωριά της Μικράς Ασίας και της ανατολική Θράκης. Ένα αδιόρατο ελληνοχριστιανικό υπόβαθρο, ακόμα και σήμερα, μετά από πολλές δεκαετίες από την ανταλλαγή των πληθυσμών, εμφανίζεται με απροσδόκητο τρόπο σε  πολλές περιοχές  και σε πολλές περιπτώσεις είναι φανερό και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους.  Αλλά και σε σφαιρικό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια μια έκδηλη κρίση ταυτότητας έχει αρχίσει να εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, όπως θα δούμε σε αυτό το άρθρο, ανατρέποντας πολλά σταθερά δεδομένα από την ίδρυση της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας, με άγνωστες προς το παρόν συνέπειες σε όλη την ευρύτερη περιοχή...
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεοπτικό πεδίο όπου εκφράζεται με εμφανή τρόπο η εξέλιξη αυτή, καθώς και η αφύπνιση πολλών μειονοτικών ομάδων που ζητάνε όλο και πιο έντονα την πολιτιστική τους τουλάχιστον διαφοροποίηση και επίσημη αναγνώριση. Έτσι τα τελευταία χρόνια έχουν ξεφυτρώσει περί τα πέντε δορυφορικά κανάλια από τον τουρκικό Πόντο, που δεν χάνουν την ευκαιρία να τονίζουν συνεχώς την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα της περιοχής. Τηλεοπτικά κανάλια των Αλεβιτών που παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα της μεγάλης αυτής θρησκευτικής μειονότητας και μάλιστα φτάνουν και στο σημείο να προβάλλουν θρησκευτικές τελετές των Αλεβιτών, που δεν έχουν καμία σχέση με το επίσημο Ισλάμ. Κανάλια της περιοχής του Αιγαίου, της νοτιοανατολικής Τουρκίας, που αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής τους αλλά και φονταμελιστικά φιλοαραβικά ισλαμικά κανάλια, διαγράφουν ένα πολύπλοκο τηλεοπτικό τοπίο. Βεβαία θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όλο αυτό περίγραμμα είναι δείγμα πλουραλισμού, αλλά για όσους γνωρίζουν τα τουρκικά πράγματα πολύ απέχει από την πραγματικότητα ένας τέτοιος ισχυρισμός καθώς το καθεστώς που «σκιάζει» και ελέγχει αυστηρά τα πάντα, δεν διστάζει να προχωρεί ακόμα και με συχνό κλείσιμο διαφόρων τηλεοπτικών σταθμών για προσβολή της τουρκικότητας.
Σύμφωνα με τον γνωστό Άγγλο ιστορικό – Τουρκολόγο, Bernard Lewis, έναν από τους μεγαλύτερους ερευνητές τής Μέσης Ανατολής, «Οι Τουρκόφωνοι, όταν ήρθαν από την ανατολή στην Μικρά Ασία τον 11ο αιώνα μ.Χ. συνάντησαν έναν εγχώριο πληθυσμό με προϊστορία 2.000 χρόνων. Αυτός ο εγχώριος πληθυσμός, ελληνόφωνος, ελληνοπρεπής και χριστιανικός ορθόδοξος στην μεγάλη του πλειοψηφία, ούτε εξολοθρεύτηκε, αλλά ούτε και εξαφανίστηκε». Άρα το ερώτημα που τίθεται για άλλη μια φορά, είναι τι απέγινε αυτός ο πληθυσμός με πολιτιστικό επίπεδο σίγουρα πολύ ανώτερο των τουρκόφωνων νομάδων.   Η πρώτη και πιο λογική απάντηση  που μπορεί να δώσει κανείς σε αυτό το ερώτημα, είναι ότι αφού δεν εξαφανίστηκε, άλλωστε κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο, αλλαξοπίστησε και σταδιακά εντάχτηκε σε αυτό που λέμε σήμερα Τουρκία.
Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα  ιστορικά στοιχεία, οι  λαοί της Ανατολίας, (Μικράς Ασίας), είχαν   δικούς τους γνήσιους πολιτισμούς και γλώσσες, ενώ το κυρίαρχο στοιχειό ήταν η ελληνική πολιτιστική ταυτότητα . Μέχρι το 300 μ.Χ. υπήρχαν ακόμα πληθυσμοί που μιλούσαν   εκτός από τα ελληνικά, φρυγικά, έως το 400 μ.Χ,. καππαδοκικά και γοτθικά-γαλατικά και έως το 500 μ.Χ. νεοφρυγικά. Οι γλώσσες αυτές όμως επειδή δεν ήταν γραπτές σταδιακά εξαφανίστηκαν. Σήμερα οι γλωσσολόγοι  συναντάνε ακόμα σε διαλέκτους που ομιλούντο έως πρόσφατα στην Ανατολία, λέξεις και επιδράσεις απ' αυτές τις γλώσσες. Παράλληλα τα ελληνικά, που ήταν, όπως αναφέραμε, η κυρίαρχη μορφή γλωσσικής επικοινωνίας σε όλη την Ανατολία, έστω και σε μορφή διαλέκτων, όπως τα ποντιακά, επέζησαν μέχρι σήμερα.
Αυτά τα  ίχνη των εξαφανισμένων γλωσσών μαρτυρούν μια  πολιτισμική κληρονομιά  η οποία σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με την τουρκομογγολική ταυτότητα. Η  κληρονομιά αυτή έχει διατηρήσει την ύπαρξή της εδώ και χιλιάδες χρόνια από γενιά σε γενιά.  Αυτήν όμως την μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, σήμερα, η σύγχρονη Τουρκία, όχι μόνο την έχει αρνηθεί, αλλά προχώρησε σε μια καταπληκτική διαστρέβλωση κάθε έγνοιας της ιστορικής ταυτότητας της Μικράς Ασίας. Ο αυτουργός αυτής της  διαδικασίας αλλαγών όλων των ιστορικών δεδομένων, η αναγνώριση των οποίων θα έχει καταλυτικές συνέπιες γι' αυτό που αποκαλούμε σήμερα Τουρκική Δημοκρατία, είναι ο ίδιος ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο δημιουργός της τουρκικής εθνικής συνείδησης, ο Μουσταφά Κεμάλ, αγνώστου καταγωγής, αφού πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι ήταν Ντονμές, δηλαδή εξισλαμισμένος Εβραίος της περιοχής της Θεσσαλονίκης.
                                                                              .
Ο ΚΕΜΑΛ
 Το 1925 κατόπιν εντολής του Κεμάλ ένας μελετητής  των ιστορικών ανησυχιών του, συνέταξε ένα  κατάλογο των βασικών ιστορικών ερωτημάτων που απασχολούσαν εκείνη την περίοδο τον Τούρκο  ηγέτη. Τα ερωτήματα αυτά, (και συνάμα αρχή των ιστορικών του θέσεων), στα οποία θα απαντούσε με τον δικό της τρόπο η κεμαλική ιστορία αγνοώντας όλη την ιστορική πραγματικότητα της περιοχής, ήταν τα εξής: α) Ποιοι ήταν οι παλαιότεροι αυτόχθονες κάτοικοι της σημερινής Τουρκίας; β) Πώς και από ποιους δημιουργήθηκε ο πρώτος πολιτισμός στην Τουρκία;  γ) Ποια είναι η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια ιστορία και στον παγκόσμιο πολιτισμό; δ) Η ίδρυση κράτους στην Ανατολία από μια τουρκική φυλή, (τους Οθωμανούς και όχι τους Σελτζούκους), αποτελεί ένα ιστορικό μύθο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να βρεθεί μια άλλη ερμηνεία για τον σχηματισμό του κράτους αυτού. Ποια είναι η σωστή ερμηνεία;  ε) Ποια είναι η αληθινή ταυτότητα τις ισλαμικής θεωρίας και ποιος ήταν ο ρόλος των Τούρκων σε αυτή; Πάνω λοιπόν σε αυτά τα πέντε βασικά ερωτήματα κινήθηκε έκτοτε όλη η καινούργια κεμαλική «κοσμοϊστορική» θεωρία.
Το 1928 ο Κεμάλ κάλεσε τους   ιστορικούς του να εδραιώσουν την θεωρία περί της προελεύσεως των Τούρκων και της συνέχειας της παρουσίας του τουρκικού έθνους στην Μικρά Ασία από αρχαιοτάτων χρόνων. Επιδίωξη του ήταν  να δώσει ιστορικό χαρακτήρα στην εθνική συνείδηση, που μόλις είχε δημιουργήσει, σαν το βασικό θεμέλιο της νέας τουρκικής Δημοκρατίας, ένα πολύμορφο και με αδύναμη συνοχή καινούργιο κράτος. Κατ’ αρχή, από τους εντεταλμένους ιστορικούς του Κεμάλ, γεννήθηκε η «Χιττική θεωρία», δηλαδή η θεωρία που υποστήριζε ότι οι Χιττίτες ήταν οι πρώτοι πρόγονοι των Τούρκων. Έτσι δόθηκε αμέσως  κυριαρχικό δικαίωμα στους Τούρκους σε όλη την Μικρά Ασία, από αρχαιοτάτων χρόνων. Αυτή την θεωρία ανέλαβε να αναπτύξει και να διευρύνει η ιδρυθείσα  το 1931, από τον Κεμάλ, «Τουρκική Ιστορική Εταιρία», (Turk Tarihi Korumu), η οποία  το 1932 συγκάλεσε το πρώτο ιστορικό συνέδριο της Νέας Τουρκίας. Ο πρόεδρος του συνεδρίου αυτού, Τούρκος καθηγητής ιστορίας, Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού, της γνωστής μεγάλης οικογένειας των Κιοπρουλού,  που έχει δώσει μια σειρά από βεζίρηδες στη Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά που η καταγωγή της δεν είναι τουρκική, (αλβανικής καταγωγής),   επέκρινε με δριμύτητα τους δυτικούς που θεωρούσαν τους Τούρκους σαν βαρβάρους, μια αντίληψη, που όπως ανέφερε, έχει δημιουργηθεί στην Δύση μετά την πρώτη επαφή των δυτικών με τους Τούρκους δια των σταυροφοριών.
Η καινούργια ιστορική θέση που αναπτύχθηκε σε αυτό το συνέδριο, υποστήριζε ότι, «Οι Τούρκοι δεν είναι κάποια φυλή που έχει λιγότερη ιστορική άξια από άλλες αρχαίες φυλές, αλλά είναι μια φυλή που ανήκει στους Αρίους λαούς της Μικράς Ασίας». Μάλιστα επικαλέστηκαν τότε την μαρτυρία κάποιου Σταυροφόρου της πρώτης σταυροφορίας, ενός  ανώνυμου Νορμανδού συγγραφέα, ο οποίος ανέφερε για τους μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας ότι, «θα ήσαν η τελειότερη των φυλών αν μόνο ήσαν χριστιανοί». Στο ίδιο συνέδριο υποστηρίχθηκε η θεωρία ότι οι Τούρκοι ήταν κατ’ ευθεία απόγονοι των αρχαίων Τρώων, γι' αυτό και ο Μωάμεθ ο Πορθητής, (μια προσφιλή θεωρία του Μωάμεθ, «Φατίχ», ήταν να υποστηρίζει ότι συγγενεύει με τους Τρώες),  μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν είχε αλληλογραφία με την Ρώμη, είχε υποστηρίξει ότι οι Τούρκοι είναι συγγενείς με τους Ρωμαίους, καθώς από τους Τρώες που είχαν φύγει μετά την καταστροφή της Τροίας ιδρύθηκε το Λάτιο και η μετέπειτα Ρώμη, ενώ το σύμβολο της λύκαινας που ανατρέφει τους δυο ιδρυτές της Ρώμης, είναι ένα καθαρά τουρκικό εθνικό σύμβολο.
Οι βασικές θέσεις του σημαντικού αυτού ιστορικού συνεδρίου, όπως είχαν τότε δημοσιευτεί  στην Τουρκία και οι οποίες έγιναν οι βάσεις της ιστορίας όπως διδάσκεται σήμερα  σε όλη την χώρα ήταν οι εξής: α) Η ιστορία του τουρκικού έθνους όπως ήταν μέχρι σήμερα γνωστή, δεν περιορίζεται μόνο στην οθωμανική ιστορία. Η τουρκική ιστορία είναι πολύ παλαιότερη. Το έθνος που διέδωσε τον πολιτισμό σε όλα τα άλλα έθνη, είναι το τουρκικό. β) Η τουρκική φυλή δεν είναι κίτρινη, (σήμερα βεβαία έχουν αναπτυχτεί και οι απόψεις πολλών εθνικιστικών κέντρων που υποστηρίζουν την άμεση συγγένεια των Τούρκων με την κεντρική Ασία, δηλαδή με το τουρκομογγολικό κόσμο φτάνοντας στο σημείο να διεκδικήσουν τους Ουϊγούρους της Κίνας που ανήκουν στην κίτρινη φυλή). Οι Τούρκοι είναι λευκοί και βραχυκέφαλοι. «Εμείς που σήμερα διαφεντεύουμε την  πατρίδα μας, είμαστε απόγονοι εκείνων που ίδρυσαν τον παλαιότερο πολιτισμό και οι οποίοι έφεραν το ίδιο όνομα με εμάς» γ) Οι Τούρκοι που μετέφεραν τον πολιτισμό στα μέρη όπου εγκαθίσταντο και οι οποίοι υπήρξαν οι πρώτοι θεμελιωτές του πολιτισμού στο Ιράκ, την Ανατολία, την Αίγυπτο και το Αιγαίο, κατάγονται και από την Κεντρική Ασία. «Εμείς οι σημερινοί Τούρκοι είμαστε απόγονοι Κεντροασιατών», (για να μην ξεχνάμε και τις παντουρκικές θεωρίες).
 
Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Όλα αυτά όμως τα «ιστορικά  ευρήματα», ανατραπήκαν τα τελευταία χρόνια από τους ίδιους τους Τούρκους με πραγματικά εκπληκτικό τρόπο.
Στις 8 και 9 Δεκεμβρίου του 2005, ο γνωστός Τούρκος αρθογράφος της τουρκικής εφημερίδας Μιλιέτ, Χασάν Πουλούρ, έγραψε δυο άρθρα με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο: «Türk kimdir?» δηλαδή «Ποιος είναι Τούρκος;». Τα εκπληκτικά αυτά άρθρα για πρώτη ίσως φορά στην μεγαλύτερη σε κυκλοφορία τουρκική εφημερίδα, έθεταν το ερώτημα αν είναι σωστό το περίφημο σλόγκαν του Κεμάλ Ατατούρκ, «Ne mutlu Türküm diyene», δηλαδή, «Τι ευτυχής να λέω πως είμαι Τούρκος» και το οποίο είναι το θεμέλιο της σημερινής τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Ο Τούρκος αρθογράφος περίγραψε με πρωτοφανή ειλικρίνεια την δική του περίπτωση. Ανέφερε πως η μητέρα του ήταν από την πάλαι  ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία και συγκεκριμένα από τα Σκόπια, ενώ ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Βουλγαρία. Μάλιστα θυμόνταν τα παιδικά του χρόνια, τότε που συζητούμε με την γιαγιά του και την ρωτούσε αν ήταν «Αρναούτισα», (δηλαδή αλβανικής καταγωγής) και το κυριότερο, αν ήταν μουσουλμάνα.  Και οι αναμνήσεις του συνεχίζονταν με την παραδοχή της γιαγιάς του πως δεν ήταν ούτε Τουρκάλα, ούτε μουσουλμανικής καταγωγής, αλλά με τις αναστατώσεις των Βαλκανίων του περασμένο αιώνα αυτή και οι δικοί της  έγιναν…Τούρκοι. Η γιαγιά του Χασάν Πουλούρ αρνούνταν πεισματικά να του πει ποια ήταν η προ μουσουλμανική της καταγωγή. Φυσικό ήταν ο Χασάν Πουλούρ μετά από τόσα χρόνια να αναρωτιέται τι είναι ο ίδιος και αν είναι πράγματι Τούρκος, σύμφωνα με τις γνωστές καθεστωτικές απόψεις.
Εδώ, παίρνοντας αφορμή την περίπτωση του Πουλούρ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλη   η διαδικασία της ιστορικής μεταστροφής του θρησκευτικού χαρακτήρα των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, επειδή από την αρχική της δομή ήταν ατελής και συνάμα συχνά μόνο επιφανειακή, παρέμεινε μια σημαντική ιδιαιτερότητα που χαρακτήρισε το τουρκικό Ισλάμ, για να φτάσει στον εικοστό αιώνα και στα χρόνια μας, σα ένα μεγάλο αλλά και φυλετικό-θρησκευτικό πρόβλημα της ίδια της  εθνικής  ταυτότητας αυτού που καλούμε σήμερα τουρκικού λαού. Εδώ, σε αυτό το σημαντικό σημείο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η χαμένη θρησκευτικότητα της Μικράς Ασίας και το τίμημα της θρησκευτικής αποστασίας, πήραν την εκδίκηση τους, με το σημερινό πνευματικό αλλά και πραγματικό χάος της γειτονικής χώρας, που καλύπτεται επιδέξια χάρις  ενός απολυταρχικού  στρατοκρατικού μανδύα.
Πράγματι τα τελευταία χρόνια  η αμφισβήτηση όλης αυτής της καθεστωτικής αντίληψης για την ταυτότητα του σημερνού Τούρκου έχει αρχίσει και παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, κάτι που σε άλλες δεκαετίες θα φαίνονταν εξωπραγματικό και το κυριότερο, εκδηλώνεται πλέον ανοιχτά σε όλα τα ΜΜΕ, όπως τύπος, τηλεόραση, στα πανεπιστήμια και σε σχετικά βιβλία.
                                                                               .
ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2004, το μεγαλύτερο ειδησεογραφικό τουρκικό κανάλι, το NTV σε μια πολιτιστική εκπομπή, έθιξε για πρώτη φορά με τόσο ανοιχτό τρόπο το ιστορικό ερώτημα, πότε ήρθαν οι Τούρκοι στην Ανατολία; Βέβαια το τουρκικό κανάλι δεν τόλμησε να αμφισβητήσει επίσημα τις κεμαλικές θεωρίες περί υπάρξεως των Τούρκων στην Μικρά Ασία από το… 2000 π. Χ, αλλά έθεσε πολλά ερωτήματα, όπως αυτά διατυπώνονται, (έτσι ανέφεραν στην εκπομπή), από την Ρωσική Ακαδημία και  την «Τουρκική Ένωση Αρχαιολόγων» που αμφισβητούσαν την ιστορική παρουσία των Τούρκων στην περιοχή από μια τόσο αρχαία εποχή.
Τον επόμενο χρόνο άρχισε μια νέα συζήτηση με αφορμή των δράση των διαφόρων προτεσταντικών αμερικανικών αποστολών στην Τουρκία και τον προσηλυτισμό, που με μεγάλη επιτυχία σε πολλές περιπτώσεις, έκαναν στον τοπικό πληθυσμό. Τα τουρκικά ΜΜΕ έγραφαν τότε ότι οι περισσότεροι που προσηλυτίζονταν δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να επιστρέψουν στην πατρογονική τους θρησκεία, (τουρκική επιθεώρηση «Ακτουέλ», Φεβρουάριος του 2003). Το γεγονός αυτό προκάλεσε την ανησυχία πολλών παραγόντων του τουρκικού καθεστώτος, αναγκάζοντας τον ίδιο τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Αμπντούλκαντίρ Ακσού, να βγει και να δηλώσει δημόσια, (τουρκική εφημερίδα Σαμπάχ, 22 Μαρτίου του 2003), ότι στα τελευταία εφτά χρόνια μόνο 344 άτομα άλλαξαν την θρησκεία τους και από μουσουλμάνοι έγιναν χριστιανοί. Αυτό όμως ήταν η αρχή μιας μεγάλης συζήτησης γύρω από την εθνική και την θρησκευτική ταυτότητα που άνοιξε από τότε και μέχρι σήμερα συνεχίζεται με πολλά ενδιαφέροντα επεισόδια.
Η συζήτηση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και στις εφτά Δεκεμβρίου του 2005, η τουρκική εφημερίδα Ραντικάλ με ένα πρωτοσέλιδο άρθρο της φανέρωνε την έκταση που είχε πάρει το θέμα, αλλά και την αγωνία κάποιων καθεστωτικών παραγόντων που έβλεπαν να κλονίζεται όλο το οικοδόμημα της εθνικής τουρκικής ταυτότητας, που είχε οικοδομήσει με ομολογουμένως σκληρό τρόπο ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Το δημοσίευμα είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Türkiye kimlik sorununu çözebilir mi?», δηλαδή, «Μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα της τουρκικής ταυτότητας;». Το αποκαλυπτικό αυτό άρθρο αναφέρονταν και αυτό στην κεμαλικη άποψη για την εντοπιότητα των Τούρκων, η οποία όμως έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα αισθήματα αμφισβήτησης αλλά και ανασφάλειας των σημερινών κατοίκων της Τουρκίας. Την επόμενη μέρα ακριβώς, στην εφημερίδα Μιλιέτ ο πασίγνωστος Τούρκος δημοσιογράφος, Ταχά Ακγιόλ, γράφει ένα πολύ σημαντικό άρθρο με τον τίτλο, «Kimlik tartışması», δηλαδή «Η  διένεξη για την Ταυτότητα». Ο Τούρκος αρθογράφος ανάφερε ότι το 1931 ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, είχε  δώσει την εντολή  να συνταχτεί κατά κάποιο τρόπο ένα πόνημα, που θα ξεκαθάριζε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την σύνθεση της σημερινής τουρκικής ταυτότητας. Σήμερα, ομολόγησε ο Ακγιόλ, μετά από τόσα χρόνια, η αναφορά αυτή είχε αρχίσει να αμφισβητείται και μάλιστα οι επιπτώσεις από μια τέτοια αμφισβήτηση έχουν και… οικονομικές διαστάσεις.  Ο Ταχά Ακγιόλ έκανε μια περιληπτική ιστορική αναδρομή και αναφέρθηκε στην διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάρρευσης, όπως παραδέχτηκε, ήταν να σωρευτούν αρκετά ετερόκλητα στοιχεία που αποτελούν σήμερα τον κύριο κορμό της τουρκικής δημοκρατίας και έτσι δικαιολογούνται κάποιες «διαφοροποιήσεις», Αλλά το πιο σημαντικό σε αυτό το άρθρο ήταν πως για πρώτη φορά επισημαίνονταν ξεκάθαρα  οι κίνδυνοι από την συνέχιση μιας τέτοιας συζήτησης. Ο Τούρκος δημοσιογράφος της Μιλιέτ, τόνισε πως μεγάλοι πολιτικοί όπως οι Ντεμιρέλ, Οζάλ και ο σημερινός Ντενίζ Μπαικάλ, είχαν επισημαίνει στο παρελθόν αλλά ακόμα και σήμερα, τον μεγάλο, ίσως και θανάσιμο κίνδυνο, που διατρέχει η ίδια η ύπαρξη της Τουρκίας και η συνοχή του τουρκικού κράτους, από την αναμόχλευση τέτοιων θεμάτων, τα οποία ούτως η άλλως σε παλαιοτέρας εποχές αποτελούσαν ταμπού για το τουρκικό καθεστώς.  Ο Ταχα Ακγιόλ κατέληγε πως θα πρέπει να τονίζονταν όχι οι διασπάστηκες τάσεις, αλλά οι ενοποιητικοί παράγοντες που συνθέτουν την χώρα.
Το θέμα όμως είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που για πρώτη φορά στην σύγχρονη τουρκική ιστορία απασχόλησε και το Εθνικό Συμβούλιο που συνεδρίασε στις 28 Δεκεμβρίου του 2005. Σε αυτό το Εθνικό Συμβούλιο, (στο οποίο όπως είναι γνωστό συμμετέχει όλη η τουρκική στρατιωτική ιεραρχία),  παρουσιάστηκε μια έκθεση από τον Τούρκο πρωθυπουργό Ταΐπ Ερντογάν, με τον τίτλο, «Ταυτότητα».  Στην έκθεση αυτή  αναφέρονταν οι κίνδυνοι που είχαν προκύψει τον τελευταίο καιρό από το άνοιγμα αυτής της συζήτησης.  Στην αναφορά-έκθεση αυτή δίνονταν το παράδειγμα αρκετών ευρωπαϊκών χωρών όπου συμβιώνουν διαφορετικές εθνότητες χωρίς να υπάρχει πρόβλημα στην συνοχή του κράτους. Στη τουρκική περίπτωση όμως υπάρχει, (όπως τονίστηκε στο Εθνικό Συμβούλιο), το «αγκάθι» της «κουρδικής τρομοκρατίας», (έτσι χαρακτηρίζεται το κουρδικό κίνημα του ΡΡΚ) και για τον λόγο αυτό τέτοιες διενέξεις δημιουργούν άμεσο κίνδυνο για την συνοχή της Τουρκίας. Για τον λόγω αυτό επισημάνθηκε, (δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας Χουριέτ, στις 29 Δεκεμβρίου 2005) η μεγάλη ανησυχία του καθεστώτος και της κυβέρνησης για τις τυχόν αποσταθεροποιητικές τάσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό το θέμα, Την επόμενη μέρα, δηλαδή τις 30 Δεκεμβρίου, στην ιδία τουρκική εφημερίδα επισημάνθηκε η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της τουρκικής εθνικής ταυτότητας και της άμεσης σχέσης της με την θρησκευτική και γλωσσική ταυτότητα του σημερινού κατοίκου της Τουρκίας.
Το θέμα αφού ξεχάστηκε για μετρικούς μήνες επανήλθε  με πολύ εντυπωσιακό τρόπο τον επόμενο χρόνο. Συγκεκριμένα στις 27 Νοεμβρίου του 2006, μια Τουρκάλα καθηγήτρια της ιστορίας, η Νεσέ Οκτέμ, σε μια συνέντευξη της στην εφημερίδα Ραντικάλ με τίτλο, «Osmanlı Müslüman olmuş Bizans’ tır», δηλαδή, «Οι Οθωμανοί που εξισλαμιστήκαν ήταν Βυζαντινοί, (Ρωμιοί)», έθιγε κατ’ ευθεία το ζήτημα της καταγωγής των σημερινών Τούρκων. Η συνέντευξη αυτή που ούτε λίγο ούτε πολύ παραδέχονταν πως οι σημερινοί Τούρκοι είναι απόγονοι Ρωμιών-βυζαντινών, προκάλεσε μεγάλη «τρικυμία» στα τουρκικά ΜΜΕ και όχι μόνο. Η Νεσέ Οκτέμ αναρωτιόνταν τι απέγιναν τα εκατομμύρια των Ρωμιών και Αρμενίων που ζούσανε επί αιώνες στην Μικρά Ασία πριν από την έλευση των Σελτζούκων και Οθωμανών. Και συνέχισε με άκρως αποκαλυπτικό τρόπο να εκθέτει τις απόψεις της, λέγοντας ότι το λιγότερο πέντε εκατομμύρια Ρωμιοί και Αρμένιοι υπήρχαν στην Μικρά Ασία οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν. Μάλιστα έφτανε στο σημείο να ισχυριστεί πως ο πρόγονος της δεν ήταν ο Αττίλας, αλλά ο… Θαλής ο Μιλήσιος και ότι η καταγωγή της είναι από τους αρχαίους Έλληνες κατοίκους της Μικράς Ασίας. Η Τουρκάλα καθηγήτρια τάχτηκε και υπέρ της επαναλειτουργίας της θεολογικής Σχολής της Χάλκης, λέγοντας πως δεν νοείται μια δημοκρατία που δεν επιτρέπει τις θρησκευτικές μειονότητες να ασκούν ελευθέρα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Το θέμα όπως αναφέραμε προκάλεσε θύελλα συζητήσεων και στις 10 Φεβρουαρίου η ίδια τουρκική εφημερίδα, η Ραντικάλ, που είχε φιλοξενήσει την συνέντευξη της Τουρκάλας καθηγήτριας και με αφορμή την  δολοφονία του Αρμένιου δημοσιογράφου, Χρανκ Ντινκ, που είχε τότε συγκλονίσει την Τουρκία, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο, «Türk kimliği derin krize», δηλαδή «Σε βαθειά κρίση η τουρκική ταυτότητα». Στο δημοσίευμα αυτό αναφέρονταν πως οι ίδιοι οι εθνικιστές  με τις ενέργειες τους εντείνουν την μεγάλη κρίση που έχει προκύψει σχετικά με την τουρκική ταυτότητα και ότι η δολοφονία του Αρμένιου δημοσιογράφου και οι διαδηλώσεις που είχαν γίνει τότε με το σύνθημα, «Είμαστε όλοι Χρανκ Ντινκ»  και «είμαστε όλοι Αρμένιοι», ήταν ένα φυσικό ξέσπασμα μιας καταπιεσμένης ταυτότητας που δεν είχε επί τόσες δεκαετίες την δυνατότητα να εκδηλωθεί.
 
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Και φτάνουμε πρόσφατα, στις 8 Αυγούστου του 2007, οπότε και έχουμε κυριολεκτικά ένα σεισμό για το ίδιο θέμα, που κυριολεκτικά ταρακούνησε της σημερινή Τουρκία και τις καθεστωτικές της αντιλήψεις περί καταγωγής και εντοπιότητας των σημερινών Τούρκων.  Ο γνωστός Τούρκος καθηγητής της ιστορίας, Γιουσούφ Χαλάτσογλου και πρόεδρος του «Ιδρύματος Τουρκικής Ιστορίας», γνωστός για τις κεμαλικές του απόψεις γεγονός που του έδινε μεγάλη εγκυρότητα,  δήλωσε δημόσια σε μια ομιλία του πως  το 1924 στην Μικρά Ασία, 130.000 χριστιανοί, κυρίως Αρμένιοι, για να παραμείνουν στις πατρίδες τους αναγκάστηκα να δηλώσουν πως είναι μουσουλμάνοι και μάλιστα Αλεβήτες, μια θρησκευτική ταυτότητα που τους έδινε τις δυνατότητες να διαφοροποιηθούν από το επίσημο σουνιτικό θρησκευτικό δόγμα. Η δήλωση αυτή και μάλιστα από ένα κεμαλιστή ιστορικό που είχε διακριθεί για τους αγώνες του εναντία στην αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας, προκάλεσε πραγματικό σεισμό και έντονες αντιδράσεις από πολλούς καθεστωτικούς παράγοντες. Με τις δηλώσεις του αυτές ο ίδιος ο Χαλάτσογλου, κυριολεκτικά έδινε ένα καίριο χτύπημα σε όλο το οικοδόμημα της σημερινής τουρκικής ταυτότητας. Μάλιστα ο ίδιος είχε πεισμώσει σε τέτοιο βαθμό, που στη συνέχεια αποκάλυψε πως είχε τα πιστοποιητικά και τα ονόματα αυτών που υποκριθήκαν πως είχαν αλλάξει θρησκεία αλλά ήταν χριστιανοί, δεν τα δημοσιεύει όμως γιατί μια τέτοια ενέργεια, όπως το παραδέχτηκε χαρακτηριστικά, θα προκαλούσε εθνικό ψυχολογικό πρόβλημα καθώς θα αποκαλύπτονταν ότι χιλιάδες σημερινές οικογένειες έχουν χριστιανική καταγωγή. Αντιλαμβάνεται κανείς το τι επακολούθησε τις επόμενες μέρες. Πληθώρα άρθρων και γνωστοί  δημοσιογράφοι, αρθογράφοι και ιστορικοί, άρχισαν μια δημόσια διένεξη σχετικά με τις αποκαλύψεις του Χαλάτσογλου, φέρνοντας στην φόρα και άλλες μικρές αποκαλύψεις, όπως ότι στην Καισάρεια, στην Γιοζγκάτη, στη Σεβάστεια, πολλοί σημαίνοντες μουσουλμάνοι είναι χριστιανικής καταγωγής.
Στις 22 Αυγούστου ο γνωστός μας αρθογράφος της Μιλιέτ, Ταχά Ακγιόλ, επανερχόμενος στο θέμα έγραφε πως θα πρέπει να χαμηλώσουν οι τόνοι στο σημαντικό αυτό θέμα και ότι δεν αποκλείεται κάποιοι Αλεβίτες, ή άλλοι μουσουλμάνοι να έχουν χριστιανική ρωμαίικη ή αρμενική καταγωγή.  Παράλληλα ο Ταχά Ακγιόλ πρόσθετε ότι ο Χαλάτσογλου έκανε τις δηλώσεις του  θέλοντας κυρίως να τονίσει πως οι σημερινοί Κούρδοι της Ανατολίας έχουν τουρκμενική καταγωγή και συνεπώς δεν θα υπάρχει κουρδικό πρόβλημα, αν  δοθεί η δυνατότητα να εκλεχθεί η καταγωγή των κουρδικών φυλών της νοτιοανατολικής Τουρκίας.  Μετέφερε δηλαδή  με πολύ έξυπνο τρόπο το θέμα στο κουρδικό πρόβλημα, που είναι και το μεγαλύτερο όπως αναφέραμε «αγκάθι» σήμερα για την συνοχή και την ύπαρξη της Τουρκίας, με πρόδηλο σκοπό να ακυρώσει την κουρδική καταγωγή των Κούρδων της Τουρκίας.
http://oodegr.co/oode/istoria/o8wmanoi/taftot_toyrk_1.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου