24 Φεβρουαρίου 2016

Περί των Λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου

Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Σύντομος Βίος.
Ὁ μεγαλύτερος τῶν Προφητῶν Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης. «Ἀνεδείχθη γάρ καί Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καί ἐν ρύθροις βαπτῖσαι κατηξιώθη τόν κηρυττόμενον».
Κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν καρπός προσευχῆς τῶν δικαίων γονέων του, τοῦ Ἱερέως καί Προφήτου Ζαχαρία καί τῆς ἁγ. Ἐλισσάβετ, «γεννηθείς διά θείας ἐπαγγελίας καί ὑποσχέσεως». Πρίν τήν γέννησή του, προσκύνησε «διά σκιρτήματος ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός αὐτοῦ», τόν κυοφορούμενο Χριστό, κατά τήν συνάντηση τῆς Παρθένου Μαρίας μέ τήν ἐξαδέλφη της Ἐλισσάβετ, στήν Ὀρεινή τῆς Ἰουδαίας· καί κατά τήν γέννησή του ἔλυσε τήν ἀφωνία τοῦ πατέρα του!...
Κατά τόν διωγμό τοῦ Ἡρώδη καί τήν σφαγή τῶν 14.000 Νηπίων, ἡ μητέρα του διέφυγε στήν ἔρημο, μαζί μέ τόν μικρό Ἰωάννη. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης ἔζησε μέχρι τό 30ό ἔτος τῆς ζωῆς του, ντυμένος μέ τρίχες καμήλου καί τρεφόμενος μέ μέλι ἄγριο καί ἀκρίδες (βλαστάρια τῶν φυτῶν). Προετοίμασε τήν ἐμφάνιση καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, μέ τό κήρυγμα «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καί Τόν βάπτισε στόν ποταμό Ἰορδάνη.
Ὁπλισμένος μέ τά προσόντα τοῦ ἐπιβλητικοῦ κήρυκα πού καθήλωνε μέ τήν ἐντυπωσιακή του μορφή καί τήν θερμότητα τῶν λόγων του τά πλήθη, κατακεραύνωνε τήν φαρισαϊκή «ἁγιότητα» τῶν συγχρόνων του, ἡ ὁποία πίσω ἀπό τήν τυπολατρεία ἔκρυβε κοινωνικές πληγές καί ἠθική ἀκαθαρσία. Αὐτή ἡ παρρησία τοῦ στοίχισε τήν ζωή του, ἀφοῦ τελειώθηκε μαρτυρικά μέ ἀποκεφαλισμό, ἀπό τόν Τετράρχη τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδη, ἐπειδή ἔλεγχε τόν παράνομο δεσμό του μέ τήν σύζυγο τοῦ ἀδελφοῦ του Ἡρωδιάδα.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν Σύλληψη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τήν 23η Σεπτεμβρίου, τήν Γέννησή του τήν 24η Ἰουνίου, τήν Ἀποτομή τῆς Κεφαλῆς του τήν 29η Αὐγούστου, τήν Α’ καί Β’ Εὕρεση τῆς Κεφαλῆς του τήν 24η Φεβρουαρίου, τήν Γ’ Εὕρεσή της τήν 25η Μαϊου καί τήν Σύναξη τήν 7η Ἰανουαρίου («ἐπειδή οὖτος ὑπηρέτησεν εἰς τό Μυστήριον τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου»).
Τά Λείψανα τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Τό Λείψανο τοῦ Τιμίου Προδρόμου κήδευσαν οἱ μαθητές του (Μάρκ. 6, 21 – 29). Δέν εἶναι γνωστό πότε ἀνακομίσθηκε, κατά τήν ἀνακομιδή πάντως βρέθηκε ἀδιάφθορο, ἀφοῦ κατά τόν διωγμό τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, κάηκε ὁλόκληρο στή Σεβαστούπολη. Ἀπό τήν καταστροφή αὐτή διασώθηκαν μόνο τά χέρια του καί βέβαια ἡ τιμία του Κεφαλή, ἐπειδή δέν φυλάσσονταν μαζί μέ τό σῶμα.

Περί τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Κατά τόν Ἱστορικό Δοσίθεο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, ἀδιάφθορη διαφυλάχθηκε καί ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Βαπτιστοῦ.
Γιά πρώτη φορά ἡ Κάρα βρέθηκε στά Ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη ἀπό δύο μοναχούς, «δι’ ἐπιφανείας καί ἀποκαλύψεως τοῦ ἰδίου τοῦ Βαπτιστοῦ» καί μεταφέρθηκε στήν Ἔμεσσα τῆς Συρίας, ὅπου ἀλληλοδιαδόχως ἔφθασε στά χέρια τοῦ Ἀρειανοῦ Ἱερομονάχου Εὐσταθίου.
Γιά δεύτερη φορά ἡ Κάρα βρέθηκε κρυμμένη σέ σπήλαιο, «ἐντός ὑδρίας», καί ἀνακομίσθηκε στήν ΚΠολη, ὅπου κατατέθηκε στόν πρός τιμή τοῦ Προδρόμου Ναό, στό Ἕβδομο.
Γιά τήν τρίτη Εὕρεση τῆς Κάρας δέν σώθηκαν ἰδιαίτερες λεπτομέρειες. Εἶναι γνωστό μόνο, ὅτι βρέθηκε στά Κόμμανα τῆς Καππαδοκίας, «ὑπό τινος Ἱερέως, ἐντός ἀργυροῦ ἀγγείου καί εἰς τόπον ἱερόν» καί ἀπό ἐκεῖ ἀνακομίσθηκε καί πάλι στήν ΚΠολη.
Ἀπό Ἐγκώμιο τό ὁποῖο ἔγραψε ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, πιθανολογεῖται ὅτι ἴσως ὑπῆρχε στή Μονή τοῦ Στουδίου μέρος ἤ καί ὅλη ἡ ἁγία Κάρα. Στήν ἱστορική συνέχεια ἡ Κάρα διαφυλάχθηκε στή Βλαχία (ἄγνωστο ἀπό ποιόν καί πότε δωρήθηκε), διότι τόν 16ο αἰ. μέρος της δωρήθηκε στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Νεάγκο Μπασαράμπη (1512 – 1521), ὁ ὁποῖος πλήρωσε καί τήν δαπάνη κατάσκευῆς τῆς χρυσῆς λειψανοθήκης της. Τό 1765, ἐνῶ Διονυσιάτες μοναχοί τήν μετέφεραν στό μετόχι τους στό νησί τοῦ ἁγ. Εὐστρατίου, γιά τήν σωτηρία τῶν κτημάτων ἀπό καταστροφική ἀκρίδα, τό πλοῖο τους λαφυραγωγήθηκε ἀπό πειρατές καί ἡ Προδρομική Κάρα κατέλειξε στό Μεγάλο Τζαμί τῆς Δαμασκοῦ, ὅπου φυλάσσεται σέ εἰδικό κουβούκλιο. (Σωτ. Ν. Καδᾶ, «Ἡ Ἱερά Μονή ἁγ. Διονυσίου – Προσκυνηματικός Ὁδηγός – Ἱστορία – Τέχνη – Κειμήλια», 2002, σελ. 130).
Ἄλλο μέρος τῆς Κάρας διαφυλάχθηκε στή Μονή Καλούτι τῆς Βλαχίας (Μετόχιο τοῦ Παναγίου Τάφου). Τό τμῆμα ἐκεῖνο «ἔνεκα τῶν περιστάσεων», μετέφερε στά Ἱεροσόλυμα ὁ Πατριάρχης Δοσίθεος, χωρίς νά εἶναι γνωστό πού βρίσκεται σήμερα. Ὁ ἴδιος γράφει στήν Ἱστορία του: «Ἀπεδημήσαμεν ἀπό ΚΠόλεως εἰς Βλαχομπογδανίαν, ὅτε καί τά Μοναστήρια Καλούη καί Οὐγκρέη ἐλάβομεν· ἐν δέ τῷ Καλούῃ μοναστηρίῳ, ἦν μέρος τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Προδρόμου, ὅπερ – τό ἀμφίβολον τοῦ τόπου κατανοήσαντες – ἀνηνέγκαμεν εἰς Ἱερουσαλήμ» (σελ. 1216).
Γιά τήν Ἱστορία πρέπει νά ἀναφέρουμε, ὅτι μετά τίς Σταυροφορίες ἐμφανίσθηκε στή Δύση κάρα πού ἀποδόθηκε στόν Τίμιο Πρόδρομο, γιά τήν διαφύλαξή της μάλιστα κτίσθηκε ὁ Καθεδρικός Ναός τῆς Ἀμμιένης, ὁ μεγαλύτερος Γοτθικοῦ ρυθμοῦ Ναός τῆς Εὐρώπης.
  
 
Η ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ Ι.ΜΟΝΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Περί τῶν χειρῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου
Ἡ ἀδιάφθορη δεξιά τοῦ ἁγ. Ἰωάννη ὑπέστη καί αὐτή ἀνάλογες μέ τήν Κάρα ἱστορικές περιπέτειες. Κατά τήν συναξαριστική παράδοση τήν δεξιά τοῦ Προδρόμου ἔλαβε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί τήν κατέθεσε στήν πατρίδα του Ἀντιόχεια. Μεταφέρθηκε στήν ΚΠολη κατά τήν βασιλεία τῶν Αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου Ζ’ καί Ρωμανοῦ Β’.
Τό 1403, ὁ Ρούϊ Γκονζάλες Ντέ Καλβίχο (Ἰσπανός ἀπεσταλμένος στήν Αὐλή τοῦ Ταμερλάνου), τήν προσκύνησε στήν Μονή Περιβλέπτου ΚΠόλεως (κτίσμα Ρωμανοῦ Γ, 1031 – 1034). «Ἦταν τό δεξί του χέρι – γράφει – ἀπό τόν ἀγκῶνα ὡς τήν παλάμη, πολύ γερό καί νωπό, ἄν καί λένε πώς ὅλο τό σῶμα τοῦ εὐλογημένου Ἰωάννη στέγνωσε, ἐκτός ἀπό τό δάκτυλο τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ, μέ τό ὁποῖο ἔδειξε ὅταν εἶπε, «ἰδού ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ». Καί τό χέρι αὐτό ἔμοιαζε νά εἶναι ζωντανό· ἦταν πλαισιομένο ἀπό ἕνα λεπτό χρυσό σύρμα, ἔλειπε ὅμως τό μεγάλο δάκτυλο». (Ρούϊ Γκονζάλες Ντέ Καλβίχο, «Ταξείδι στήν Αὐλή τοῦ Ταμερλάνου», σελ. 101 – 102· καί Νικ. Κοντάκωφ, «Βυζαντινές Ἐκκλησίες καί μνημεία τῆς ΚΠόλεως», Ὀδησσός 1886, σελ. 69).
Ὁ λόγιος Ἁγιορείτης Γεράσιμος Σμυρνάκης σημειώνει γιά τήν δεξιά τοῦ Ἁγίου, ὅτι, «ἡ χείρ αὕτη ὡς καί ἡ Κάρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, κομισθεῖσαι εἰς ΚΠολιν, ἐπί πέντε ἑκατονταετηρίδας εὑρίσκοντο ἐν τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Πετρίου, κατά δέ τήν Ἅλωσιν τῆς ΚΠόλεως μετά τοῦ Ἀκανθίνου Στεφάνου, τῆς Λόγχης καί τοῦ Σπόγγου, κατετέθησαν ἐν τῷ Σουλτανικῷ Θησαυροφυλακίῳ… Κατά Σεπτέμβριον τοῦ 1482 ὁ Σουλτάνος Βαγιαζήτ συνωμολόγησε συνθήκην μετά τοῦ Μεγάλου Ταξιάρχου τῆς Ρόδου, ἐπί τοῖς ὅροις, ἵνα εἰρήνη κρατῆ κατά ξηράν καί θάλασσαν, ἐμπορική ἐλευθερία, κ.λ.π. – ἔτι δέ μυστικήν συνθήκην ἀφορῶσαν εἰς τόν ἀδελφόν αὐτοῦ Τζέμ, τόν διεκδικοῦντα τόν Θρόνον, δι’ ἧς ἀνεδέχετο νά πληρώση 45.000 δουκάτα τῷ Μεγάλῳ Ταξιάρχῃ, ἄν τό Τάγμα αὐτοῦ καθείργνυε τόν Τζέμ. Μαθών δέ ὅτι ὁ Ταξιάρχης ἐξεπλήρωσεν τήν ἀφορῶσαν αὐτόν ὑποχρέωσιν, ἀπέστειλε καί αὐτός – κατά Μάϊον τοῦ 1438 – τό συνομολογηθέν ποσόν τῶν δουκάτων, συγχρόνως δέ βαρυτιμότατον δῶρον ἐντός κυπαρρισίνης θήκης, τήν δεξιάν χεῖρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἐπιμελῶς ἐν σηρικῷ ὑφάσματι ἐνειλημένην». (Γερασίμου Σμυρνάκη, «Τό Ἅγιον Ὄρος», σελ. 511).
Ἡ δεξιά τοῦ Ἁγίου φυλάχθηκε στή Μάλτα, ὅπου ἡ ἕδρα τῶν Ἰωαννιτῶν Ἰπποτῶν, μέχρι τό 1799. Τότε, μέ τήν κατάληψη τῆς νήσου ἀπό τούς Γάλλους, οἱ Ἰππότες στράφηκαν γιά βοήθεια πρός τήν Ρωσία καί τήν 12η Ὀκτωβρίου 1799 πρόσφεραν στόν Τσάρο Παῦλο Α’ τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου, τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας Φιλερήμου καί τήν δεξιά τοῦ Προδρόμου. Τά κειμήλια κατατέθηκαν στό Παρεκκλήσιο τοῦ Χειμερινοῦ Ἀνακτόρου. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ἀπό τό 1800, τιμᾶ τό γεγονός τήν 12η Ὀκτωβρίου. (Βλ. Ἰστοσελίδα «Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς» – METROPOLIA). Δέν εἶναι γνωστές οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποίες ἡ Προδρομική δεξιά ἔφθασε στήν Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους.
Ἐπίσης δέν εἶναι γνωστές οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποίες τό κειμήλιο βρέθηκε στήν ΚΠολη. Ἤδη ἀπό το 1878, ὁ Μητροπολίτης πρ. Βελεγράδων Ἰερεμίας ὁ ὁποῖος κοινοβίασε στήν Μονή Διονυσίου, κατέβαλε προσπάθειες γιά τήν ἐπανάκτηση τοῦ κειμηλίου. Στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. τό κειμήλιο ἦταν στήν κατοχή τοῦ μυστικοσύμβουλου τῆς Πρωσίας στήν ΚΠολη Ἰωάννη Φραγκόπουλου, ὁ ὁποῖος καί τό εἶχε διακοσμήσει. Ἐπεστράφη στήν Μονή Διονυσίου τήν 10. 3. 1802, χάρις στίς προσπάθειες τοῦ Προηγουμένου Ἰωακείμ Ἁγιοστρατίτη (σέ ἀνάμνηση τελεῖται ἀγρυπνία τήν Δ’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν).
Στό ἴδιο ἔργο του ὁ Καλβίχο σημείωνει γιά τήν ἐπίσκεψη τῆς Ἰσπανικῆς Ἀποστολῆς στόν Ναό τοῦ Προδρόμου. Πρόκειται γιά Ναό πού ἔκτισε ὁ Θεοδόσιος Α’ ὁ Μέγας, κοντά στά Ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν. Εἶχε μορφή βαπτιστηρίου καί ἦταν διακοσμημένος μέ ἐξαίρετα ψηφιδωτά. Ὁ ψηλός θόλος του στηριζόταν σέ τέσσερεις κίονες ἀπό πράσινο ἴασπι! Οἱ θύρες του ἦσαν ἀργυρές ἐπιχρυσωμένες! «Κοντά στίς πόρτες – γράφει – βλέπεις τέσσερεις μικρές κολόνες ἀπό ἴασπι, μέ ἀργυρές καί ἐπίχρυσες γραμμές, οἱ ὁποίες συμπλέκονται σέ σχῆμα σταυροῦ μέ πολλά πετράδια»!. Ἐκεῖ φυλάσσονταν ἡ ἀδιάφθορη ἀριστερά τοῦ Ἁγίου. «Τήν ἴδια ἡμέρα – γράφει – μᾶς ἔδειξαν τό ἀριστερό χέρι (ἀπό τόν ὤμο ὡς τήν παλάμη) τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστή. Εἶχε τόσο στεγνώσει, πού ἔβλεπες μόνο δέρμα καί ὀστά· ἡ ἄρθρωση τοῦ ἀγκῶνα ἦταν ἀπό χρυσό καί πολύτιμα πετράδια» (αὐτ. σελ. 97 – 98). Ἡ Προδρομική ἀριστερά σήμερα σώζεται στό Μουσεῖο τῶν Ἀνακτόρων Τόπ Καπί ΚΠόλεως.
 
 
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΠΕΡΙΛΥΠΟΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΧΕΙΡΟΣ ΤΟΥ Τ. ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ  ΤΟΠ ΚΑΠΙ

Ἀπό τά Λείψανα τοῦ Τιμίου Προδρόμου σήμερα σώζονται:
Μέρος τῆς Κάρας του στή Μονή Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους·
Μέρος τῆς Κάρας του στό Μεγάλο Τζαμί τῆς Δαμασκοῦ·
Τό ἐπάνω μέρος τῆς Κάρας του στό Μουσεῖο τῶν Ἀνακτόρων Τόπ Καπί ΚΠόλεως·
Μέρος τῆς σιαγόνας «μετά τριῶν ὀδόντων» στήν Μονή Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους·
Ἡ ἀδιάφθορη δεξιά του στή Μονή Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους·
Ἡ ἀδιάφθορη ἀριστερά του στό Μουσεῖο τῶν Ἀνακτόρων Τόπ Καπί ΚΠόλεως·
Μέρος τῆς ἀριστερᾶς στή Μονή Μεγάλου Μετεώρου·
Δάκτυλος στή Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους·
Ἀποτμήματα τῆς ἀριστερᾶς στή Μονή ἁγ. Ἰωάννη Μακρυνοῦ Μεγάρων, στό Ἱ. Ν. Γενν. Τιμίου Προδρόμου Λαρίσης καί στό Παρεκκλήσιο ὁσ. Ξένης τῆς διά Χριστόν Σαλῆς Μάνδρας Ἀττικῆς·
Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἰβήρων, Παντοκράτορος καί ἁγ. Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
Ἀκόμη στή Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας σώζεται ἡ «πλεξίδα» του.  

                                      ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ 
                                                                  Ήχος β
Μνήμη δικαίου μετ΄ εγκωμίων, σοί δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου, Πρόδρομε, ανεδείχθης γαρ όντως και προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθεις τον κηρυττόμενον.Όθεν της αληθείας υπεραθλήσας, χαίρων ευηγγελίσω και τοις εν άδη Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος.
ΠΗΓΗ.ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΕΚ ΤΙΜΟΘΕΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου