8 Ιανουαρίου 2012

O τελευταίος «Άγιος» της Λέσβου

Ο λησμονημένος και παρεξηγημένος παπά-Φώτης
του Γιώργου Παρασκευαΐδη
Πέρασαν 20 μήνες περίπου, αφότου εκοιμήθη και ο τελευταίος «άγιος» της Λέσβου, ο δια Χριστόν σαλός παπα-Φώτης, ένας πραγματικός κοσμοκαλόγερος, ασκητής, μα και μαχητής ενάντια στα «στραβά» του κόσμου. Δεν αρκέστηκε στην ήσυχη ζωή του Αγίου Όρους. Συνειδητοποίησε στα 20 χρόνια παραμονής του, ότι μεγαλύτερη αξία ο μισθός του θα έχει να δράσει μέσα στο δαίδαλο της κοινωνίας, μέσα στον κόσμο, γι’ αυτό και δεν λογάριαζε κανέναν προκειμένου να διορθώσει τα «κακώς κείμενα» είτε της Εκκλησίας είτε της τωρινής κοινωνίας στην οποία ζούμε...Ο λόγος του απλός, σταράτος και μάλιστα στη ντοπιολαλιά της Λέσβου, πύρινος και αποστομωτικός σε όσους παρατηρούσε. Δεν δίσταζε ακόμα και να καταχερίζει μέσα στην εκκλησία, κληρικούς συναδέλφους του, που δεν έκαναν σωστά το λειτούργημά τους! Αλίμονο δε όταν συλλάμβανε κάποιον λαϊκό να βλασφημά ή να καταλύει κρέας τη Μεγάλη Βδομάδα! Έπεφτε πάνω του σαν αγρίμι και ας «τις έτρωγε» κιόλας! Μία φορά αφού «τις έφαγε» από κάποιον στον οποίο έκανε παρόμοια παρατήρηση μέσα σε καφενείο του χωριού, απάντησε με καλοσύνη: «Εγώ έφαγα το ξύλο αλλά εσύ δεν θα ξαναφάς κρέας τη Μεγάλη Βδομάδα. Έτσι;». Αυτός ήταν ο παπα-Φώτης…!
Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες και μηδαμινά μπρος στο κολοσσιαίο έργο του και την προσφορά στην Εκκλησία, στην κοινωνία, στους φτωχούς και αδυνάτους, στους άπιστους και αμαρτωλούς, στις πόρνες που δεν λογάριαζε τι θα πει ο κόσμος που τον έβλεπε να μπαίνει μέσα σε οίκους ανοχής προκειμένου να σώσει καμιά μετανιωμένη ψυχή. Πάντρεψε παράνομα ζευγάρια, βάφτισε αλλόθρησκους, σπούδασε φτωχούς, μοίραζε όλα του υπάρχοντά του ακόμα και τα ράσα του. Και το σπουδαιότερο, έχτιζε εκκλησιές, παρεκκλήσια, ανακαίνιζε μοναστήρια και όλ’ αυτά με τρεχάματα, κόπους αφάνταστους και παρακάλια, να μαζέψει λεφτά και υλικά απ’ τους πλουσίους. Ακόμα και τα λάδια που πήγαιναν στα ξωκλήσια τα ‘παιρνε από κει και τα ‘δινε στους φτωχούς λέγοντας πως οι άγιοι δεν τα ‘χουν τόση ανάγκη...!
Ήταν ένας οδοιπόρος -εγώ θα ‘λεγα «αναχωρητής»- μέχρι τα βαθιά γεράματά του, με τον ντορβά στον ώμο, που είχε μέσα απ’ το πετραχήλι του, μέχρι πέτρες και μάρμαρα που κουβαλούσε συνέχεια για το χτίσιμο του περιώνυμου ναού του Αγίου Λουκά στα Πάμφιλα, ένα βυζαντινό τριώροφο αριστούργημα, που το χτίσιμό του άρχισε το 1960 και τέλειωσε το 2010 με πολλές διακοπές, γιατί άλλοτε τα λεφτά τού τα ‘κλεβαν και άλλοτε τα ‘δινε σε φτωχούς που τα είχαν ανάγκη. Πάντως πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο το έργο της ζωής του, παραθέτοντας «τραπέζι» σ’ όλον τον κόσμο μέσα στον αυλόγυρο, πράγμα που το συνήθιζε στην ονομαστική του γιορτή, καθώς και στον Τρίγωνα όπου ήταν εφημέριος.
Όλος ο κόσμος του ήξερε σαν μονοχίτωνα και ανυπόδητο*, να κάνει ταχτικά το δρομολόγιο από Τρίγωνα Πλωμαρίου (όπου ήταν εφημέριος πάνω από 40 χρόνια) μέχρι τα Πάμφιλα (όπου ήταν η γενέτειρά του και το όνειρο της ζωής του, ο ναός του Αγίου Λουκά). Τον ήξεραν ακόμα και οι... πέτρες. Περπατούσε συνήθως νύχτα και εξαιτίας του χιλιομπαλωμένου και ξεθωριασμένου ράσου του, έπαθε πολλά ατυχήματα από αυτοκίνητα που δεν τον διέκριναν μέσ’ στο σκοτάδι. Νοσηλεύτηκε στο KΑΤ Αθήνας ετοιμοθάνατος, μα η γερή του κράση, που την απέδιδε στην ασκητική ζωή, τον έβγαζε πάντα νικητή από τέτοιες περιπέτειες αλλά με πολλούς μώλωπες σε όλο το κορμί του. Τα χέρια του ήταν ροζιασμένα, γεμάτα σημάδια από τα σκαψίματα και τα χτισίματα. Ένας σωστός εργάτης αλλά και μάστορας της πέτρας. Ένας ασπούδαστος αρχιτέκτονας, που συνέχεια «τα ‘βαζε» με τους μαστόρους όταν παρέκλιναν απ’ τις οδηγίες του στο χτίσιμο, που πάντα τηρούσε αυστηρά τη βυζαντινή παράδοση όχι μόνο στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών αλλά και στη λειτουργική, που δεν δίσταζε να προσβάλλει τον συλλείτουργό του μπροστά στο εκκλησίασμα όταν διαπίστωνε ότι «πηδούσε» τα λόγια απ’ τη Θεία Λειτουργία.
Η σαλότητα ήταν απόρροια της ταπεινοφροσύνης του, που δεν ήθελε να τον εγκωμιάζουν. Προτιμούσε να τον χλευάζουν και να τον αποκαλούν «λήσταρχο» πολλοί, επειδή ήταν απαιτητικός στα λεφτά που έπαιρνε απ’ τους πλουσίους για τις ανάγκες του πολυποίκιλου έργου του. Το ατημέλητο παρουσιαστικό του ήταν πολλές φορές αιτία να μη τον δέχονται στην Εκκλησία, οι πρωτοστάτες ιερείς για συλλείτουργό τους. Εκείνος όμως επέμενε με το «έτσι θέλω» και όταν τον διώχνανε, απαντούσε με τη χαρακτηριστική μυτιληνιά ντοπιολαλιά: «Ησείς μπουρεί να μη μι θέλητι. Μι θέλ’ όμους γ’ άγιους να λειτουργήσου»...! Στα σπίτια που τον φιλοξενούσαν, όταν έβλεπε κάτι στραβό σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, -ας πούμε στο θέμα της νηστείας- δεν δίσταζε να πετάξει το φαγητό του μαζί με το πιάτο! Πολλές φορές για να τους δοκιμάσει και να δει αν τον αγαπούν, έφευγε κρυφά τη νύχτα αφήνοντας διάφορες ακαθαρσίες. Με τη διορατικότητα που τον διάκρινε, ήξερε ποιες οικογένειες τον ήθελαν ή όχι. Η σαλότητά του όμως, πολλές φορές του έβγαινε σε καλό: Όταν για πρώτη φορά πήγε στην Τουρκία να συλλειτουργήσει με το δεσπότη μας, ο εκεί τελωνειακός υπάλληλος τον διάταξε να βγάλει το ράσο του, επειδή εκεί απαγορεύεται να κυκλοφορούν οι παπάδες με τα ράσα παρά μόνο με το πανταλόνι. Ο παπα-Φώτης χωρίς δισταγμό έβγαλε το ράσο και μόλις ο Τούρκος τον είδε γυμνό, σοκαρίστηκε, τον διάταξε να το ξαναφορέσει γρήγορα και τον άφησε να περάσει! Από τότε ο παπα-Φώτης πήγαινε στην Τουρκία να λειτουργήσει ανενόχλητος πλέον και έτσι μόνον αυτός και ο Πατριάρχης κυκλοφορούσαν με ράσα... Αυτός λοιπόν ήταν ο παπα-Φώτης. Δεν λογάριαζε ούτε φοβόταν κανέναν. Μόνο το Θεό, γι’ αυτό όλοι ήξεραν την ιδιαιτερότητά του και όχι μόνο τον συγχωρούσαν αλλά και τον αγαπούσαν.
Οι περισσότεροι οδηγοί που τον γνώριζαν, τον έπαιρναν στο αυτοκίνητό τους όταν τον έβλεπαν στο δρόμο. Στα μεταφορικά μέσα δεν πλήρωνε ποτέ εισιτήριο. Στα δε συχνά του ταξίδια με Αθήνα, του παρείχαν δωρεάν ακόμα και τα γεύματα στα καράβια.
Στο Άγιον Όρος, όπου εγκαταβίωσε για μια 20ετία, με τη μελέτη των Αγίων που έκανε, ανακάλυψε και ανάδειξε πολλούς Λέσβιους Αγίους, άγνωστους μέχρι τότε, που ένας απ’ αυτούς ήταν και ο νεομάρτυρας Λουκάς που μαρτύρησε κοντά στα Πάμφιλα, γι’ αυτό και αφιέρωσε την περίλαμπρη εκκλησία του. Συνέταξε μαζί με τον αείμνηστο καθηγητή του Α.Π.Θ. κ. Φουντούλη της Θεολογικής, το περίφημο Λεσβιακό Αγιολόγιο σε αρκετούς τόμους με 100 περίπου Αγίους και με δικά του χρήματα αγιογράφησε μεγάλη αντίστοιχη εικόνα, την οποία και αφιέρωσε στον Ι. Ναό της Αγ. Βαρβάρας. Στην ενορία του, τον Τρίγωνα Πλωμαρίου, πέραν της ανέγερσης των δυο παρεκκλησίων, της ανακαίνισης του νεκροταφείου και του Ναού του Αγίου Αντωνίου, όπου εφημέρευε, ανήγειρε και το ηρώο των Λέσβιων πεσόντων. Στους δε Αγίους Τόπους, όπου υπηρέτησε για τέσσερα χρόνια σε Σινά και Ιεροσόλυμα, άφησε και εκεί άριστες εντυπώσεις για την ενεργό δράση του και την αγάπη του για τους Βεδουίνους.
Δεν είχε εχθρούς. Όσους επιτιμούσε, το έκανε από καλοσύνη, γι’ αυτό και δεν τον συνορίζονταν αλλά τον εκτιμούσαν. Ήταν διορατικός και με την προσευχή του, θεράπευε και βοηθούσε αρκετόν κόσμο στα προβλήματα του.
«Σίγουρα για την εποχή μας, είναι “σημείον αντιλεγόμενον” να ζεις κοντά στο Χριστό και την Εκκλησία σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται μεταμοντέρνα. Ο παπα-Φώτης αποτελεί για τον πολύ κόσμο που ζει μακριά από το Θεό, μια παράξενη, τρελή και πιθανόν διαταραγμένη ή “κολλημένη” προσωπικότητα, μια απόκοσμη καλογερική πεπαλαιωμένη φιγούρα, ένα εξωτικό, ένα σίχαμα, μία παρωνυχίδα στην έξυπνη και προοδευτική σύγχρονη κοινωνία, κάτι που σου προξενεί γέλωτα και ευκαιρία για σχολιασμό και επίκριση...», γράφει στον επίλογο του βιβλίου του -που αξίζει να το διαβάσει κανείς- με τίτλο «Παπα-Φώτης Λαυριώτης, Σημείον Αντιλεγόμενον (1913-2010+)» εκδ. ΟΜΟΛΟΓΙΑ, ο πρωτ. Θεμιστοκλής Στ. Χριστοδούλου.
Ένας άλλος έγραψε για τον παπα-Φώτη: «Μέσα στη δίνη της εποχής, της ευμάρειας υπάρχουν και οι ανάργυροι εκείνοι, οι ταπεινοί που ξεφτυλίζουν με τη στάση τους, τους επιφανειακούς παραλήδες».
Άλλος πάλι έγραψε: «Τη φιγούρα του σκυφτού παπα-Φώτη δεν θα βλέπουμε πια να περιπλανιέται στους δρόμους, στα λαγκάδια και στα βουνά μας. Τώρα πια θ’ αλωνίζει στα μονοπάτια των ουρανών κοντά στους αγγέλους που πάντα ήξερε πως να τους μιλά. Άνθρωπος ευσεβής, καλοκάγαθος που έχει μάθει να προσφέρει απ’ το υστέρημά του. Ολιγαρκής, μακριά από τα υλικά - φθαρτά και περιττά. Μακριά από τη λαιμαργία που προκαλεί ο πλουτισμός. Ο βίος του μοναχικός, δημιουργικός, φιλεύσπλαχνος».
Τέλος, ένας άλλος έγραψε: «Μιλάμε για ένα σπάνιο και Άγιο άνθρωπο. Κατά συνέπεια ελπίζω να φτιαχτεί ένας χώρος για να μπορούν να τον προσκυνήσουν οι πιστοί, οι ντόπιοι και οι επισκέπτες στο νησί της Λέσβου...».
Το νησί μας έβγαλε τρεις μεγάλες προσωπικότητες: Τον Ελύτη, το Θεόφιλο και τον παπα-Φώτη. Οι δύο τελευταίοι θα πρέπει να κάνουν μαζί παρέα στην ίδια γωνιά του παραδείσου, γιατί ταιριάζουν οι χαρακτήρες τους. Είχαν παιδική ψυχή...
*Συνήθως δεν φορούσε εσώρουχα, ούτε κάλτσες χειμώνα - καλοκαίρι και πολλές φορές περπατούσε ξυπόλητος. Έκανε μπάνιο στη θάλασσα, σε ποτάμια ή σε βαρέλι με κρύο νερό κάθε πρωί. Μπορεί να ήταν κακοντυμένος και ατημέλητος, αλλά ποτέ δεν βρωμούσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου