16 Αυγούστου 2012

Διήγησις ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν ἄλλη ζωὴ


Ἤμουν ἄθεη καὶ ἔβριζα πολὺ καὶ φοβερὰ τὸν Θεό. Ζοῦσα μέσα στὴν ντροπὴ καὶ τὴν πορνεία καὶ ἤμουν νεκρὴ στὴν γῆ. Ὅμως ὁ ἐλεήμων Θεὸς δὲν ἄφησε νὰ χαθῶ, ἀλλὰ μὲ ὡδήγησε στὴν μετάνοια.
Στὰ 1962 ἀρρώστησα ἀπὸ καρκίνο καὶ ἤμουν ἄρρωστη τρία χρόνια. Δὲν ἔμεινα ξαπλωμένη, παρὰ ἐργαζόμουνα καὶ ἔκανα θεραπεία σὲ γιατρούς, ἐλπίζοντας νὰ βρῶ θεραπεία. Τοὺς τελευταίους ἕξη μῆνες εἶχα τελείως ἀδυνατίσει, τόσο ποὺ οὔτε νερὸ δὲν μποροῦσα νὰ πιῶ. Μόλις τὸ ἔπινα, ἀμέσως τὸ ἔκανα ἐμετό. Τότε μὲ πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἐπειδὴ ἤμουν πολὺ ἐνεργητική, κάλεσαν ἕνα καθηγητὴ ἀπὸ τὴν Μόσχα καὶ ἀπεφάσισαν νὰ μὲ χειρουργήσουν. Μόλις μοῦ ἄνοιξαν τὴν κοιλιά, ἀμέσως πέθανα...
 Ἡ ψυχή μου βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ στέκονταν ἀνάμεσα σὲ δυὸ γιατροὺς καὶ ἐγὼ μὲ μεγάλο φόβο καὶ τρόμο ἐκοίταζα τὴν ἀρρώστια μου. Ὁλόκληρο τὸ στομάχι μου καὶ τὰ ἔντερά μου ἦταν προσβεβλημένα ἀπὸ καρκίνο. Στεκόμουν καὶ ἐσκεπτόμουν γιατί εἴμαστε δυό; Δὲν εἶχα ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Οἱ κομμουνιστὲς μᾶς φούσκωναν καὶ μᾶς ἐδίδασκαν ὅτι ψυχὴ καὶ Θεὸς δὲν ὑπάρχουν, ὅτι αὐτὸ εἶναι μόνο ἐπινόησις τῶν παπάδων γιὰ νὰ ξεγελάσουν τὸν λαὸ καὶ τὸν κρατοῦν σὲ φόβο γιὰ κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει. Βλέπω τὸν ἑαυτό μου ποὺ στέκεται καὶ τὸν βλέπω πάλι ἐπάνω στὸ χειρουργεῖο. Μοῦ ἔβγαλαν ἔξω ὅλα τὰ ἐντόσθια καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δωδεκαδάκτυλο. Ἀλλὰ ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο πύον, τὰ πάντα ἦταν κατεστραμμένα καὶ χαλασμένα, τίποτε δὲν ἦταν ὑγιές. Οἱ γιατροὶ τότε εἶπαν: «αὐτὴ δὲν ἔχει μὲ τί νὰ ζήσει». Ὅλα τὰ ἔβλεπα μὲ μεγάλο φόβο καὶ τρόμο καὶ πάλι σκεπτόμουν: «Πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ εἴμαστε δυό; Στέκομαι καὶ ταυτόχρονα εἶμαι ξαπλωμένη;». Οἱ γιατροὶ τότε ἐπέστρεψαν τὰ ἐντόσθια μου ὅπως-ὅπως καὶ εἶπαν ὅτι τὸ σῶμα μου πρέπει νὰ δοθῆ στοὺς νέους εἰδικευμένους ἰατροὺς γιὰ διδασκαλία καὶ τὸ μετέφεραν στὸ ἀνατομεῖο καὶ ἐγὼ πήγαινα κοντά τους καὶ ὅλο καὶ παραξενευόμουν καὶ σκεφτόμουν πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ εἴμαστε δυό; Ἐκεῖ μὲ ἄφησαν ξαπλωμένη, γυμνή, καλυμμένη ὡς τὸ ὕψος τοῦ στήθους μὲ ἕνα σεντόνι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βλέπω ὅτι ἦλθε ὁ ἀδελφός μου καὶ ἔφερε τὸ μικρό μου γυιό. Ἦταν ἕξη χρονῶν καὶ ὀνομαζόταν Ἄντρουσκα (Ἀνδρέας). Ὁ γυιός μου πλησίασε τὸ σῶμα μου καὶ μὲ φίλησε στὸ κεφάλι. Ἄρχισε νὰ κλαίη καὶ νὰ λέη: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Εἶμαι ἀκόμη μικρός, πῶς θὰ ζήσω χωρὶς ἐσένα; Πατέρα δὲν ἔχω καὶ ἐσὺ πέθανες;». Ἐγὼ τότε τὸν ἀγκάλιασα καὶ τὸν φίλησα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ αἰσθάνθηκε οὔτε τὸ εἶδε, οὔτε μὲ πρόσεξε, ἀλλὰ ἐκοίταζε τὸ νεκρό μου σῶμα. Ἔβλεπα ἐπίσης πὼς ἔκλαιγε ὁ ἀδελφός μου. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἐγὼ μὲ μιᾶς βρέθηκα στὸ σπίτι μου. Ἦλθε ἡ πεθερά μου ἀπὸ τὸν πρῶτο μου γάμο, ἡ μητέρα μου καὶ ἡ ἀδελφή μου. Τὸν πρῶτο μου σύζυγο τὸν ἐγκατέλειψα γιατὶ πίστευε στὸν Θεό. Τότε ἄρχισε ἡ διανομὴ τῶν πραγμάτων μου. Ἐγὼ ζοῦσα πλούσια καὶ μὲ πολυτέλεια καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπόκτησα μὲ ἀδικία καὶ τὴν πορνεία. Ἡ ἀδελφή μου ἄρχισε νὰ ἀφαιρῆ τὰ πιὸ ὡραῖα ἀπὸ τὰ πράγματά μου, ἐνῶ ἡ πεθερὰ ζητοῦσε νὰ ἀφήση καὶ κάτι στὸν γυιό μου. Ἡ ἀδελφὴ δὲν ἔδινε τίποτε, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον ἄρχισε νὰ ἐμπαίζη τὴν πεθερὰ λέγοντας: «αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν γυιό σου καὶ σὺ δὲν τοῦ εἶσαι τίποτε». Μετὰ ἀπὸ αὐτό, αὐτὲς βγῆκαν καὶ ἔκλεισαν τὸ σπίτι. Ἡ ἀδελφή μου ἐπῆρε μαζί της καὶ ἕνα μεγάλο μπόγο μὲ πράγματα. Ἐνῶ αὐτὲς μάλωναν γιὰ τὰ πράγματά μου εἶδα γύρω μας νὰ χορεύουν καὶ νὰ χαίρονται διάβολοι.
Ξαφνικὰ βρέθηκα στὸν ἀέρα καὶ βλέπω σὰν νὰ πετῶ μὲ ἀεροπλάνο. Αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος μὲ συγκρατεῖ καὶ ὅτι ὑψώνομαι ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Βρέθηκα πάνω ἀπὸ τὴν πόλι Μπάρναουλ. Μετὰ βλέπω ὅτι ἡ πόλις χάθηκε. Ἔγινε σκοτάδι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἄρχισε πάλι νὰ ἔρχεται φῶς καὶ στὸ τέλος φώτισε τελείως, τὸ φῶς ἦταν πάρα πολὺ ἰσχυρὸ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ δῶ. Μὲ τοποθέτησαν σὲ μαύρη πλάκα μεγέθους ἑνάμισυ μέτρου.
Ἔβλεπα δένδρα μὲ πολὺ χοντροὺς κορμοὺς καὶ πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ἀνάμεσα στὰ δέντρα ὑπῆρχαν σπίτια καὶ μάλιστα ὅλα καινούργια, ἀλλὰ δὲν εἶδα ποιοὶ ζοῦσαν σ᾿ αὐτά. Στὴν κοιλάδα αὐτὴ εἶδα πλούσιο πράσινο χορτάρι καὶ σκέφθηκα: «ποῦ βρίσκομαι ἐγὼ τώρα; Ἂν βρίσκομαι στὴν γῆ, τότε γιατί δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ ἐπιχειρήσεις, ἐργοστάσια οὔτε ἄλλα κτίρια, γιατί δὲν ὑπάρχουν δρόμοι οὔτε συγκοινωνία; Τί μέρος εἶναι ἐτοῦτο ἐδῶ χωρὶς ἀνθρώπους καὶ ποιὸς τέλος πάντων ζεῖ ἐδῶ;». Λίγο πιὸ πέρα εἶδα νὰ περπατάη μιὰ ὡραία ὑψηλὴ γυναίκα μὲ βασιλικὰ φορέματα κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο τὰ δάκτυλα τῶν ποδιῶν. Περπατοῦσε τόσο ἀνάλαφρα ποὺ ἀπὸ τὰ πόδια δὲν λύγιζε οὔτε τὸ χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ἕνας νεαρὸς ποὺ εἶχε ὕψος ὡς τοὺς ὤμους της. Εἶχε κρυμμένο τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ χέρια του καὶ γιὰ κάτι ἔκλαιγε πολὺ καὶ πικρὰ παρακαλοῦσε, ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν μποροῦσα ν᾿ ἀκούσω. Σκέφθηκα ὅτι εἶναι ὁ γυιός της καὶ μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατὶ δὲν τὸν λυπᾶται καὶ δὲν τοῦ ἐκπληρώνῃ τὸ αἴτημα. (Σημείωσις: Ἀπὸ ὅλα φαίνεται ὅτι αὐτὸς ὁ νεαρὸς ἦταν ἄγγελος φύλακας αὐτῆς τῆς νεκρῆς γυναικός. Φαίνεται ἐπίσης πόσο ἐνδιαφέρονται οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι γιὰ ἐμᾶς καὶ τὶς ψυχές μας, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὸ βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται καὶ αὐτῶν τὸ αἴτημα εἶναι ἀνεκπλήρωτο, ἂν ὁ θάνατος μᾶς βρῆ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀμετανόητους).
Ὅταν αὐτοὶ μὲ πλησίασαν, ὁ νεαρὸς ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια της καὶ ἄρχισε νὰ τὴν παρακαλῆ ἐντονώτερα καὶ νὰ ὀδύρεται καὶ νὰ τῆς ζητῆ κάτι. Ἐκείνη κάτι τοῦ ἀπάντησε, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ καταλάβω τί. (Σημείωσις: Εἶχα τὴν εὐκαιρία καὶ ἀπὸ ἄλλες πηγὲς νὰ γνωρίσω πῶς καὶ πόσο πικρὰ κλαίει ὁ Ἅγιος Ἄγγελος φύλακας, ὅταν αὐτὸς ποὺ τοῦ δόθηκε γιὰ φύλαξι δὲν ὑπακούει στὴν ἁγία Ἐκκλησία καὶ στὴν ἁγία πίστι χάνοντας τὴν ψυχή του γιὰ πάντα). Ὅταν αὐτοὶ μὲ πλησίασαν, ἤθελα νὰ τὴν ρωτήσω: «Ποῦ βρίσκομαι;». Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἡ γυναίκα αὐτὴ ἐσταύρωσε τὰ χέρια στὸ στῆθος, ὕψωσε τὰ μάτια πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: «Κύριε, ποῦ θὰ πάη αὐτὴ ἔτσι;». Ἐγὼ τότε ἔτρεμα καὶ μόλις τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα πεθάνει, ὅτι ἡ ψυχὴ μου βρισκόταν στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ σῶμα μου ἔμεινε στὴν γῆ. Τότε ἄρχισα νὰ κλαίω καὶ νὰ ὀδύρομαι καὶ ἀκούω φωνὴ ποὺ λέει: «ἐπιστρέψτε την στὴν γῆ γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες τοῦ πατέρα της». Ἄλλη φωνὴ ἀπάντησε: «βαρέθηκα τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ διεφθαρμένη ζωή της. Ἐγὼ ἤθελα νὰ τὴν ἐξαφανίσω ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς χωρὶς μετάνοια, ἀλλὰ μὲ παρακάλεσε γι᾿ αὐτὴν ὁ πατέρας της. Δεῖξτε της τὸ μέρος γιὰ τὸ ὁποῖο ἄξιζε».
Ἀμέσως βρέθηκα στὸν Ἅδη. Τότε ἄρχισαν νὰ ἕρπουν μέχρι ἐμένα φοβερὰ πυρακτωμένα φίδια μὲ μακριὲς γλῶσσες ποὺ ξερνοῦσαν φωτιὰ καὶ ἄλλες ἀποκρουστικὲς βρωμιές. Ἡ βρῶμα ἦταν ἀβάσταχτη. Αὐτὰ τὰ φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ κάπου παρουσιάσθηκαν σκουλήκια χοντρὰ ἴσαμε τὸ δάχτυλο μὲ οὐρὲς ποὺ κατέληγαν σὲ βελόνες καὶ ἄγγιστρα. Αὐτὰ ἔμπαιναν σὲ ὅλα τὰ ἀνοικτά μου μέρη, στὰ αὐτιά, στὰ μάτια, στὴν μύτη κ.λπ. καὶ ἔτσι μὲ βασάνιζαν καὶ ἐγὼ ἐκραύγαζα ὄχι μὲ τὴν φωνή μου. Ἀλλὰ ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ πουθενὰ οὔτε βοήθεια, οὔτε ἔλεος ἀπὸ κανέναν. Ἐκεῖ εἶδα πὼς παρουσιάσθηκε ἡ γυναίκα ποὺ πέθανε ἀπὸ ἄμβλωσι καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν Κύριο γιὰ ἔλεος. Αὐτὸς τῆς ἀπάντησε: «Ἐσὺ στὴν γῆ δὲν μὲ ἀναγνώριζες, σκότωνες τὰ παιδιὰ στὴν κοιλιά σου καὶ ἐπὶ πλέον ἔλεγες στοὺς ἀνθρώπους: Δὲν πρέπει νὰ γεννᾶτε παιδιά, τὰ παιδιὰ εἶναι περιττά. Σὲ μένα δὲν ὑπάρχουν, δὲν ὑπάρχουν περιττά. Σὲ μένα ὑπάρχουν τὰ πάντα καὶ γιὰ ὅλους ἀρκετά». Σὲ μένα ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ σοῦ ἔδωσα τὴν ἀρρώστια γιὰ νὰ μετανοήσης, ἀλλὰ σὺ μὲ ἔβριζες ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς καὶ δὲν μὲ ἀναγνώριζες καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἐγὼ δὲν σὲ ἀναγνωρίζω. Ὅπως στὴν γῆ ἔζησες χωρὶς Θεό, ἔτσι καὶ ἐδῶ θὰ ζήσης!».
Ξαφνικὰ ὅλα μεταστράφηκαν καὶ ἐγὼ κάπου ἐπέταξα. Ἡ βρόμα χάθηκε, χάθηκε καὶ ὁ δυνατὸς ὀδυρμὸς καὶ ἐγὼ ξαφνικὰ εἶδα τὴν ἐκκλησία μου ποὺ ἐνέπαιζα. Ἄνοιξε ἡ πύλη καὶ ἀπὸ αὐτὴν βγῆκε ὁ ἱερέας ντυμένος στὰ ἄσπρα. Αὐτὸς στεκόταν μὲ σκυμένο τὸ κεφάλι καὶ κάποια φωνὴ μὲ ἐρωτᾶ: «Ποιὸς εἶναι αὐτός;». Ἐγὼ ἀπάντησα: «Ὁ ἱερέας μας». Ἐσὺ ἔλεγες ὅτι εἶναι χαραμοφάης, αὐτὸς δὲν εἶναι χαραμοφάης, ἀλλὰ πραγματικὸς ποιμένας· δὲν εἶναι μισθοφόρος. Γνώριζε πὼς ἂν καὶ εἶναι κατὰ τὸν βαθμὸ μικρός, συνηθισμένος ἱερέας, ὑπηρετεῖ ἐμένα· μάθε ἀκόμη καὶ τοῦτο: Ἂν δὲν σοῦ διάβαση αὐτὸς τὴν εὐχὴ τῆς ἔξομολογησεως, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ συγχωρήσω. Τότε ἄρχισα νὰ παρακαλῶ: «Κύριε, γύρισέ με στὴν γῆ, ἔχω ἕνα μικρὸ γυιό». Ὁ Κύριος εἶπε: «Ξέρω ὅτι ἔχεις μικρὸ γυιό, εἶναι κρίμα γι᾿ αὐτόν». «Κρίμα», ἀπάντησα ἐγὼ. Τότε ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ σᾶς λυποῦμαι ὅλους καὶ τρεῖς φορὲς σᾶς λυποῦμαι. Ὅλους σᾶς περιμένω πότε θὰ ξυπνήσετε ἀπὸ τὸ ἁμαρτωλὸ ὄνειρο, νὰ μετανοήσετε καὶ νὰ ἔλθετε στὸν ἑαυτό σας».
Ἐδῶ τώρα ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος ποὺ ἐνωρίτερα τὴν ἀποκαλοῦσα γυναίκα καὶ πῆρα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Ὑπάρχει ἐδῶ σὲ ἐσᾶς παράδεισος;». Ἀντὶ γιὰ ἀπάντησι μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς λέξεις, ξαναβρέθηκα στὴν κόλασι, στὸν Ἅδη. Τώρα ἦταν χειρότερα ἀπὸ ὅ,τι τὴν προηγούμενη φορά. Ἔτρεξαν ὁλόγυρά μου οἱ δαίμονες μὲ καταλόγους καὶ μοῦ ἔδειχναν τὰ ἁμαρτήματά μου καὶ ἐφώναζαν: «Ἐσὺ μᾶς ὑπηρέτησες ὅταν ἤσουν στὴν γῆ». Ἄρχισαν νὰ διαβάζουν τὰ ἁμαρτήματά μου· ὅλα τὰ ἔργα μου ποὺ ἦταν γραμμένα μὲ μεγάλα γράμματα καὶ ἔννοιωσα φοβερὸ φόβο. Ἀπὸ τὰ στόματά τους ἔβγαινε φωτιά. Οἱ δαίμονες μὲ κτυποῦσαν στὸ κεφάλι. Πάνω μου ἔπεφταν καὶ κολλοῦσαν πυρακτωμένες σπίθες ἀπὸ φωτιὰ καὶ μὲ ἔκαιγαν. Γύρω μου ἀκούονταν φοβερὸς θρῆνος καὶ κοπετὸς πολλῶν ἀνθρώπων.
Ὅταν τὸ πῦρ ἐδυνάμωνε ἔβλεπα τὰ πάντα γύρω μου. Οἱ ψυχὲς εἶχαν φοβερὴ ὄψι· ἦταν σακατεμένες μὲ τεντωμένους λαιμοὺς καὶ πρισμένα μάτια· μοῦ ἔλεγαν ὅτι «εἶσαι συντρόφισσα (φαίνεται ὅτι ἦταν κομμουνίστριες) καὶ εἶσαι ὑποχρεωμένη νὰ ζήσης μαζί μας. Ὅπως ἐσὺ ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅταν εἴμασταν στὴν γῆ, δὲν ἀναγνωρίζαμε τὸν Θεό, τὸν βρίζαμε καὶ κάναμε κάθε κακό, τὴν πορνεία, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἄλλα καὶ ποτὲ δὲν μετανοήσαμε. Ὅσοι ἁμάρτησαν, ἀλλὰ μετανόησαν, πήγαιναν στὴν ἐκκλησία, προσεύχονταν στὸν Θεό, ἐλεοῦσαν τοὺς πτωχοὺς καὶ βοηθοῦσαν ὅσους βρίσκονταν σὲ ἀνάγκη καὶ κακοτυχία, αὐτοὶ ἐκεῖ πάνω». (Σημείωσις: δηλαδὴ στὸν παράδεισο, τὸν ὁποῖο αὐτοὶ ἐδῶ δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ μνημονεύσουν).
Ἔγὼ φοβήθηκα φοβερὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, μοῦ φαινόταν ὅτι ἤδη βρισκόμουνα ἐδῶ στὸν Ἅδη ὁλόκληρη ζωὴ καὶ αὐτοὶ μοῦ λένε ὅτι θὰ ζήσω μαζί τους αἰώνια.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου ἡ Θεοτόκος Μαρία καὶ ἔγινε φῶς, οἱ δαίμονες τράπηκαν σὲ φυγὴ καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ ἐβασανίζοντο στὴν κόλασι, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ τὴν ἱκετεύουν γιὰ ἔλεος: «Οὐράνια Βασίλισσα, μὴ μᾶς ἀφήνης ἐδῶ» ἢ φώναζαν· «Καιγόμαστε Κυρία Θεοτόκε καὶ δὲν ὑπάρχει σταγόνα νερό». Ἐκείνη ἔκλαιγε καὶ μέσα ἀπὸ τὸ κλάμμα ἔλεγε: «Ὅσο ζούσατε στὴν γῆ, δὲν μὲ ἀναγνωρίζατε καὶ δὲν μετανοούσατε γιὰ τὶς ἁμαρτίες στὸν Υἱό μου καὶ Θεό σας καὶ ἐγὼ τώρα δὲν μπορῶ νὰ σᾶς βοηθήσω, δὲν μπορῶ νὰ παραβῶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Υἱοῦ μου καὶ ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Πατέρα Του. Βοηθῶ μόνο αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους παρακαλοῦσαν οἱ συγγενεῖς καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους προσεύχεται ἡ Ἁγία Ἐκκλησία». Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἐμεῖς ἀρχίσαμε νὰ ὑψωνόμαστε καὶ ἀπὸ κάτω ἀναδίδονταν δυνατὲς κραυγὲς φωνῶν: «Κυρία Θεοτόκε, μή μας ἀφήνης».
Ξανὰ ὑπῆρχε σκοτάδι καὶ ἐγὼ βρέθηκα στὴν ἴδια πλάκα. Σταυρώνοντας τὰ χέρια στὸ στῆθος ἡ Θεοτόκος ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται λέγοντας: «Τί νὰ κάνω μὲ αὐτήν, ποῦ νὰ τὴν βάλω;». Μιὰ φωνὴ ἀπάντησε: «Ἄφησέ της ἀπὸ τὰ μαλλιά». Τότε ἡ Θεοτόκος ἔφυγε ἥσυχα, ἡ πόρτα της μισάνοιξε ἔτσι ποὺ πίσω ἀπὸ αὐτὴν δὲν ἔβλεπα τίποτε. Κατόπιν ἐπέστρεψε κρατώντας τὰ μαλλιά μου στὰ χέρια της καὶ ἀπὸ κάπου ἐμφανίσθηκαν δώδεκα ἅμαξες χωρὶς τροχούς· ἐκινοῦντο σιγὰ καὶ ἐγὼ τὶς ἀκολουθοῦσα. Ἡ Θεοτόκος μοῦ ἔδωσε τὰ μαλλιά, ἀλλὰ δὲν ἀντιλήφθηκα ἐγὼ ὅτι μὲ ἄγγιξε. Ἄκουσα μόνο, ὅταν εἶπε ὅτι ἡ δωδέκατη ἅμαξα δὲν ἔχει πάτο. Φοβόμουν νὰ καθίσω σ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ ἡ Θεοτόκος μὲ ἔσπρωξε στὴν γῆ ἀπὸ αὐτήν.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἐγὼ συνῆλθα καὶ ἐνσυνείδητα καθόμουν καὶ ἐκοίταζα. Ἦταν μιάμισυ ἡ ὥρα τὸ ἀπόγευμα. Μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φῶς ποὺ εἶδα ἐκεῖ, ὅλα στὴν γῆ μοῦ ἔφαινοντο ἄσχημα καὶ δὲν μοῦ ἄρεσε ποὺ ἤμουν στὴν γῆ, ἀλλὰ τί νὰ κάνω. Τώρα, εἶπα μόνη μου στὴν ψυχή μου: «Πήγαινε στὸ σῶμα». Τότε βρέθηκα πάλι στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἐπήγαμε στὸ ψυγεῖο ποὺ ἐφύλαγαν τὰ πτώματα. Αὐτὸ ἦταν κλειστό, ἀλλὰ ἐγὼ μπῆκα μέσα, χωρὶς ἐμπόδιο καὶ εἶδα τὸ νεκρό μου σῶμα. Τὸ κεφάλι μου ἦταν γυρισμένο λίγο πρὸς τὰ πλάγια, ἐνῶ ἡ μέση μου πιεζόταν ἀπὸ ἄλλους νεκρούς. Μόλις ἡ ψυχὴ μου μπῆκε στὸ σῶμα, ἀμέσως αἰσθάνθηκα ἰσχυρὸ ψύχος. Κάπως ἀπελευθέρωσα τὴν πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα καὶ ἕσφιξα τὰ γόνατα μὲ τὰ χέρια. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη, ἔβαλαν μέσα τὸ νεκρὸ σῶμα κάποιου ἄνθρωπου καὶ ὅταν ἄναψαν τὸ φῶς, μὲ εἶδαν σκυμμένη, ἐνῶ ἐκεῖνοι συνήθως βάζουν ὅλους τους νεκροὺς μὲ τὸ πρόσωπο πρὸς τὰ πάνω. Βλέποντάς με ἔτσι οἱ νοσοκόμοι φοβήθηκαν καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τους σκορπίσθηκαν. Ἐπέστρεψαν μὲ δυὸ γιατρούς, ποὺ ἀμέσως διέταξαν νὰ ζεσταθῆ τὸ μυαλό μου μὲ λάμπες. Στὸ σῶμα μου ὑπῆρχαν ὀκτὼ τομὲς (μάθαιναν πάνω σ᾿ αὐτό) τρεῖς στὸ στῆθος καὶ οἱ ὑπόλοιπες στὴν κοιλιά. Δυὸ ὧρες μετὰ τὸ ζέσταμα τοῦ κεφαλιοῦ, ἄνοιξα τὰ μάτια καὶ μόλις μετὰ ἀπὸ δώδεκα ἡμέρες ἐμίλησα.
Τὸ πρωὶ μοῦ ἔφεραν πρωινό, τηγανίτες μὲ βούτυρο καὶ καφὲ (ἦταν ἡμέρα νηστείας), ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ φάω καὶ τοὺς εἶπα ὅτι δὲν θὰ φάω. Οἱ νοσοκόμοι ἔφυγαν πάλι καὶ ὅλοι στὸ νοσοκομεῖο ἄρχισαν νὰ μὲ προσέχουν. Ἦλθαν οἱ γιατροὶ καὶ μὲ ρώτησαν γιατί δὲν θέλω νὰ φάω. Τοὺς ἀπάντησα: «Καθίστε καὶ θὰ σᾶς διηγηθῶ τί εἶδε ἡ ψυχὴ μου. Ὅποιος δὲν νηστεύει τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας, αὐτὸς θὰ φάγη βρωμερὰ καὶ σιχαμερὰ πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ φάω σήμερα, ὅπως καὶ σ᾿ ὅλες τὶς νηστεῖες δὲν θὰ ἀρτυθῶ». Οἱ γιατροὶ ἀπὸ τὴν ἔκπληξι, τὴν μία κοκκίνιζαν, τὴν ἄλλη κιτρίνιζαν καὶ οἱ ἀσθενεῖς μὲ ἄκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοὶ γιατροὶ καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι τίποτε πλέον δὲν μὲ πονάει. Τότε ἄρχισε νὰ ἔρχεται σὲ μένα κόσμος καὶ μάλιστα πολὺς καὶ ἐγὼ σὲ ὅλους διηγόμουν καὶ ἔδειχνα τὶς πληγές. Ἡ ἀστυνομία ἄρχισε νὰ διώχνη τὸν κόσμο καὶ μένα μὲ μετέφεραν σὲ ἄλλο νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ἀνάρρωσα τελείως καὶ παρεκάλεσα τοὺς γιατροὺς νὰ μοῦ γιατρέψουν, ὅσο τὸ δυνατὸν ἐνωρίτερα τὶς τομές, ποὺ μοῦ ἔκαναν μαθαίνοντας ἐπάνω μου. Τότε μὲ ἔβαλαν πάλι στὸ χειρουργικὸ τραπέζι καί, ὅταν οἱ γιατροὶ ἄνοιξαν τὴν κοιλιά, μοῦ εἶπαν: «Γιατί χειρούργησαν τελείως ὑγιῆ ἄνθρωπο;». Ἐγὼ τότε τοὺς ἐρώτησα: «Ποιὰ εἶναι ἡ ἀρρώστια μου;». Αὐτοὶ μοῦ ἀπάντησαν: «Τὰ ἐντόσθιά σας εἶναι ὑγιῆ καὶ καθαρά, ὅπως τοῦ παιδιοῦ». Τοὺς εἶπα ὅτι τὰ μάτια μου ἦταν δεμένα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐγχείρησης, ἀλλ᾿ ὅτι, παρ᾿ ὅλα αὐτά, εἶδα τὸ ἐσωτερικό μου στὸν καθρέπτη τοῦ νταβανιοῦ. Ἦλθαν καὶ οἱ γιατροὶ ποὺ ἔκαναν τὴν ἐγχείρησι καί, ὅταν πλησίασαν, εἶπαν: «Ποῦ εἶναι ἡ ἀρρώστειά της; Τὰ ἐντόσθιά της ἦταν ὅλα διαλυμένα καὶ προσβεβλημένα ἀπὸ τὸν καρκίνο καὶ τώρα εἶναι τελείως ὑγιῆ». Τοὺς ἀπάντησα: «Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς φανέρωσε τὸ ἔλεός του ἐπάνω σὲ μένα τὴν ἁμαρτωλή, γιὰ νὰ ζήσω ἀκόμη καὶ μαρτυρήσω στοὺς ἄλλους ὅ,τι εἶδα καὶ ὅ,τι μοῦ συνέβη. Ἐκεῖνος ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐπῆρε ὅ,τι κατεστραμμένο ἦταν μέσα μου καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε ὑγιῆ· σὲ ὅλους θὰ τὸ διηγοῦμαι, ὥσπου νὰ πεθάνω». Κατόπιν εἶπα στὸν γιατρό: «Βλέπεις πῶς γελαστήκατε;». Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι: «τίποτε δὲν ἦταν ὑγιὲς μέσα σου». «Τί νομίζετε τώρα;» τὸν ἐρώτησα ἐγὼ. Ἀπάντησε: «Σὲ ἀναγέννησε ὁ Ὑπέρτατος». Τότε τοῦ ἀπάντησα: «Ἂν πιστεύετε σ᾿ Αὐτόν, κάντε τὸν σταυρόν σας καὶ παντρευθῆτε στὴν ἐκκλησία». Ὁ γιατρὸς κοκκίνησε γιατὶ ἦταν ἑβραῖος. Πρόσθεσα ἀκόμη: «Γίνου ἀρεστὸς στὸν Κύριο καὶ Θεό».
Κατόπιν ἄφησα τὸ νοσοκομεῖο, κάλεσα τὸν ἱερέα ποὺ ἐνωρίτερα ἐνέπαιζα καὶ τοῦ ἔκανα ἐπιθέσεις, ἀποκαλώντας τον χαραμοφάη. Τοῦ διηγήθηκα ὅλα, ὅσα μοῦ συνέβησαν, ἐξωμολογήθηκα καὶ μετέλαβα τῶν Ἁγίων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Τὸν κάλεσα καὶ εὐλόγησε τὸ σπίτι μου, γιατὶ ὡς τώρα σ᾿ αὐτὸ βασίλευε ἡ ἁμαρτία, ἡ μικρότητα, τὸ μεθύσι, ὁ ἐμπαιγμὸς καὶ ἡ μάχη.
Τώρα ἐγὼ ἡ ἁμαρτωλὴ Κλαυδία ποὺ εἶμαι 40 χρονῶν, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Οὐρανίας Βασίλισσας, ζῶ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικὰ στὴν ἐκκλησία, στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Κύριος μὲ βοηθεῖ. Ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς τοῦ κόσμου μὲ ἐπισκέπτονται ἄνθρωποι καὶ ἐγὼ διηγοῦμαι σὲ ὅλους ὅσα μοῦ συνέβησαν, εἶδα καὶ ἄκουσα. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τοὺς δέχομαι ὅλους, διηγοῦμαι σὲ ὅλους τί ἤμουν πρίν, τί μου συνέβη τώρα καὶ γιὰ ποιὸ λόγο εἶμαι τώρα πιστή.
Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος ὁ Θεός μας! Ὅλους τοὺς συμβουλεύω νὰ προσέχουν πῶς ζοῦν, γιατὶ πράγματι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος καὶ ἄλλη ζωὴ καὶ ὅτι ὁ καθένας θὰ δώση λόγο γιὰ τὰ γήινα ἔργα του καὶ ὅτι ἀνάλογα μὲ αὐτὰ θὰ ἔχη πλήρως δίκαια ἀνταμοιβὴ ἢ τιμωρία καὶ μάλιστα αἰώνια.
Νὰ ζῆτε ὅλοι χριστιανικὰ καὶ κατὰ Θεόν. Ἀμήν.

http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/gerwn_filo8eos_zerbakos_qyxofeleis_dihghseis.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου