29 Νοεμβρίου 2012

Η θρησκευτικότητα ως πολιτικό τονωτικό


του Σαράντου Καργάκου
ιστορικού, φιλολόγου και δοκιμιογράφου
Τώρα πού πλησιάζουν οἱ μέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν, παρατηρῶ σέ σχέση μέ τά προηγούμενα χρόνια μιά ἐντονότερη προσέλευση τοῦ κοινοῦ στίς ἐκκλησίες. Καί ὄχι μόνον κατά τίς λειτουργίες. Στά διάφορα ἐκκλησάκια τῶν Ἀθηνῶν καθημερινά γίνεται τό «πατεῖς με πατῶ σε». Ὁ κοσμάκης ἀπελπισμένος μπαίνει στήν ἐκκλησία ν᾽ ἀνάψει ἕνα κεράκι. Ἄς μή θεωρηθεῖ βλασφημία: Μέ ἕνα κεράκι τῶν 20 λεπτῶν ἀγοράζεις ἐλπίδα...

Ὁ κόσμος, ἀντί νά προσκυνᾶ τούς πολιτικούς, ἔχει ἀρχίσει νά προσκυνᾶ τούς ἁγίους. Οἱ ἅγιοι κι ἄν δέν σοῦ δώσουν τίποτε, τουλάχιστον δέν θά σοῦ πάρουν. Ὡστόσο, πάντα δίνουν κάτι σημαντικό στόν ἀπογοητευμένο καί ἀποθαρρημένο ἑλληνικό λαό: Κουράγιο καί πίστη σ᾽ ἕνα θαῦμα. Πώς θά ᾽ρθουν καλύτερες μέρες. Κι ἄν ὄχι καλύτερες, τουλάχιστον μή... χειρότερες!
Οἱ μοντερνίζοντες ἄς μήν ὑποτιμοῦν καί τόν θρησκευτικό παράγοντα· εἶναι δύναμη, εἶναι παρηγοριά. Ὁ Χάνς Φράνκ, ὁ χιτλερικός Γενικός Διοικητής τῆς Πολωνίας κι ἐπικεφαλῆς μιᾶς κυβερνήσεως ἀνδρεικέλων στή Δυτική Πολωνία στό ἡμερολόγιό του εἶχε σημειώσει καί τά ἀκόλουθα: «Ἡ μεγαλύτερη δύναμη τῆς Πολωνίας βρίσκεται στήν ἐκκλησία καί στή Μαντόνα τῆς Τσεστόχοβα».
Ἔχω ἐπισκεφθεῖ τό χῶρο αὐτό. Μέσα στήν πόλη, πάνω στό ὕψωμα, ὀρθώνεται τό μοναστήρι Πολίν, ὅπου φυλάσσεται ἕνα σπάνιο κειμήλιο, ἕνα εἰκόνισμα. Πρόκειται γιά τήν «Παναγία τῆς Τσεστόχοβα» ἤ τή «Μαύρη Παναγία». Ἄγνωστο πῶς τό εἰκόνισμα αὐτό μεταφέρθηκε στό μοναστήρι τό 1384. Μιά ἐπιστημονική ἐξέταση πού ἔγινε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1948-1952 ἔδειξε ὅτι εἶχε ζωγραφιστεῖ σέ κάποια περιοχή τῆς Μέσης Ἀνατολῆς κατά τόν 6ον αἰ. Οἱ Πολωνοί πάντως τό θεωροῦν σύμβολο τῆς πολιτικῆς καί τῆς θρησκευτικῆς τους ἐλευθερίας, σύμβολο πού διοχετεύει σ᾽ αὐτούς μιά δυναμογόνο οὐσία.
Ὅταν ἕνας λαός πιστεύει σέ κάτι, μοιάζει μέ ἕνα μικρό –ἔστω– καράβι πού μέσα στήν καταιγίδα ἀτρόμητο ὁρμᾶ νά ὑποτάξει τόν ἄνεμο καί τό ἄγριο κύμα. Ὁ λαός μας ἐδῶ καί καιρό ἔχει χάσει τήν πίστη του πρός τόν πολιτικό-θαυματοποιό κι ἔχει στραφεῖ πρός τό Θεό, παρά τίς συγκινητικές προσπάθειες τοῦ ὑπουργείου κακοπαιδείας νά ἐφαρμόσει ἐδῶ καί μιά δεκαετία τήν ἀποθρησκειοποίηση στά σχολεῖα. Καθώς πάντα κατά τήν κάθοδόν μου στήν Ἀθήνα χρησιμοποιῶ τόν «Ἠλεκτρικό», βλέπω μέ ἔκπληξη ὅτι οἱ πιό εὐλαβεῖς ἐπιβάτες, πού κάνουν τό σταυρό τους, ὅταν περνᾶμε ἀπό τό Β’ Νεκροταφεῖο, τόν Ἅγιο Ἐλευθέριο καί τόν Ἅγιο Νικόλαο, εἶναι κάποιοι «ξεσάλωτοι» νεαροί (καί νεαρές) πού φοροῦν σχισμένο «τζίν» κι ἔχουν συχνά σκουλαρίκι στ᾽ αὐτί.
Οὔτε μπορῶ νά θεωρήσω τυχαῖο τό γεγονός ὅτι φέτος πού συμπληρώθηκαν 100 χρόνια ἀπό τό θάνατο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ Σκιαθίτης συγγραφέας –χωρίς πάντα ἐπίσημους φορεῖς– τιμήθηκε τόσο πολύ. Στά κείμενά του ὁ κόσμος βρίσκει ἀναπαμό καί ἀπαντοχή. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι πηγή μέ δροσερό καί ἀμόλυντο νερό. Χωρίς ποτέ νά γίνεται χαριστικός οὔτε στούς ἄρχοντες οὔτε στό λαό. Σ᾽ ἕνα μικρό ἀφήγημά του –ἰδιαίτερα αὐτοβιογραφικό– στρέφεται πρός κάποιον πού τόν ἐπιτιμᾶ, ἐπειδή μέ τόση μόρφωση δέν ἐξηγεῖ σέ λόγο «ζωντανό» τά ἐκκλησιαστικά καί τοῦ λέγει: «Ὅλα τά ἔχει ἡ ἐκκλησία σέ ἁπλή γλώσσα». Καί ἀκολουθεῖ ἀμέσως τό καταπελτικό γιά τό λαό:
«Θέλει δυστυχῶς λόγο, καί πολλούς λόγους μάλιστα...
θέλει κάτι ὡσάν θέαμα, καί τά θέλει ὅλα λογοκοπικά
καί θεατρικά. Καί δι᾽ αὐτό ὅσοι βγάζουν λόγους,
πεντάρικους
ἤ δεκάρικους, εὐδοκιμοῦν εἰς τό πλῆθος· καί δι᾽ αὐτό
... τό προκόψαμε» («Ἐπιμηθεῖς εἰς τόν βράχον»).
Τώρα, ὅμως, πού ὁ λαός ὁ ἕως χθές Ἐπιμηθέας, εἶναι καρφωμένος σάν τόν Προμηθέα στά βράχια τοῦ Καυκάσου, καί τά ὄρνεα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας τοῦ τρῶνε τά σωθικά, στρέφεται πρός τήν ἐκκλησία καί τά ἐκκλησιαστικά. Ὄχι γιατί ὅλα ἐκεῖ εἶναι πλασμένα ἀγγελικά. Ὁ κόσμος θέλει κάπου νά στηριχθεῖ. Κι ὅσο κι ἄν φαίνεται περίεργο στηρίζεται στό ἄυλο, σέ μιά ἐξ ὕψους ἀρωγή, ὅπως συμβαίνει μέ τούς ναυτικούς μας σέ μεγάλη θαλασσοταραχή.
Εἶναι εὔκολο νά πετᾶμε καί νά πουλᾶμε ἐξυπνάδες γιά τήν ἀφελῆ πίστη τοῦ κουτοῦ λαοῦ. Θυμᾶμαι μιά βάναυση φράση πού κάποτε εἶχα διαβάσει: «Εἶναι κάτι θρησκόληπτοι πού ὅπως προσεύχονται θυμίζουν κουνέλια πού μασουλᾶνε χορτάρι». Μπορεῖ ἡ προσευχή νά εἶναι χορτάρι ἀλλά δέν εἶναι... «χόρτο» μέ τό ὁποῖο χορταίνει ἡ παγκόσμια ἐπαναστατική νεολαία πού ἔκανε κάποτε τή μαριχουάνα «κουλτούρα τοῦ προοδευτισμοῦ». Πῶς μπορεῖς νά πιστεύεις σέ κάτι πού δέν βλέπεις, ἀπορεῖ ὁ σκεπτικιστής. Ἔχει δώσει σ᾽ αὐτό μιά συγκλονιστική ἀπάντηση ὁ Βίκτωρ Οὑγκώ: «Τά μάτια δέν βλέπουν καλά τό Θεό, παρά μόνο μέσα ἀπό τά δάκρυα». Τήν ἀνάγκη τῆς θρησκείας τή νιώθεις πιό ἔντονα, ὅταν εἶσαι ναυάγιο.
Πολλοί ἀριστεροί πού ἔχουν γνωρίσει τόν Μάρξ ἀπό κομματικές «ρετσέτες» ἐπαναλαμβάνουν συχνά τό περίφημο: «Ἡ θρησκεία εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ». Στά χρόνια τοῦ Μάρξ τό ὄπιο σέ φυσική μορφή ὑπῆρχε –ὡς ἀναλγητικό– σέ κάθε σπιτικό. Ἀλλ᾽ ἰδού πῶς τό εἶχε πεῖ ὁ ἐλάχιστα μελετημένος ἀπό τούς ὀπαδούς του διανοητής:
«Ἡ θρησκεία εἶναι ὁ ἀνασασμός τῆς βασανισμένης ὕπαρξης, ἡ καρδιά ἑνός κόσμου χωρίς καρδιά, τό πνεῦμα μιᾶς ἐποχῆς χωρίς πνεῦμα. Εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ».
Προτιμῶ αὐτό τό πνευματικό ὄπιο, ἀπό τό ἄλλο τό χημικό ἤ τό πολιτικό καί τό ἀκόμη χειρότερο, τό τηλεοπτικό.
Πηγή: http://www.sarantoskargakos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου