15 Δεκεμβρίου 2010

Μέγα Θαύμα στη Σερβία

Ο άσχετος με τη Χριστιανική πίστη ο Σέρβος Ντούσαν (ανάπηρος πολέμου) γίνεται ξαφνικά πιστός Χριστιανός ύστερα από ένα όραμα. Οι μοναδικές περιγραφές του για τον Παράδεισο και την Κόλαση που είδε με θαυμαστό τρόπο. Τι είδε και τι γνώρισε στον άλλο κόσμο. Απίστευτες λεπτομέρειες που προβληματίζουν κάθε άνθρωπο. Πρωτόγνωρες εμπειρίες, ωφέλιμα διδάγματα και προτροπές για όλους...


1. Δυο παράξενοι, ασυνήθιστοι ταξιδιώτες μπαίνουν στο αμάξι μου
Θα προσπαθήσω να σας εξιστορήσω, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, τα αληθινά γεγονότα που έζησα στις 11 Ιουλίου 1976, στα σαράντα οκτώ χρόνια της ζωής μου. Χάρις σ’ αυτά τα πνευματικά οράματα που είδα, άλλαξε από τότε η ζωή μου όλη.
Ως ανάπηρος πολέμου, πηγαίνω κάθε χρόνο για θερα­πεία σε κάποιο από τα ιαματικά μας Λουτρά. Έτσι και κείνη τη χρονιά του 1976, στο τέλος του Ιουνίου, και αρχές Ιουλίου, το πέρασα στα Λουτρά της Ματαρούσκα. Διέμενα στο ξενοδοχείο «Ζίτσα».
Μετά από δέκα μέρες θεραπείας, διέκοψα στις 9 Ιου­λίου προσωρινά τη διαμονή μου στα Λουτρά λόγω επι­στροφής στο σπίτι μου στο Κραγκούγιεβατς, για να παραστώ την επομένη μέρα, σε ετήσιο μνημόσυνο. Ήταν κάποια στενή μου συγγενής.
Μετά την τέλεση του μνημόσυνου κίνησα, την άλλη μέρα, στις 11 Ιουλίου, λίγο πριν τις δέκα, με το αυτοκί­νητο μου από το Κραγκούγιεβατς για τα Λουτρά της Ματαρούσκα για να συνεχίσω τη θεραπεία που άρχισα.
Όταν έφτασα στη γέφυρα του Ίμπαρ στο Κράλιεβο, υπήρχε διακοπή στη συγκοινωνία, που οφειλόταν, σύμ­φωνα με τη διήγηση των παρόντων οδηγών, σε μια σύγκρουση αυτοκινήτων που έγινε κοντά στο πρατήριο καυσίμων στο δρόμο προς το μοναστήρι της Ζίτσα. Η Τροχαία άφηνε εκ περιτροπής τα οχήματα πότε προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση. Αυτό καθυστερούσε την κυκλοφορία, αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχουν και καλύτερες λύσεις.
Βγαίνοντας από την γέφυρα πήρα το δεξιό δρόμο που πάει προς τη Ζίτσα. Σε απόσταση κάποιων δεκάδων μέτρων από τη γέφυρα βρίσκεται η τοπική στάση λεω­φορείων για τη μεταφορά ταξιδιωτών προς την κατεύ­θυνση Ζίτσα, και Λουτρά της Ματαρούσκα.
Στη στάση περίμεναν το λεωφορείο καμιά δεκαριά ταξιδιώτες, και ανάμεσα τους ένας καλόγερος και μια καλόγρια, «χτυπητοί» από την ωραία τους όψη.
Σ’ αυτό το τμήμα του δρόμου, το έδαφος είναι λίγο επικλινές και είχα καλή ορατότητα, ενώ η μικρή ταχύ­τητα που είχα, συνέβαλε, στο να προσέχω καλύτερα, τι συμβαίνει μπροστά μου.
Παρατήρησα, ότι ο καλόγερος ήταν μετρίου αναστή­ματος, εβδομηντάρης, με ασπρισμένο πυκνό και κυματι­στό γένι, αλλά από την κινητικότητα φαινόταν σαν πενήντα χρόνων. Φορούσε καλυμμαύχι καλυμμένο από μακρύ μαύρο επανωκαλύμμαυχο που έπεφτε στις πλά­τες. Στο στήθος του κρέμονταν από αλυσίδα ή κορδόνι ένα είδος εγκολπίου ή εικονιδίου, σαν την Αγία Θεοτό­κο με τον Ιησού Χριστό- ήταν πάντως γυναικείο πρόσω­πο με παιδί.
Η καλόγρια που στέκονταν δίπλα του φορούσε μακρύ μαύρο φόρεμα. Στο κεφάλι είχε το ίδιο καλυμμαύχι με τον καλόγερο, μόνο που το μαύρο βέλο της έπεφτε στους ώμους. Ήταν μετρίου αναστήματος, με μεγάλα πολύ ωραία μάτια. Στον τράχηλο της κρέμονταν Σταυρός και εγκόλπιο όπως και του καλόγερου.
Όλα αυτά λαμπύριζαν στον ήλιο. Εγώ τότε, δε γνώ­ριζα από καλογερική ενδυμασία.
Με την ύψωση του χεριού τους, ο καλόγερος και η καλόγρια, προσπαθούσαν να σταματήσουν οποιοδήποτε από τα αυτοκίνητα που περνούσαν από μπροστά τους, αλλά μάταια.
Κανένας από τους οδηγούς δεν έλεγε να σταματήσει, αν και σε πολλά οχήματα υπήρχαν θέσεις για δύο άτομα, ακόμη και για περισσότερα.
Μέσα μου κατέκρινα τους οδηγούς που μπορούσαν, αλλά δεν ήθελαν, να τους πάρουν. «Γιατί; Αναρωτήθη­κα φωναχτά». Αφού και οι καλόγεροι είναι άνθρωποι όπως εμείς. Γιατί όλοι γυρίζουν το κεφάλι τους όταν τους βλέπουν;
Δεν μπορούσα να υποφέρω αυτήν αδιαφορία προς τους καλόγερους και αποφάσισα να τους πάρω εγώ, στην περίπτωση που δεν θα τόκανε κάποιος άλλος, πριν από μένα. Δυστυχώς, κανένας τέτοιος δεν παρουσιάστηκε.
Μόλις έφτασα σχεδόν μπροστά τους, μου έκαναν και μένα σήμα να σταματήσω.
Αποδέχθηκα το κάλεσμα τους.
Βγήκα με το αυτοκίνητο από τη σειρά και σταμάτησα δίπλα στο δρόμο να τους πάρω…

2. Γνωρίζουν καταλεπτώς την ζωή μου και μου την ξαναθυμίζουν
Τη στιγμή εκείνη με πλησίασε ο καλόγερος και μου είπε “Βοηθάει ο Θεός” κι εγώ του απάντησα “ο Θεός να σας βοηθάει!”
Δεν συνήθιζα να χαιρετώ με αυτό τον τρόπο επειδή δεν πίστευα στο Θεό, αλλά του απάντησα έτσι για να τον καλοκαρδίσω.Με ρώτησε αν μπορώ να πάω τον ίδιο, και την αδελφή, μέχρι το μοναστήρι της Ζίτσα. Του απάντησα ότι μπορώ και τους κάλεσα να μπουν μέσα στο αυτοκίνητο, ανοίγοντας τη δεξιά πόρτα και ανασηκώνοντας το μπροστινό κάθισμα για να μπει πίσω ο ένας, απ’ τους δύο.
Κατόπιν πλησίασε το αυτοκίνητο η καλόγρια, επικαλέστηκε το Θεό και εγώ απάντησα και σ’ αυτή «ο Θεός να σας βοηθάει!» Μπήκε αυτή πρώτα στο αυτοκίνητο, και κάθισε πίσω ακριβώς από τη θέση μου, και μετά απ’ αυτή ο καλόγερος και κάθισε δίπλα της. Για να αισθάνονται πιο άνετα στο αυτοκίνητο τους είπα: «Γιατί στριμώχνεστε πίσω;» ο καλόγερος στην καλόκαρδη παρατήρηση μου απάντησε: «Δε στριμωχνόμαστε, Ντούσαν, εσύ μόνο οδήγα!» Μετά την απάντηση αυτή, σώπασα κι έκλεισα την πόρτα, απ’ την οποία είχαν μπει στο αυτοκίνητο.
Αυτό το έκανα από υπερβολική προσεκτικότητα για να μην ανοίξει η πόρτα, ενώ θα οδηγούσα. Επειδή ήμουν έξω από τη σειρά των αυτοκινήτων, που κινούνταν στο δρόμο, γύρισα το αυτοκίνητο προς το δρόμο και περίμενα να με αφήσει κάποιος να μπω και να συνεχίσω το ταξίδι με τους επιβάτες μου. Ενώ περίμενα λοιπόν αυτό να γίνει ο καλόγερος με ρωτά: «Ντούσαν, επιστρέφεις από το μνημόσυνο, από το Κραγκούγιεβατς;» Έθεσε το ερώτημα και ο ίδιος απάντησε. Με ξάφνιασε από πού γνώριζε το όνομα μου και από πού ερχόμουν. Σαστισμένος δεν είχα καιρό να συγκεντρωθώ και του απάντησα: «Μάλιστα, είχαμε το ετήσιο μνημόσυνο μιας συγγέ νισσας μου».
Ο καλόγερος με ακούει και συνεχίζει: «Και τώρα πας στα Λουτρά, ενώ δεν κάνεις μπάνια;» «Δεν τολμώ, του απάντησα γιατί το νερό στα Λουτρά είναι πολύ ζεστό και θα ήμουν αναγκασμένος μετά από κάθε μπάνιο να φυλάγομαι πολύ για να μην κρυώσω, και αισθάνομαι χειρότερα, απ’ ότι προτού να έλθω στα Λουτρά». Μόλις σταμάτησε να μιλά ο καλόγερος με ερωτά η καλόγρια: «Από πού κατάγεσαι, Ντούσαν, από τη Ζακούτα!» Έτσι κι εκείνη ταυτόχρονα ρωτούσε και η ίδια απαντούσε. Μετά συνέχισε: «Ντούσαν, όλοι οι δικοί σου είναι ζωντανοί και υγιείς, ο πατέρας Ντιμίτριγιε, η μάνα Νταρίνκα, η αδελφή Ντουσάνκα, ο αδελφός Ντράγκολιουμπ. Αυτοί όλοι πιστεύουν στο Θεό, γιορτάζουν τον οικογενειακό τους πατρικό Άγιο, αλλά είναι ασταθείς. Μόλις θυμώσουν λίγο, βρίζουν πολύ τα θεία. Ο αδελφός σου Μίλοβαν έχει ανώτατη μόρφωση, είναι μεγάλος εμπειρογνώμονας, τεχνοκράτης, αλλά και μεγάλος άθεος».
Όταν αυτή σιώπησε, συνέχισε ο καλόγερος με αυτά τα λόγια: «Και συ, Ντούσαν, πιστεύεις πλέον ότι ο Θεός, είναι Εκείνος που δημιούργησε τον άνθρωπο. Δεν είσαι οπαδός εκείνης της θεωρίας ότι ο άνθρωπος προήλθε από τη μαϊμού. Αλλά δεν προσεύχεσαι στο Θεό, μόνο έχεις μαλακή καρδιά και αγαπάς την εντιμότητα. Μπορούσες, σε τρεις ευνοϊκές για σένα ευκαιρίες να πλουτίσεις, αλλά δεν ήθελες με ανέντιμο τρόπο.
Τρεφεις συμπάθεια για τους ηλικιωμένους και τους φτωχούς. Η ευγένεια σου σε οδήγησε να σταματήσεις και σε καλό σου, που σήμερα σταμάτησες και έκανες δεκτό το Θεό μας και μας κάλεσες, να μπούμε στο αυτοκίνητο σου.
Γιατί όλοι εκείνοι που καλούσαμε να σταματήσουν για να μας μεταφέρουν, και απέστρεφαν τα κεφάλια τους από μας και μας έφτυναν, καλύτερα να μην είχαν γεννη­θεί!, παρά που μας συμπεριφέρθηκαν με τέτοιο τρόπο»…

3. Ελέγχουν την προηγουμένη αμαρτωλή και άσωτη ζωή μου
Δεν είχα καταλάβει ακόμη τη σημασία αυτών των λόγων, αλλά έτρεμα από τον φόβο μου. Εκείνη τη στιγ­μή ένας οδηγός μου έκανε σήμα ότι μπορώ να μπω στη σειρά πριν απ’ αυτόν, πράγμα που έκαμα αμέσως χωρίς να περιμένω.
Σύντομα περάσαμε από το μέρος που είχε συμβεί η σύγκρουση των αυτοκινήτων, και αποφάσισα να αναπτύ­ξω ταχύτητα για να φτάσουμε όσο το δυνατόν γρηγορό­τερα στο μοναστήρι της Ζίτσα. Και τότε, απροσδόκητα, από ένα δευτερεύοντα αγρο­τικό δρόμο, πετιέται μπροστά μας ένα φορτηγό φορτω­μένο τούβλα και άλλα οικοδομικά υλικά, που μας επι­βράδυνε ξαφνικά την πορεία, γιατί κινούνταν αργά και προς την ίδια κατεύθυνση με μας.
Έτσι, ήμουν αναγκασμένος να το ακολουθώ οδηγώ­ντας αργά και προσεκτικά, γιατί από την αντίθετη κατεύθυνση έρχονταν συνεχώς αυτοκίνητα. Αυτή η κατάσταση με υποχρέωνε να ελέγχω και την κίνηση πίσω μου και να κοιτάζω μήπως κάποιος θέλει να με προσπεράσει και έτσι κοίταξα στον καθρέπτη και είδα το εξής απροσδόκητο θέαμα!
Ο καλόγερος και η καλόγρια που κάθονταν στο πίσω κάθισμα είχαν πολύ φωτεινά πρόσωπα και γύρω από το κεφάλι φωτοστέφανα με εκτυφλωτικό φως! Έτρεμα από την ταραχή και σκέφτηκα ότι αυτοί δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι.
Από τις πολλές εκπλήξεις που δοκίμασα από αυτούς τους ταξιδιώτες, άρχισε να ελαττώνεται απότομα η προ­σοχή μου. Μόλις που κατάφερνα να οδηγώ το αυτοκίνητο και γι’ αυτό άρχισα να οδηγώ όλο και πιο αργά απ’ ότι μου επέ­τρεπαν οι συγκοινωνιακές συνθήκες.
Στη διάρκεια αυτής της αργής οδήγησης, ο καλόγερος και η καλόγρια άρχισαν εναλλασσόμενοι να μου εκθέ­τουν τη ζωή μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μέχρι εκείνη τη μέρα. Μνημόνευαν όλα όσα έπραξα καλά και κακά ως κι εκείνα τα σχέδια μου, για τα οποία κανένας δε γνώριζε, και τα οποία δεν πραγματοποίησα στην εποχή τους, για πολλούς και διαφόρους λόγους.
Προς έκπληξη μου, η έκθεση τους ήταν τόσο τέλεια ακριβής, σα να διάβαζαν τη ζωή μου από κάποιο βιβλίο. Για το καλό με παίνευαν, ενώ για την άπρεπη ζωή μου με κατέκριναν, με ήπια φωνή. Από το φόβο και την ντρο­πή δεν ήξερα τι να κάνω. Επιθύμησα να μπω στη γη ή να μου συμβεί οτιδήπο­τε άλλο, μόνο να τελειώσω αυτά τα βάσανα, αλλά επι­λογή δεν υπήρχε, ήμουν αναγκασμένος όλα να τα ακούω, όλα να τα υποφέρω.
Για όλες τις μομφές και τις κατηγορίες που μου απη­ύθυναν δε μπορώ να μιλήσω εδώ, γιατί αφορούν την προσωπική μου ζωή. Αργότερα, γι’ όλα αυτά εξομολο­γήθηκα και μετάνιωσα. Θα διηγηθώ όμως με λεπτομέρειες για μια πολύ σημαντική μομφή, που μου απηύθυνε η καλόγρια, ως δίδαγμα για όλους!
«Ντούσαν, γιατί δεν ήθελες να μιλήσεις με τον πατέ­ρα σου στα γενέθλια της Ντέσα, της κόρης της αδελφής σου;»
Της απάντησα τι πραγματικά έγινε: «Ο πατέρας μου δε με πρόσεχε, σε σχέση με τα άλλα παιδιά του. Δεν είχε τη θέση που έπρεπε απέναντι μου, και ήθελα με τη συμπεριφορά μου να του κάνω γνωστό, ότι είναι δυσάρεστο και δύσκολο, όταν μέσα σε πολύ κόσμο, ο γιος δε μιλάει με τον πατέρα»
Στην εξήγηση μου αυτή η καλόγρια μου παρατήρησε: «Ποιος είσαι συ και ποιοι είμαστε εμείς για να κρίνου­με; Ο Θεός είναι αυτός που κρίνει και μοιράζει δικαιο­σύνη! Ο Θεός είπε στην Εντολή του να είναι σεβαστοί, ο πατέρας και η μητέρα, και υποσχέθηκε αμοιβή σε όποι­ον την εκπληρώνει (θα ζήσει στη γη πολλά χρόνια και ευτυχισμένα).
Οι γονείς είναι στη γη, για τα παιδιά τους, πράγμα Άγιο! Αλλά είσαι τυχερός που έχεις μαλακή καρδιά, λυπήθηκες και την άλλη μέρα πήγες σ’ αυτόν, τον αγκά­λιασες, τον φίλησες και του ζήτησες να σε συγχωρέσει. Ο πατέρας σου έκλαψε από ευτυχία και είπε: «Σε συγχω­ρώ, γιε μου»
Η καλόγρια τα είπε όλα, με τέτοια ακρίβεια. Έμεινα άφωνος απ’ όλο αυτό το μάθημα.

4. Τους μεταφέρω στο μοναστήρι της Ζίτσας αλλά ξαφνικά εξαφανίζονται
Όταν φθάσαμε στη γέφυρα, μπροστά στο μοναστήρι της Ζίτσα, ο καλόγερος μου απευθύνθηκε εκ νέου:
«Ντούσαν, αυτό που σου συνέβη τώρα, και αυτό που θα σου συμβεί, κατά τη διάρκεια της ημέρας, μην το διη­γηθείς σε κανένα, πριν περάσουν οι τρεις επόμενοι μήνες, και μετά μπορείς να το πεις μόνο στους συγγενείς και στους φίλους!»
Του απάντησα συντομότατα: «Καλά!» και κοίταξα πάλι στον καθρέπτη για να δω αν μπορώ να κάνω στρο­φή στο χώρο μπροστά από τη στάση της Ζίτσα.
Και τη φορά αυτή, προς έκπληξη μου, είδα στον καθρέπτη τα φωτοστέφανα γύρω από τα κεφάλια τους. Η ψυχική μου κατάσταση ήταν ήδη σοβαρά διατα­ραγμένη από όλα αυτά τα γεγονότα. Αισθανόμουν ωστόσο, την ακαταμάχητη ανάγκη να χωριστώ απ’ αυτούς τους παράξενους ταξιδιώτες, όσο το δυνατόν νωρίτερα.
Στο χώρο στάθμευσης, μπροστά από το μοναστήρι της Ζίτσα ήταν μερικά αυτοκίνητα και μια μεγάλη ομάδα τουριστών που περιεργάζονταν το μοναστήρι και την περιοχή του. Οδήγησα το αυτοκίνητο μέχρι τη μπροστινή πλευρά, ως τον τοίχο του μοναστηριού, για να τους ανοίξω την πόρτα και να μπορέσουν να βγουν έξω, ο καλόγερος και η καλόγρια. Αλλά, και τη φορά αυτή δε με λυπήθηκαν. Όταν γύρι­σα το κεφάλι μου, μέσα στο αυτοκίνητο δεν υπήρχε πλέον κανένας.
Έτρεμα πάλι από το φόβο. Το βλέμμα μου πέταξε από την ανοιχτή πόρτα, ως την πόρτα που ήταν ακόμη κλειδωμένη. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Κοίταξα πάλι μερικές φορές, με πολύ μεγάλη προσοχή, αλλά στο αυτοκίνητο δεν υπήρχε κανένας, ούτε έξω απ’ αυτό.
Η απιστία, ο φόβος και ο τρόμος με διαπέρασαν με μιας, με όλη τους τη δύναμη. Η αβεβαιότητα στον εαυτό μου εξωτερικεύτηκε πέρα από κάθε μέτρο. Φοβήθηκα μήπως έχασα τα λογικά μου. Για να διαψεύσω τον εαυτό μου γι’ αυτή του την αίσθηση άρχισα να δαγκώνω τα χέρια μου, να τραβάω τα μαλλιά μου και να κτυπάω το πρόσωπο μου χωρίς μέτρο.
Μέσα στη δοκιμασία μου δεν αντιλήφθηκα ότι μαζεύ­τηκε γύρω μου ο κόσμος που είχε έλθει στη Ζίτσα. Μέσα στην ταραχή μου άκουσα να με ρωτούν, ορισμένοι άνθρωποι, από το πλήθος: «Τι μου συνέβη; Γιατί χτυπιέμαι και δαγκώνομαι;» Η κατάσταση μου ήταν απογοητευτική. Έτρεμα όπως σε πυρετό, και τους απάντησα:
«Φύγετε, άνθρωποι, από μένα!»
Βγήκα απ’ αυτό τον ανθρώπινο κλοιό, απομακρύνθη­κα λίγο για να συγκεντρωθώ και να τακτοποιήσω, σε κάποιο βαθμό, τις σκέψεις μου.
Μένω κλειδωμένος μέσα στο δωμάτιο μου αλλά και μέσα στον κανόνα μου
Στη μοναξιά μου κοίταξα το ρολόι. Ήταν 11.30 η ώρα το πρωί. Άρχισα να ξαναθυμούμαι τότε, κάθε λέξη που είπαν οι συνταξιδιώτες μου, από τότε που τους πήρα στο αυτοκίνητο μου, μέχρι αυτό το μέρος, όπου εξαφανί­στηκαν με τον ανεξήγητο τρόπο που σας ανέφερα.
Από όλα όσα έγιναν, πιο πολύ με τάραξαν τα τελευ­ταία τους λόγια: Να μην πω σε κανένα τίποτε τους τρεις επόμενους μήνες, για αυτά που μου συνέβησαν, και αυτά που θα μου συμβούν, κατά τη διάρκεια της μέρας! Από την υπερβολική συγκίνηση και ταραχή, άρχισα να μιλάω στον εαυτό μου δυνατά.
«Θεέ, μου τι μπορεί να μου συμβεί; Θα πάω στα Λου­τρά, δε θα γευματίσω, αμέσως θα ξαπλώσω για να ξεκουραστώ. Τι θα μπορούσε να μου συμβεί;» Επανα­λάμβανα, μονολογώντας μέσα μου. «Μήπως θα πεθάνω;» αναρωτήθηκα, αλλά αμέσως σκέφτηκα ότι δεν θα μπορέσω να διηγηθώ όσα πέρασα και όσα θα περάσω, αν πεθάνω, και ο καλόγερος μου είπε ότι θα μπορώ να τα διηγηθώ όλα, άμα περάσουν τρεις μήνες.
Αυτό το τελευταίο συμπέρασμα μου ήλθε σαν ένα είδος μικρής παρηγοριάς, και ένοιωσα κάπως αστείος που μόλις πριν από λίγο φοβήθηκα το θάνατο, αλλά τις στιγμές εκείνες δεν ήμουν ικανός να κατανοήσω καλύτε­ρα, και να εξηγήσω στον εαυτό μου, όλα αυτά τα αινιγ­ματικά γεγονότα. Μετά από σύντομη ανάπαυση, συνέχισα το ταξίδι μου για τα Λουτρά της Ματαρούσκα, αλλά ως τα σήμερα δεν μου έγινε τελείως σαφές πως τόσο ταραγμένος μπόρεσα να οδηγήσω το αυτοκίνητο από τη Ζίτσα μέχρι τα Λου­τρά.
Ευτυχώς, έφτασα στα Λουτρά χωρίς συνέπειες, όμως τελείως συγχυσμένος και τσακισμένος από τη δυνατή κούραση. Ήθελε μερικά λεπτά για να γίνει δώδεκα, όταν πέρα­σα δίπλα στο ξενοδοχείο «Ζίτσα» και είδα τους ξένους να πηγαίνουν στο εστιατόριο για γεύμα. Δεν αισθανόμουν όμως πείνα, αν και ήταν ώρα φαγητού. Η ανάπαυση, μου ήταν πιο απαραίτητη. Πήρα τα πράγματα μου και πήγα στο δωμάτιο μου να ξαπλώσω και να σκεφτώ πιο λεπτομερειακά ολόκληρο το γεγο­νός. Ξάπλωσα στο κρεβάτι, χωρίς να βγάλω τίποτε από πάνω μου, πράγμα αντίθετο με τις συνήθειες μου, όσο αφορά τουλάχιστο την ανάπαυση μου.
Αμέσως, αισθάνθηκα «πάτημα» στο μέσο του στήθους και κάτι σα δυνατό και βαθύ τρύπημα με βελόνα, στην καρδιά. Μετά από αυτό, με έπιασε ακαταμάχητη υπνη­λία που με οδήγησε σε ένα πολύ βαθύ ύπνο..

5. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ μπαίνει στην ζωή μου
Το τι συνέβη μετά, μου είναι πολύ δύσκολο να περι­γράψω με λόγια απλά, μιας και είναι πέρα από κάθε φαντασία, εντυπωσιακό! Το δωμάτιο ξαφνικά πλημμύρισε από φως και μαζί με το φως εμφανίστηκε Άγγελος πτερωτός! Είχε εξαιρε­τική ωραιότητα και μακριά μαλλιά, δεμένα σε μορφή αλογοουράς. Φορούσε μακρύ λαμπερό φόρεμα και από πάνω, κι άλλο λαμπερότερο, αλλά αχειροποίητο. Στα πόδια είχε σαντάλια.
Ο Άγγελος ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε: «Ντούσαν, σήκω να περπατήσουμε!» Σηκώθηκα υπάκουα. Ο Άγγελος μου λέει και αυτό:
«Ντούσαν είσαι τυχερός που σταμάτησες σήμερα, που αποδέχθηκες το Θεό και πήρες τον καλόγερο και την καλόγρια μαζί σου. Ξέρεις ποιόν μετέφερες σήμερα;» Σήκωσα τους ώμους και πάνω που ήθελα να απαντή­σω ότι δεν ξέρω, ο Άγγελος μου λέει: «Μετέφερες τον Άγιο Απόστολο Πέτρο, και την Αγία Παρασκευή- την οικογενειακή σας προστάτιδα.»
Αμέσως τότε θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου γιορτάζει την Αγία Παρασκευή κι έτσι μου γίνεται πιο σαφές, ποιοι ήταν μαζί μου στο αυτοκίνητο! Κατόπιν, ο Άγγελος με βγάζει από το δωμάτιο και κινάμε τον ανήφορο από την αριστερή πλευρά της εισό­δου των λουτρών, που κοιτάζει προς την κατεύθυνση του μοναστηριού Ζίτσα. Μικρό μέρος του δρόμου, το περάσαμε σιωπηλοί. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και ο Άγγελος άρχισε να μου μιλά: «Ντούσαν, εσύ εργάζεσαι, βρίσκεσαι συχνά μαζί με τον κόσμο και υποστηρίζετε ότι για τον άνθρωπο το παν είναι να τρώει, να πίνει, να ντύνεται και να περνάει καλά όσο είναι ζωντανός, και ότι όταν είναι να πεθαίνει του είναι αρκετά, δύο μέτρα γη και λίγο χώμα από πάνω. Και πως αυτό είναι το παν!
Μάθε λοιπόν, Ντούσαν, ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής, αλλά πόλη, και σταθμός, μέσα από τα οποία πρέπει να περάσει ο άνθρωπος. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από γη, και του εμφύσησε Πνεύμα Άγιο, κι έγινε ο άνθρωπος ψυχή ζωντανή» Ο Άγγελος μου τελείωσε αυτή τη διήγηση όταν φθά­σαμε στην κορυφή του βουνού. Την ίδια ώρα χαμήλωσε μπροστά μας ένα πυκνό σύννεφο που μέσα του με έβαλε ο Άγγελος και γρήγορα άρχισε αυτό να υψώνεται.
Ενώ μας μετέφερε το σύννεφο, με τον τρόπο αυτό, ο Άγγελος συνέχισε να μου μιλάει: «Ντούσαν, με την ευγενική καρδιά σου, που αγαπάς τη δικαιοσύνη και την εντιμότητα, βρήκες μεγάλο έλεος ενώπιον του Κυρίου, για να σου δειχθεί ο ορθός δρόμος της σωτηρίας!»
Μετά απ’ αυτά τα λόγια, το σύννεφο στάθηκε και ο Άγγελος μου είπε πάλι: «Κοίτα τώρα τη Γη» Κοίταξα και Εκείνος μου λέει: «Τι βλέπεις;» «Βλέπω όλη τη γήινη σφαίρα, τα κράτη, τις πόλεις, τα χωριά, τα ποτάμια, τη θάλασσα, τα ζώα, τους ανθρώπους και τα πρόσωπα μάλιστα τα αναγνωρίζω καλά!» είπα. Κατόπιν γυρίζω προς τον Άγγελο και είδα ότι πίσω του ήταν παρατεταγμένοι, σε τρεις σειρές, Άγγελοι με σάλπιγγες στα χέρια. Ακτινοβολούσαν από ασυνήθιστα μεγάλη λαμπρότη­τα. Είναι αδύνατο να περιγραφεί η ωραιότητα αυτών των Αγγέλων.
Με ξεναγεί σε κόσμους πρωτόγνωρους και άγνωστους σε μένα.
Ο οδηγός Άγγελος μου είπε: «Ντούσαν, κοίτα προς τη Γη και στο σήμα της σάλ πιγγας των Αρχαγγέλων, θα δεις πως θα γίνει η Ανά­σταση των νεκρών, όταν θα έρθει ο Κύριος Ιησούς Χρι­στός στη Γη, για να κρίνει ζώντες και νεκρούς!»
Όταν κοίταξα προς τη Γη, οι Αρχάγγελοι σάλπισαν και άρχισαν τη στιγμή εκείνη να ανοίγονται οι τάφοι, σε όλη τη γήινη σφαίρα, και να βγαίνουν απ’ αυτούς οι νεκροί. Είχα εκπλαγεί, όμως και η έκπληξη μου ήταν ατελεί­ωτη. Είδα άνδρες, γυναίκες και παιδιά να εξέρχονται από ποτάμια, θάλασσες, λίμνες, από φωτιές και από στόματα ζώων, αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους, όμοιους μ’ αυτούς που είχαν φύγει από τη γήινη ζωή. Βουβάθηκα από το θαύμα αυτό, αλλά ο Άγγελος οδηγός αμέσως μου διευκρινίζει:
«Ντούσαν, γιατί θαυμάζεις! Ο καθένας θα επιστρέψει στη ζωή, με τον ίδιο τρόπο που έφυγε απ’ αυτή, πάνω στη γη, στο άκουσμα της σάλπιγγας, ανεξάρτητα αν τους κατάπιε το νερό, τους έκαψε η φωτιά, τους έφαγαν τα θηρία… Όλα είναι δυνατά στο Θεό, γιατί γι’ Αυτόν δεν υπάρχουν νεκροί, γι’ Αυτόν όλοι είναι ζωντανοί!»
Πιο πολύ θαύμασα όταν είδα, στο μέτωπο κάθε κεφα­λιού, από ένα χαρτί στο μέγεθος μισού τυπογραφικού, πάνω στο οποίο ήταν κάτι γραμμένο. Σ’ άλλον πιο λίγο, σ’ άλλον πιο πολύ. Σκέφτηκα, τι θα μπορούσε να είναι γραμμένο στο μέτωπο καθενός;
Ο Άγγελος οδηγός,μου απάντησε και αυτή τη φορά χωρίς να τον ρωτήσω: «Αυτά είναι τα έργα που έπραξαν ενόσω ζούσαν στη γη και με αυτά τα έργα παρουσιάζονται στον Κύριο Ιησού Χριστό, και με βάση αυτά θα τους κρίνει!» Ανέφερε επίσης ότι είναι αυτού γραμμένες και οι σκέ­ψεις τους, και ότι τίποτε δεν μπορεί να κρυφθεί.
Ανάμεσα στους σηκωμένους από τους τάφους είδα και συγγενείς μου, φίλους, γείτονες και πολλούς γνωστούς από τότε που θυμούμαι τον εαυτό μου. Άπλωναν τα χέρια, και κάτι έλεγαν, αλλά δε μπορούσα να ακούσω τα λόγια τους. Από τους συγγενείς και τους γνωστούς που έβλεπα συμπέρανα ότι είναι σε οικογενειακές ομάδες, γιατί οι συγγενείς στέκονταν οι μεν δίπλα στους δε. Κατόπιν ο Άγγελος – οδηγός μου είπε: «Τώρα θα προχωρήσουμε πιο πέρα, αλλά μετά θα επιστρέψουμε στο ίδιο μέρος»
Μετά τα λόγια αυτά το σύννεφο τώρα μας μεταφέρει προς την Ανατολή, και όλο και πιο ψηλά. Μόλις κινήσα­με είδα πλήθος ανθρώπων σαν σκιές ιπτάμενες να κινού­νται γύρω μας, προς όλες τις κατευθύνσεις. Διακρίνονταν καθαρά τα χέρια, τα πόδια, το κεφάλι, ολόκληρο το πρόσωπο. Σκέφτηκα σαν τι λαός να είναι αυτός; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που κινούνται στο Διάστημα;
Μπαίνοντας στη σκέψη μου ο Άγγελος – οδηγός μου απαντά:«Αυτοί δεν είναι άνθρωποι, αλλά ανθρώπινες ψυχές και επειδή ο Θεός είναι φως και ο άνθρωπος πλάστηκε από γη, ο Θεός του εμφύσησε το Πνεύμα Του και έγινε ο άνθρωπος ψυχή ζώσα, για το λόγο αυτό και οι ψυχές είναι φωτεινές. Η ψυχή που βγαίνει από τον άνθρωπο περιέχει: όραση, ακοή, ομιλία, μνήμη, αισθήματα και ακόμη μερικές άλλες ιδιότητες που είχε ενώ ήταν ακόμη στο σώμα.»
Κατόπιν μου εξηγεί και τούτο: «Όταν η ψυχή βγαίνει από το σώμα, σε σαράντα μέρες περνά πάλι όλη την ανθρώπινη ζωή της. Τις δείχνονται όλα όσα έκανε, ότι είπε ή ότι σκέφθηκε… και μετά τις σαράντα μέρες υψώ­νεται στον Ουρανό προς Κρίση. Και πηγαίνει στο μέρος που της αρμόζει» Με αυτό εδώ τελείωσε η θεώρηση της ανάστασης των νεκρών και το σύννεφο μας μεταφέρει παραπέρα, προς τις ανώτερες σφαίρες. Ταξιδέψαμε μέσα στο Διάστημα, που μόνο γενικά μπορώ να αναφέρω, γιατί δεν είμαι σε θέση, ούτε είναι δυνατό, να περιγράψω πως φαίνεται. Η περίπλοκη και φοβερή του όψη, μου προξενούσε αδιάκοπα απερίγραπτο φόβο και γι’ αυτό ήμουν συνε­χώς κολλημένος στον Άγγελο μου.
Αυτά τα βάσανά μου εξαφανίσθηκαν κατά μεγάλο μέρος όταν φθάσαμε σ’ ένα ωραίο καθαρό μέρος, όπουυπήρχε ένας μεγάλος περίβολος, κάτι σαν τοίχος που δεν φαίνονταν ούτε η αρχή ούτε το τέλος του. Στον τοίχο αυτό υπήρχε μια πύλη με το σχήμα Σταυ­ρού. Στα δεξιά αυτής της εισόδου στέκονταν Άγγελος φρουρός. Αυτός ο περίβολος, ιδιαίτερα δε η πόλη, είχαν εξαιρετική και λαμπρή διακόσμηση.
Σ’ αυτό το σταθμό ή τη στάση, δεν ξέρω πώς να ονο­μάσω αυτό το μέρος, υπήρχαν πολλές από εκείνες τις ψυχές που είδα ενώ κινούμασταν μέσα στο Διάστημα. Άλλες ήταν περισσότερο και άλλες λιγότερο φωτεινές.Γύρω τους δε υπήρχε πλήθος Αγγέλων, ιδιαίτερα όμως πολλοί δαίμονες, σε διάφορες τερατοειδείς μορφές. Οι δαίμονες προσπαθούσαν να εμποδίσουν τις ψυχές, στις οποίες ο Άγγελος της πύλης, επέτρεπε να περάσουν μέσα..

6. Οι δαίμονες προσπαθούσαν να εμποδίσουν τις ψυχές, στις οποίες ο Άγγελος της πύλης, επέτρεπε να περάσουν μέσα.
Αδύνατον να περιγραφεί η ομορφιά του Παραδείσου. Απ’ όλα όσα είδα, τίποτε δε μπορούσα να καταλάβω. Αναρωτιόμουνα: Γιατί μερικές ψυχές στέκονται σε ομά­δες; Γιατί αυτό, γιατί εκείνο; Αλλά πάλι, ο Άγγελος οδηγός, χωρίς ερώτημα μου απαντά: «Ντούσαν, δε θα μπορούσες να τα υπομείνεις εάν σου λέγονταν όλα» Κατόπιν ο Άγγελος οδηγός με οδηγεί μέσα από την πύλη.
Ο δρόμος απ’ αυτήν, ως την επόμενη πύλη, ήταν ολόι­διος σαν βέλος και πολύ στενός. Δεξιά και αριστερά, από τα όρια του δρόμου, σε όλο του το μήκος, υπήρχε απέ­ραντη, φοβερή, απότομη και βαθιά άβυσσος. Έτσι ήταν όλοι οι χώροι που μεσολαβούσαν ανάμεσα στους σταθμούς αυτούς, μόνο που ο δρόμος από τον ένα σταθμό στον άλλο γινόταν όλο και πιο στενός για να καταλήξει, πριν από την τελευταία πύλη, να έχει το πλάτος ενός ανθρώπινου ποδιού! Μετά από σύντομο ταξίδι, φθάσαμε στο δεύτερο σταθ­μό, ακόμη πιο ωραίο και λαμπρό από τον προηγούμενο. Και εδώ υπήρχαν ψυχές μαζί με τους Αγγέλους συνο­δούς τους, και τον Άγγελο φρουρό στην πύλη!
Εδώ οι δαίμονες προσπαθούσαν με περισσότερη δύνα­μη να εμποδίσουν τις ψυχές που τους είχε επιτραπεί ηείσοδος από την πύλη. Με όλες τις δυνάμεις τους, προσπαθούσαν να τις απο­σπάσουν προς κάποια άλλη πλευρά, αλλά χωρίς επιτυ­χία. Οι ψυχές που είχαν πάρει άδεια για να περάσουν μέσα από την σταυρόμορφη πύλη, απαλλάσσονταν τώρα δια παντός από τις επιθέσεις των δαιμόνων. Ο Άγγελος οδηγός μου και εγώ, περάσαμε μέσα από όλες τις πόρτες. Όλοι οι σταθμοί διέφεραν μεταξύ τους. Κάθε επόμενος σταθμός ήταν πιο ωραίος από τον προηγούμενο. Οι Άγγελοι που στέκονταν κοντά στην είσοδο ήταν διαφορετικά ντυμένοι, και οι είσοδοι πολύ πιο λαμπροί από τον πρώτο, ως τον τελευταίο σταθμό.
Στην πύλη του τελευταίου σταθμού, στέκονταν πανώ­ριος νεαρός, όμοιος με τον Άγγελο οδηγό μου. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε βιβλίο και στο δεξί ξίφος. Μας χαιρέτησε προκύπτοντας ευχάριστα και εμείς περάσαμε μέσα και από την τελευταία πύλη. Εδώ το πέρασμα ήταν και το πιο στενό. Μόλις περάσαμε αυτή την πύλη αμέσως βρεθήκαμε σε τεράστιο φως. Μέχρι την τελευταία πύλη υπήρχε συνη­θισμένο γήινο φως, ενώ τώρα η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το νέο φως και το συνηθισμένο γήινο φως ήταν τόσο μεγάλη, σαν τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην πιο ηλιόλουστη μέρα και στη σκοτεινότερη νύχτα.
Απορημένος από το ισχυρό φως άρχισα να γυρίζω αναζητώντας με τα μάτια τον Ήλιο, αλλά ο Άγγελος οδηγός μου εξηγεί ότι περάσαμε το Ηλιακό σύστημα και ότι βρισκόμαστε στο θόλο της ουράνιας Βασιλείας. Μου είπε ότι από το Πρόσωπο του Θεού ακτινοβο­λούν οι ουρανοί και ότι εδώ δεν υπάρχει ποτέ νύχτα, αλλά συνεχώς είναι μέρα.
Ο φόβος και ο τρόμος που με ακολουθούσαν σχεδόν αδιάκοπα μέχρι το μέρος αυτό, εξαφανίστηκαν με μιας και την ίδια στιγμή με γέμισαν αισθήματα ανέκφραστης ηρεμίας και ευχάριστης χαράς. Από τα ύψη του ουράνιου θόλου κοίταξα κάτω τη μεγαλόπρεπη εικόνα μιας τεράστιας αχανούς πόλης. Σπίτια, ναοί, πάρκα και άλλες αναρίθμητες ουράνιες ομορφιές, ήταν σκόρπια στο αχανή αυτόν ουράνιο χώρο. Όλα έλαμπαν και ακτινοβολούσαν από μια ασυνήθιστη λάμψη. Την προσοχή μου τράβηξαν και δύο τεράστια ποτά­μια, που έρεαν αργά μέσα από την πόλη αυτή. Στο ένα από τα δύο αυτά ποτάμια έρεε κίτρινο υγρό και στο άλλο λευκό. Ο Άγγελος οδηγός μου αντιλή­φθηκε και αυτή την φορά την σύγχυση μου και μου εξή­γησε ότι πρόκειται για μέλι και γάλα.Ενώ κοιτούσα δε αυτά τα ποτάμια, παρατήρησα ότι απ’ αυτά διακλαδίζονταν πολυάριθμα πολύ μικρά ποτα­μάκια, που στη ροή τους προσέγγιζαν όλα τα φυτά και με τον τρόπο αυτό ποτίζονταν.
Κάτω από την εντύπωση αυτού του θεάματος, αισθάνθηκα κάποιο φτερούγισμα στην ψυχή μου, που με γέμισε με τέτοια ανάταση που τα χέρια μου ασυναίσθη­τα εκτάθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Η επιθυμία να τα αγγίξω όλα αυτά, να τα χαϊδέψω, ήταν τόσο μεγάλη, αλλά ο Άγγελος οδηγός μου με τραβά και γρήγορα κατεβήκαμε απ’ αυτό το υπέροχο μέρος.
Στην έκπληξη και τη χαρά μου, δεν υπήρχε τέλος όταν είδα όλα όσα μας περιέβαλαν. Δεν ήξερα που να πρωτοκοιτάξω. Δίπλα μας και παραπέρα, μέχρι που μπορούσε να φθάσει το μάτι, άνθιζε τέτοια ζωή που δε μπορεί να διανοηθεί κανείς, ούτε και να δει σε κάποιο άλλο τόπο έξω από τον Παράδεισο. Το έδαφος στον Παράδεισο ήταν σαν γυάλινο και καθαρό σαν κρύσταλλο και εκείνα τα μικρούτσικα ρυά­κια κυλούσαν κάτω από το έδαφος σαν μικρά υποβρύχια. Γύρω μας σε διαφορετικές αποστάσεις υπήρχαν ωραι­ότατα σπίτια, ποικίλων μεγεθών και μορφών. Το καθέ­να ήταν τόσο περίτεχνα διακοσμημένο, που η διακόσμη­ση έμοιαζε με λεπτεπίλεπτο κόσμημα.
Στα παραδείσια αυτά σπίτια, ιδιαίτερα τονίζονταν οι στέγες, που σε κάποιο βαθμό μου θύμιζαν τις στέγες των ρωσικών εκκλησιών με τους πολλούς τρούλους.Αυτή την πανέμορφη αρχιτεκτονική, την ομόρφαινε πιο πολύ το φως, που έλουζε εξωτερικά όλες τις επιφά­νειες. Γύρω απ’ αυτά τα ουράνια παλάτια απλώνονταν τεράστια πάρκα γεμάτα από ωραιότατα δένδρα και λου­λούδια. Σ’ αυτό το περιβάλλον των λουλουδιών,, όλα μύριζαν ακατάληπτα ευχάριστα, και τα αρώματα μεταφερμένα από ανεπαίσθητη αύρα, απλώνονταν προς όλες τις πλευ­ρές. Με θαυμασμό παρατηρούσα το πώς κάποιο λουλούδι άνθιζε αδιάκοπα, άλλαζε προσωρινά και χρώματα και μεθυστικά αρώματα. Μαζί με αυτά τα φυτά είδα και πολλά διαφορετικά καρποφόρα δένδρα, στολισμένα με καρπό σαν ωραιότα­τα γαϊτάνια.
Οι καρποί αυτών των οπωροφόρων ήταν υπερβολικά μεγάλοι και γεμάτοι με χυμούς, που ορατοί κινούνταν και έρεαν μέσα τους. Ο Άγγελος οδηγός μου εξήγησε ότι τα δένδρα καρ­ποφορούσαν δώδεκα φορές το χρόνο. Εκτός από τα οπωροφόρα δένδρα είδα πολλά κλήμα­τα, ιδιαίτερα δίπλα στα ποτάμια, αλλά και δίπλα στα σπίτια. Με τη σαφή πράσινη φυλλωσιά τους και τα κόκκινα σταφύλια, αυτοί οι αμπελώνες άφησαν σε μένα την εντύ­πωση της πιο βαθιάς ημερωσύνης. Σ’ αυτά, και άλλα μέρη του Παραδείσου, όπου με οδήγησε ο Άγγελος οδηγός μου, είδα πολυάριθμο κόσμο όλων των ηλικιών. Η θέα των γεροντότερων ήταν εξαιρετικά ευχάριστη και θαυμαστή. Από τα γεροντικά τους χαρακτηριστικά κρατήθηκαν μόνο τα ασπρισμένα μαλλιά και τα πολύ κυματιστά γένια, ενώ τα πρόσωπα τους είχαν μεταμορ­φωθεί σε πρόσωπα νεαρών.
Απ’ αυτά τα αγαπητά πρόσωπα, ακόμη περισσότερο θαύμασα αυτά των παιδιών που πολλά απ’ αυτά ήταν εξομοιωμένα με τους Αγγέλους. Τα κοίταζα πως διασκέδαζαν μέσα στα πάρκα και σε άλλα μέρη, με διάφορα παιχνίδια. Πολλά απ’ αυτά έκαναν μικρά στεφάνια και άλλα κοσμήματα από λουλούδια και τα πουλιά κατέβαιναν στους ώμους τους, κουνούσαν τα φτερά τους, κελαηδού­σαν και με την ήρεμη παρουσία τους, μεγάλυναν τα παι­χνίδια τους. Διέκρινα ότι τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι ήταν δια­φορετικά ντυμένοι. Τα ενδύματα τους έλαμπαν και είχαν κάποια διακριτικά με θεϊκό τρόπο εναρμονισμένα πάνω τους, ανάλογα με τις υπηρεσίες που πρόσφεραν. Γύρω από τα κεφάλια έφεραν φωτοστέφανα, πιο μικρά από αυτά των Αγγέλων και των Αγίων.
Για την καθαρή και θεάρεστη ζωή τους στη γη, ο Θεός τους χάρισε στον Παράδεισο όλες τις ευχαριστήσεις. Μαζί με αυτούς τους κατοίκους του Παραδείσου, υπήρχαν και αναρίθμητοι Άγγελοι. Η τελειότητα και η ομορφιά των Αγγελικών προσώ­πων δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητή. Τα πρόσωπα τους έλαμπαν δυνατότερα από τον ήλιο, και από τα ρούχα τους χυνόταν φως σαν αστραπές. Οι Άγγελοι έκαναν παρέα και με τους νεώτερους και με τους γεροντότερους, και σε πολλά μέρη δόξαζαν με ύμνους, από κοινού, τον Κύριο. Προχωρώντας μέσα στον Παράδεισο, παρέλυα από τον όλο και μεγαλύτερο θαυμασμό. Ο Άγγελος οδηγός μου και εγώ, περπατούσαμε ασυ­νήθιστα ελαφριά, και κατά διαστήματα πολύ γρήγορα.
Κάποια στιγμή φθάσαμε σε τόπο θαυμάσιας ομορφιάς. Αυτό το μέρος ξεπερνούσε σε φωτεινότητα και διακόσμη­ση όλα όσα είχα δει προηγουμένως στον Παράδεισο. Στον τόπο αυτό, και πολύ κοντά μας, προς την δεξιά μας πλευρά, ήταν παρατεταγμένες σε μακριά ευθεία σειρά, οι ανώτερες Αγγελικές τάξεις. Η μία απ’ την άλλη σειρά παρουσίαζαν μικρά κενά για να αναγνωρίζονται σαφέστερα οι ομάδες και οι τάξεις, πράγμα που συμπέρανα αργότερα. Για την ωραιότητα αυτών που είδαν τα μάτια μου δεν είναι δυνατό να ευρεθούν λέξεις άξιες για να τα περιγρά­ψουν όλα. Μπροστά σ’ αυτή τη συγκέντρωση, ο Άγγελος οδη­γός μου, βράδυνε λίγο το βάδισμα, γύρισε προς τη δεξιά πλευρά και άρχισε με το χέρι, να μου δείχνει, και να μου εξηγεί: «Αυτοί είναι οι Άγγελοι, αυτοί οι Αρχάγγελοι».
Την στιγμή εκείνη, ο Άγγελος οδηγός μου, σταμά­τησε να μου εξηγεί, γιατί από την ομάδα των Αποστό­λων ξεχώρισε ο Άγιος Απόστολος Πέτρος ο οποίος και σταμάτησε μπροστά μας. Ταυτόχρονα, από την αριστερή πλευρά εμφανίστηκε η Αγία Μητέρα Παρασκευή και άρχισε να έρχεται δίπλα στον Απόστολο Πέτρο. Οι ταξιδιώτες που τη μέρα αυτή, μετέφερα από το Κράλιεβο ως τη Ζίτσα, στέκονταν μπροστά μας, στην μεγαλύτερη δόξα και λαμπρότητα. Στα κεφάλια τους φορούσαν ακτινοβόλα στέμματα και οι ενδυμασίες τους, λαμποκοπούσαν από ακατάλη­πτο διάκοσμο και επιβλητική λαμπρότητα. Πάνω από τους δεξιούς ώμους και το στήθος είχαν στεφάνια απερίγραπτης λαμπρότητας που έμοιαζαν με παράσημα. Ενώ ο Άγγελος οδηγός με περιδιάβαζε ανά τον Παράδεισο ούτε μια στιγμή δε μου πέρασε από το νου ότι θα τους ξαναδώ. Ξαφνιασμένος από τη συνάντηση αυτή, αλλά και τη θέα τους, τους κοίταζα με περηφάνια, χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από πάνω τους.
Απ’ αυτήν την πνευματική μου απόλαυση, με απέ­σπασαν τα λόγια του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. - «Ξέρεις, Ντούσαν, ποιους μετέφερες σήμερα;» Χωρίς να κρύψω τη χαρά μου, του απάντησα με μεγάλη ψυχική ανάταση: «Ξέρω»! Συνεχίζοντας το διάλογο, ο Απόστολος μου είπε:
«Από σήμερα να μην είσαι άπιστος άνθρωπος, αλλά πιστός και να αναγεννηθείς στο όνομα του Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος» Κατόπιν ο Απόστολος Πέτρος σταυροκοπήθηκε, δεί­χνοντας μου πως πρέπει να κάνω το σημείο του Σταυρού. Κάποτε, ενώ ήμουν παιδί, το σημείο του Σταυρού το έκανα από το μέτωπο ως το πηγούνι. Διδαγμένος τώρα από το παράδειγμα του αποστόλου Πέτρου, αμέσως κατάλαβα πως νωρίτερα δεν έκανα το σταυρό μου σωστά, και πως πρέπει να τον κάνω στο μέλλον. Ο Απόστολος επειδή αισθάνθηκε ότι σκέφτομαι για το σημείο του Σταυρού περίμενε λίγο και συνέχισε να με συμβουλεύει:
«Μέσα στην προσευχή να επικαλείσαι όλους τους Αγίους, τους Προφήτες, τους Αποστόλους, τους Αγγέ­λους, τους Αρχαγγέλους, τα Χερουβείμ και Σεραφείμ και πάνω απ’ όλα τη Μητέρα του Θεού, την Υπεραγία Θεοτόκο Μαρία, γιατί η δόξα και η τιμή της είναι μεγα­λύτερη από όλων των Αγγέλων στον Ουρανό. Αυτή είναι η ταχεία βοηθός, σ’ αυτούς που επικαλούνται τη βοήθεια της, με πίστη και προσευχή! Από σήμερα πρέπει να ξεχάσεις τις συνήθειες που είναι βαθιά ριζωμένες μέσα σου, και να γιορτάζεις την οικογε­νειακή σας γιορτή- την Αγία Πέτκα- Παρασκευή, που προσεύχεται για όλους που τη γιορτάζουν» και μου δεί­χνει με το χέρι. «Γι’ αυτά που είδες, Ντούσαν, και γι’ αυτά που ακόμη θα σου δείξει ο Άγιος Αρχάγγελος Γαβριήλ, μακάριος εσύ, οι δικοί σου και όλοι εκείνοι που θα πιστέψουν σε σένα. Αλλά αυτό, δε θα είναι αρκετό, αν μετά απ’ όλα αυτά δεν πάρετε το δρόμο του Κυρίου ημών Ιησού Χρι­στού.
Και σε σένα Ντούσαν, επισημαίνω ότι μπορείς να εκμεταλλευτείς τη λίγη ζωή που σου έμεινε και να σωθείς, με νηστεία και προσευχή, αν κρατήσεις ως το τέλος όλες τις εντολές του Θεού!» Η σοβαρότητα των λόγων του Μεγάλου Αποστόλου, έκαναν βαθιά εντύπωση στην ψυχή μου. Κάτω από την επενέργεια αυτής της εντύπωσης καθόμουνα ακίνητος στην ίδια θέση, απ’ όπου κοίταζα και άκουγα, αυτές τις λαμπάδες του Θεού. Την κατάσταση μου αυτή έλυσε ο Άγιος Αρχάγγελος Γαβριήλ με τη συνέχιση των εξηγήσεων: «Αυτοί είναι οι Προφήτες του Θεού και αυτοί οι Μεγαλομάρτυρες». Έτσι, όπως μου τους παρουσίαζε όλους, και με τη σειρά, αυτοί σε κάθε παρουσίαση χαμογελούσαν ήρεμα και υποκλίνονταν ελαφρά. Αμέσως μετά τη συνάντηση αυτή ο Άγγελος- οδηγός με οδηγεί πιο πέρα στον Παράδεισο.
Συμπτωματικά να μνημονεύσω ότι με τα μάτια έβλε­πα σε τεράστια απόσταση. Σε μεγάλες αποστάσεις ξεχώριζα και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, σαν να τις έβλεπα από κοντά. Στον Παράδεισο έβλεπα πολύ καλύτερα και πολύ μακρύτερα, παρά όταν κοίταζα από τα σύννεφα την ανά­σταση των νεκρών. Ο Κύριος μου δώρισε αυτή την ιδιότητα για να την έχω όσο μου δείχνονταν ο πνευματικός κόσμος. Προχωρώντας μέσα στον Παράδεισο είδα αναρίθμη­τους πανέμορφους ναούς, φτιαγμένους από χρυσάφι και πολύτιμους λίθους. Οι πόρτες όλων των ναών, δίπλα από τους οποίους περάσαμε, ήταν διάπλατα ανοιγμένες, και από μέσα ακούγονταν οι μεγαλοπρεπείς λειτουργίες, που τις συνό­δευαν τα άσματα των χορών των Αγγέλων, των Αρχαγ­γέλων και των Αγίων. Οδηγώντας με όλο και παραπέρα, ο Άγγελος οδη­γός, κάποιες στιγμές μου βράδυνε το βήμα, όταν ήθελε να ιδώ καλύτερα κάποια πράγματα, όμως πουθενά δε σταματούσαμε.
Δεν ξέρω πόσο προχωρήσαμε έτσι, όταν τελείως ξαφ­νικά, ο Άγγελος οδηγός, βράδυνε τόσο πολύ το βήμα σαν να είχαμε σχεδόν σταματήσει. Μπροστά μας, τη στιγμή εκείνη, φάνηκε σε τεράστια απόσταση κάποιο ύψωμα και πάνω του Μεγάλος Σταυ­ρός.
Πάνω στο Σταυρό είδα τον Εσταυρωμένο Κύριο και ένα εκτυφλωτικό φως να κατευθύνεται προς όλες τις πλευρές, ακτινωτά, ενώ στη ρίζα του Σταυρού είδα μαζεμένους πολλούς πολυπτέρυγους Αγγέλους, Αρχαγγέλους, Αποστόλους, Προφήτες και Αγίους να δοξολο­γούν τον Εσταυρωμένο Κύριο. Πίσω από το Σταυρό είδα μερικές τεράστιες εκκλη­σίες και μερικά ακόμη άλλα κτήρια. Όλα αυτά που είδα ήταν τόσο λαμπερά, εορταστικά διακοσμημένα που βουβάθηκα απ’ αυτή την ουράνια δύναμη. Ο Άγγελος – οδηγός με σταματά και μου λέει: «Εκεί είναι, Ντούσαν, ο Θρόνος του Κυρίου. Δεν είσαι άξιος να πας παραπέρα»
Κατόπιν, ο Άγγελος – οδηγός με γύρισε πίσω και γρήγορα βγήκαμε από τον Παράδεισο.

7. Φοβερή σε μένα η εμπειρία των βασανιστηρίων της κόλασης
Εκεί μας περίμενε και πάλι ένα σύννεφο. Μπήκαμε μέσα και αυτό μας μετάφερε κάπου προς τα δυτικά. Έχω την εντύπωση ότι δεν ταξιδέψαμε πολύ προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί ξαφνικά το σύννεφο άλλαξε πορεία και άρχισε να κατεβαίνει ταχύτατα και μας άφησε σ’ ένα φαράγγι. Ο Άγγελος οδηγός με πήρε και με εισήγαγε σ’ ένα σκοτεινό μέρος. Στα πρώτα κιόλας βήματα μας, το σκοτάδι έγινε τόσο πυκνό, τόσο μαύρο που κανένα σκοτάδι δεν το παραβγαίνει. Από το βάθος αυτού του ερέβους μας χτύπησε τρομε­ρή βρώμα, τέτοια που μόλις που ανέπνεα.
Αισθανόμουνα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι το φοβερό, αλλά δεν ήξερα τι θα μπορούσε να είναι αυτό. Φόβος και τρομάρα με κατέλαβαν σε τόσο μεγάλο βαθμό, που με έκαναν να κολλήσω πάνω στον Άγγελο οδηγό μου, για να με προστατεύσει και να με διαφυλάξει σ’ αυτό το φοβερό ταξίδι. Οι υποψίες μου επαληθεύτηκαν γρήγορα, γιατί στο βάθος φάνηκε αχανής θάλασσα που καίγονταν με φοβε­ρή φλόγα. Σε σύντομο χρόνο φθάσαμε σ’ αυτό το μέρος και σταματήσαμε αμέσως μπροστά του. Αργότερα αντιλήφθηκα ότι στεκόμασταν σε κάποιο ψηλό και ατέλειωτο ως προς το μήκος τοίχο, που έφρα­ζε αυτό το μέρος της αιώνιας φωτιάς και των αδιάκοπων τρόμων. Το θέαμα που με όλη του τη ζωντάνια παρουσιάστη­κε μπροστά στα μάτια μας, μου θόλωσαν μονομιάς το μυαλό και τα παραλυμένα ήδη από τον προηγούμενο φόβο άκρα μου, τώρα κοκάλωσαν τελείως. Τα μάτια μου συστράφηκαν και μια κρύα ανατριχίλα διαπέρασε το παραλυμένο μου σώμα. Ήταν το μοναδι­κό σημάδι ότι ήμουν ακόμη στη ζωή.
Όταν κοίταξα και πάλι, είδα μπροστά μας, όπως σε κρατήρα μανιασμένου ηφαιστείου, να κοχλάζει δύσοσμο θειούχο νερό και να ξεπηδά φοβερή φλόγα. «Αυτή η θάλασσα δεν έχει παντού το ίδιο βάθος. Εκεί που το ύψος της φλόγας είναι σαράντα μέτρα, η θάλασ­σα είναι βαθύτερη» μου είπε ο Άγγελος οδηγός μου. Σ’ αυτό το αδιανόητο δέος, είδα αναρίθμητα τρομερά ζώα, που δημιουργήθηκαν για να είναι οι πιο ανατριχια­στικοί βασανιστές. Τεράστιες φιδάρες με ένα ή περισσότερα κεφάλια, συστρέφονταν, ορθώνονταν και σφίγγοντας τους αμαρ­τωλούς, τους τραβούσαν στα φοβερά βάθη αυτής της πύρινης θάλασσας.
Εκεί είδα και άλλα ζώα με ακόμη φοβερότερη όψη, που από το αιματώδη στόματα τους έβγαιναν γυμνωμέ­να, χέρια, πόδια και άλλα μέλη ανθρωπίνων σωμάτων. Ανάμεσα σ’ αυτά, σαν σε σφηκοφωλιά, σκουλήκια, σκορπιοί και άλλα σιχαμερά ζωύφια, κινούμενα από κάποια φθοροποιό ενέργεια, πηδούσαν αδιάκοπα, σαν τρελά, τινάζονταν και λυσσωδώς επιτίθονταν στις αμαρ­τωλές ψυχές. Ήταν ο τόπος των βασανιστηρίων. Ακούγονταν κραυγές, ξεφωνητά, κλάματα και κοπε­τός πολλών ανθρωπίνων φωνών. Σ’ αυτή την πύρινη θάλασσα οι ανθρώπινες ψυχές ήταν αβοήθητες, σαν τα ψάρια στα ρηχά νερά. Τους επιτίθονταν από όλες τις πλευρές αναρίθμητα σμήνη θηρίων, που τις δάγκωναν, τις ξερίζωναν και τις κατασπάραζαν ως το τελευταίο κομμάτι. Αυτά τα κατακομματιασμένα και σακα-τεμένα σώματα παίρνουν πάλι στο σύνολο τους την ανθρώπινη μορφή. Κοιτάζοντας αυτό το τρομερό θέαμα, παραλίγο να πέσω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά από το φόβο μου, αλλά ο Άγγελος οδηγός μου, με κράτησε και μου είπε:
«Μη φοβάσαι, Ντούσαν! Τώρα είμαστε στην κόλαση! Αυτά τα φίδια και τά υπόλοιπα σιχαμένα ζωύφια που κολυμπούν σ’ αυτό το θειούχο βραστό νερό, τα δημιούρ­γησε ο Θεός έτσι που να μην μπορεί να τα βλάψει η φωτιά και το βραστό νερό. Αυτά, όπως βλέπεις, αιώνια θα δαγκώνουν, θα τρώνε και θα ρουφάνε το αίμα όλων αυτών των αμαρτωλών. Όλοι μαζί θα βράζουν και θα ψήνονται σ’ αυτό το πυρ, αλλά ποτέ δε θα βράσουν ούτε θα ψηθούν» Το θέαμα των βασανιστηρίων αυτών των αμαρτωλών ήταν ανυπόφορο, και πολλές φορές έκλεινα τα μάτια για να μην τα βλέπω όλα αυτά. Κάποια στιγμή δεν κρατήθηκα και έστρεψα το κεφάλι προς το σκοτάδι, αλλά και από εκεί, με υποδέχτηκαν μαύρα τέρατα με πύρινα μάτια και ανοιχτά στόματα. Ουρλιάζοντας, άρχισαν να πετούν γύρω μας με κατα­πληκτική ταχύτητα έτσι που τραντάζονταν ολόκληρη η κόλαση σαν το πιο τρομερό αστραπόβροντο!
Καταλαβαίνοντας την κρίσιμη κατάσταση μου ο Άγγελος οδηγός μου λέει: «Μη φοβάσαι! Αυτοί είναι δαίμονες, που τους ενο­χλούμε. Δεν ανέχονται την παρουσία μας, αλλά δεν τολμούν να μας πλησιάσουν» Κατόπιν ο άγγελος συνεχίζει να μιλά κι άλλο: «Είδες, Ντούσαν, πως βασανίζονται, όλοι όσοι δεν πιστεύουν στο Θεό, όλοι όσοι προσεύχονται στον ψεύτι­κο και επινοημένο Θεό, γιατί αυτοί το Θεό τους τον αγαπούν και τον βλέπουν στα κεφάλαια τους, στα σπίτια τους, στις βίλες τους, στα αυτοκίνητα τους, στα κοσμή­ματα, στην έκφυλη ζωή, στα στομάχια τους! Μαζί μ’ αυτούς θα βασανισθούν και αυτοί που πιστεύ­ουν στο Θεό, αλλά φοβούνται να το πουν δημόσια, αν κάποιος τους ρωτήσει.
Αιώνια βασανιστήρια περιμένουν και εκείνους που δε σέβονται τον πατέρα, τη μητέρα και τον πλησίον τους. Εκτός απ’ αυτούς τους αμαρτωλούς, θα ευρεθούν, σ’ αυτό εδώ το πυρ, και εκείνοι που οι αμαρτίες τους ήταν πιο αγαπητές από την έντιμη ζωή, κι αυτοί είναι: οι ψεύ­τες, οι επίορκοι, οι απατεώνες, οι είρωνες, οι μοχθηροί, οι κακεντρεχείς, οι φθονεροί, οι ληστές, οι εγκληματίες, οι μοιχοί, οι φιλάργυροι και άλλοι όμοιοι τους.
Για να μην τα ζήσεις όλα αυτά, είναι απαραίτητο να μετανιώσεις και να εξομολογηθείς για όλα σου τα αμαρ­τήματα, όταν επιστρέψεις στη Γη» Μετά απ’ αυτά τα λόγια, ο Άγγελος οδηγός με πιάνει από το χέρι και αστραπιαία με βγάζει από την κόλαση. Στην έξοδο μας περίμενε πάλι το σύννεφο και μας μετέφερε στο ίδιο μέρος απ᾽ όπου παρατήρησα την ανάσταση των νεκρών. Αυτή τη φορά ήμουνα κοντύτερα στη Γή.

8. Οι τρεις μεγάλες κατηγορίες των ανθρώπων
Όλος αυτός ο αναστημένος κόσμος, που είδα πρωτύ­τερα, τώρα ήταν καταταγμένος σε τρεις μεγάλες ομάδες. Στην πρώτη ομάδα, στη δεξιά πλευρά, ήταν οι άνθρω­ποι του φωτός και των χαμογελαστών προσώπων. Αριστερά απ’ αυτούς, στη δεύτερη ομάδα, στέκονταν οι άνθρωποι των λυπημένων και σκοτεινιασμένων προ­σώπων. Αυτοί ήταν πολύ περισσότεροι απ’ αυτούς της προηγούμενης ομάδας. Τελείως αριστερά στην τρίτη ομάδα, ήταν αχανής μάζα ανθρώπων, με πολύ μαύρα και κακούργα πρόσω­πα. Όταν κοίταξα καλά αυτούς τους ανθρώπους, ο Άγγε­λος οδηγός άρχισε να μου εξηγεί:
«Αυτοί στη δεξιά πλευρά με τα φωτεινά και χαρούμε­να πρόσωπα είναι οι δίκαιοι. Αυτούς τους περιμένει ουράνιο βραβείο, γιατί το αξίζουν για την τίμια ζωή τους στη γη. »Αυτοί, στη μεσαία ομάδα με τα σκοτεινά πρόσωπα, είναι οι αφελείς αμαρτωλοί. Πρόκειται για τους ανθρώ­πους με τις μικρές αμαρτίες. Γι’ αυτούς πρέπει να προ­σευχόμαστε στον Κύριο και να κάνουμε καλά έργα, στο όνομα τους, και έτσι θα τους συγχωρεθούν οι αμαρτίες. Στο Θεό τα πιο αγαπητά πράγματα είναι η προσευχή και οι αγαθοεργίες. »Αυτοί που βλέπεις αριστερά στο τέλος είναι οι μεγά­λοι αμαρτωλοί. Εξαιτίας της βρώμικης ζωής τους στη γη, τώρα είναι παραμορφωμένοι ανάλογα με τις αμαρ­τίες τους, και γι’ αυτές θα ριχθούν στο πυρ το αιώνιο».
Ήταν φοβερό να βλέπει κανείς πως φαίνονταν οι μεγάλοι αμαρτωλοί. Το σώμα τους ήταν πρησμένο και είχε τρομερές πληγές. Από τις ανοιχτές ζωντανές πληγές έτρεχε ακάθαρτο υγρό και από τις πληγές, σαν σε φωλιές, φίδια και σκουλήκια δάγκωναν αυτά τα ακά­θαρτα σώματα. Από τα ανοιχτά τους στόματα κρέμονταν πρησμένες γλώσσες, που δεν μπορούσαν πλέον να τις τραβήξουν μέσα. Όλοι αυτοί, κρατούσαν από κάτι στα χέρια, ανά­λογα με τις ασχολίες που είχαν στη ζωή. Οι φουρνάρηδες κρατούσαν ψωμί, οι χασάπηδες χασαπομάχαιρα, οι ληστές λάμες και πιστόλια ματωμέ­να. Οι μυλωνάδες και οι έμποροι κρατούσαν ζυγαριές και άλλα ζύγια και έδειχναν πως διαστρέβλωναν τα μέτρα. Φαίνεται πως ζύγιζαν λειψά και πλούτιζαν με ανέντιμο τρόπο.
Ακόμη, εκεί ήταν και γιατροί που ζητούσαν από τους ασθενείς τους αμοιβή, για να τους θεραπεύσουν, ή που τους άφηναν να πεθαίνουν στα βάσανα τους, όταν δε μπορούσαν να την πάρουν. Η τιμωρία χτύπησε και εκείνους που ζητούσαν χρή­ματα για να βάλουν κάποιον σε δουλειά ή όταν επρόκει­το για γυναίκες ή κορίτσια που τους άρεσε να τις ανα­γκάζουν, με εκβιασμούς, να ζουν πορνικά μαζί τους, και μετά τις δίνουν κάποια δουλειά ή κάποια καλύτερη θέση. Είδα επίσης, μάγους και μαγκάνους, πως κάνουν μαγικά, πως έσβηναν άνθρακες, πώς κοίταζαν φλιτζά­νια, τις παλάμες, τα χαρτιά, όλα με σκοπό να διαλύσουν γάμους, να ξεχωρίσουν το αγαπητό από το προσφιλές και να συνθέσουν το προσφιλές με το μη προσφιλές. Όλα αυτά τα κάνουν για χρήματα και κοντά στα μαγικά τους παρασκευάσματα στέκονταν σωροί χρημά­των.
Στην ομάδα αυτών των αμαρτωλών, υπήρχαν πόρνοι και πόρνες και που σκότωσαν τα παιδιά τους, με διάφορους τρόπους, συνήθως δηλητηριάζοντας τα, μόνο και μόνο, για να πορνεύουν με άλλους άνδρες. Αυτές, όπως και όλοι οι πόρνοι, ήταν σακατεμένοι με μεγάλα πρηξίματα και ζωντανές πληγές. Τα γεννητικά τους όργανα μεγαλωμένα έφθαναν ως τη γη, και πάνω τους σέρνονταν φίδια και σκουλήκια, ενώ οι γλώσσες τους κρέμονταν πρησμένες. Εκεί ήταν και οι περιπτώσεις βαριάς αιμομιξίας, πατέρα με κόρη, μητέρα με γιο και αδελφού με αδελφή. Αυτά ήταν φοβερά και το θέαμα φρικιαστικό!
Και άνθρωποι της εκκλησίας στην κόλαση
Ιδιαίτερα παραξενεύτηκα όταν είδα αυτούς που πέρα­σαν τη ζωή τους σε εκκλησίες και μοναστήρια. Αυτού καταλέγονται επίσκοποι, ιερείς, διάκονοι, καλόγεροι και καλόγριες, που με τη φρικιαστική τους θέα δεν διέφεραν από τους εγκληματίες, τους φιλάργυρους, τους πόρνους, τους απατεώνες, τους ψευδομάρτυρες και τους άλλους αμαρτωλούς.
Μπαίνοντας στις σκέψεις μου ο Άγγελος οδηγός μου είπε:
«Μην παραξενεύεσαι, Ντούσαν, που κι αυτοί βρίσκο­νται μαζί με τους πιο μεγάλους αμαρτωλούς. Αυτοί εκούσια ορκίστηκαν μπροστά στο Σταυρό και το Ευαγ­γέλιο ότι πιστά θα υπηρετήσουν το Θεό και θα ακολου­θήσουν το δρόμο του Κυρίου Ιησού Χριστού, ότι με τη διδασκαλία τους και το παράδειγμα τους, όπως οι Άγιοι Απόστολοι, θα οδηγήσουν το λαό μαζί τους στο δρόμο του Κυρίου, για να είναι γεμάτες οι εκκλησίες,, για να σώζονται οι άνθρωποι. Αλλά αυτοί, έκαναν τα αντίθετα. Θα έπρεπε με τη συμπεριφορά τους, με τη ζωή τους, να χρησιμεύουν ως παράδειγμα μίμησης στο λαό, αλλά αυτοί άλλα έλεγαν, κι άλλα έκαναν. Μίκραιναν τις λειτουργίες, τις βαπτίσεις, τα στέφανα, τις κηδείες, τα μνημόσυνα, τους Αγιασμούς των υδάτων, το κόψιμο του γλυκού (αρτοκλασίες) και άλλες τελε­τουργίες.
Έγιναν φιλάργυροι, έπαιρναν περισσότερα από τους φτωχούς και τους πιστούς παρά από τους πλούσιους και τους διακεκριμένους στην κοινωνία. Αγαπούσαν τη μοιχεία, τη βλασφημία, το πιοτό, τη γαστριμαργία, το παίξιμο ζαριών, τις βίλες και τα αυτο­κίνητα. Ήταν διπλοπρόσωποι και φθονεροί. Υποτιμούσαν ο ένας τον άλλο, για να γίνουν αγαπη­τοί στο λαό. Με τις ενέργειες τους αυτές, ως ιεροί υπη­ρέτες του Κυρίου, απομάκρυναν πολλούς καλοπροαίρετους ανθρώπους που έρχονταν για προσευχή ή ήθελαν να έρθουν αλλά όταν έβλεπαν την αποκρουστική συμπερι­φορά αυτών των ιερωμένων, εγκατέλειπαν την πίστη τους, την εορτή του οικογενειακού πάτρωνα Αγίου, τις συνήθειες της Θρησκείας τους. Θυμήσου, Ντούσαν, η απομάκρυνση ανθρώπου από την πίστη ισοδυναμεί με σωματικό φόνο!
Εάν αυτοί οι ιερωμένοι είχαν αξιομίμητη προσωπικό­τητα, οι άνθρωποι θα προσέγγιζαν το Θεό και θα είχαν σίγουρα σωθεί. Για το λόγο αυτό, αυτοί οι ιερωμένοι, εκτός από τις προσωπικές τους αμαρτίες, πήραν και πλήθος αμαρτιών αυτών που απομακρύνθηκαν από την πίστη, και τώρα, εκτός από τις δικές τους, πληρώνουν και των άλλων. Σ’ όποιον δείξει τον ορθό δρόμο της πίστης σ’ έναν αμαρτωλό, κι αυτός μετανοήσει, και γίνει πραγματικός χριστιανός, θα συγχωρηθούν και θα καλυφθούν πολλές παλαιότερες αμαρτίες του. Αυτοί οι αμαρτωλοί ιερωμένοι κατέστρεψαν πολλές ψυχές και γι’ αυτό ο Θεός τους τοποθετεί μαζί με τους πιο μεγάλους ληστές, αλήτες, μοιχούς, φιλάργυρους και άλλους αιματοπότες.
Είδες, Ντούσαν, πως φαίνονται οι δίκαιοι και πως οι αμαρτωλοί και έτσι ακριβώς όπως τους είδες, θα παρου­σιαστούν μπροστά στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, στη Δευτέρα παρουσία του Θεού, και θα κριθούν κατά τα έργα τους!» Οι Δίκαιοι ήταν επίσης σημειωμένοι με τα επαγγέλ­ματα τους: οι φουρνάρηδες, οι χασάπηδες και οι έμποροι κρατούν τις ζυγαριές τους που βάραιναν προς το μέρος των αγοραστών, γιατί έδιναν περισσότερο. Έκαναν ελεημοσύνες, συλλυπούνταν τους κακοτυχισμένους, τους φτωχούς και τους πεινασμένους, τους πότιζαν και τους τάιζαν.
Φιλοξενούσαν τους ταξιδιώτες, ήσαν θεοφοβούμενοι, εκτελούσαν τις θείες εντολές. Όλες τους οι αμαρτίες σβήστηκαν με τη μετάνοια, τη νηστεία, την προσευχή, την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, την ελεημοσύνη και τα άλλα καλά έργα. Αυτοί συγχωρούσαν τους πάντες και ο Θεός τους συγ­χωρούσε.

9. Προτροπές και συμβουλές του Αγγέλου προς εμένα
Ανάμεσα στους αμαρτωλούς και τους δίκαιους αναγνώρισα τους συγγενείς μου και τους φίλους, αλλά ο Άγγελος-οδηγός με προειδοποίησε: «Ντούσαν, μη μνημονεύσεις ονομαστικά πως φαίνεται ο καθένας από τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς σου, μόνο μπορείς γενικά να ειπείς πως φαίνονται οι δίκαιοι και πως οι αμαρτωλοί»
Μετά απ’ αυτά τα λόγια του Αγγέλου οδηγού μου, σάλπισαν πάλι οι Αρχάγγελοι και ολόκληρο το θέαμα εξαφανίστηκε. Αμέσως μετά ο Άγγελος οδηγός μου, μου εξηγεί ότι όλοι οι ζωντανοί, την ημέρα της κρίσης θα συμπεριληφθούν στους αναστημένους, εν ριπή οφθαλμού, ότι θα μεταμορφωθούν και θα γίνουν όπως οι αναστημένοι, με γραμμένα τα έργα τους στα μέτωπα τους. Κατόπιν εξαφανίστηκαν και οι Αρχάγγελοι με τις σάλπιγγες και στο σύννεφο μείναμε μόνοι με τον Άγγελο οδηγό μου, ο οποίος συνέχισε να μου μιλά:
«Ντούσαν, είσαι έντιμος άνθρωπος, έχεις λύπηση για τους άλλους και ευγενική καρδιά, που σε προφύλαξε να μην κάμεις κακό σε κανένα. Μισείς τους ψεύτες, τους κλέφτες, τους διπρόσωπους. Δεν είσαι ειρωνικός. Κανένα χρήμα δε μπόρεσε να σε εξαγοράσει. Στο Θεό πίστευες μόνο επιφανειακά, κι αυτό με τον τρόπο που θυμόσουνα από τα παιδικά σου χρόνια. Για το Θεό δεν γνωρίζεις τίποτε. Έχεις πολλές κακές συνήθειες και πολλές αμαρτίες. Όταν θυμώνεις βρίζεις και το Θεό. Έχεις χάρισμα στο τραγούδι και σου αρέσει να κοιτάς το φλιτζάνι και να προλέγεις.
Είσαι μοιχός. Κάθε γυναίκα που σου αρέσει και δεν είναι συγγενής σου, επιθυμείς να την κερδίσεις. Ψευδόσουνα μόνο όταν απατούσες τις γυναίκες, και ιδιαίτερα στη δική σου τη γυναίκα, στην οποία ορκιζόσουνα, μόνο και μόνο για να την πείσεις για την ορθότητα σου απέναντι της. Είδες πως περνούν οι πόρνοι, πως διαλύονται ζωντανοί, και τι θα τους βασανίζει; Γι’ αυτό, μην κοιτάς πλέον το φλιτζάνι και να σέβεσαι κάθε νέα γυναίκα, κάθε νέο άνθρωπο, σαν αδελφό, και κάθε ηλικιωμένο, σαν πατέρα. Μη χρησιμοποιήσεις ποτέ πλέον τη βλασφημία. Προσευχήσου στο Θεό και μετάνιωσε για όλες τις αμαρτίες που έπραξες. Αγάπα τους ανθρώπους, μόνο μίσησε τα κακά τους έργα.
Συγχώρεσε τους άλλους για να συγχωρηθούν και οι δικές σου αμαρτίες. Η δικαιοκρισία σου, και η ευγένεια σου, αντιστάθμισαν, με το παραπάνω, τις αμαρτίες σου. Πρέπει να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις σε κάποια από τις ορθόδοξες Χριστιανικές εκκλησίες. Αφού εξομολογηθείς και δεχθείς το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Κύριος θα σου συγχωρέσει τις αμαρτίες. Από σήμερα, μην αμαρτήσεις ξανά, και να αναγεννηθείς στο όνομα του Πατρός και του Τιού και του Αγίου Πνεύματος»
Ταυτόχρονα, ο Άγγελος οδηγός, κάνει το σημείο του Σταυρού, δείχνοντας μου πως πρέπει να κάνω το Σταυρό μου σωστά. «Στις προσευχές να επικαλείσαι όλους τους Αγίους και τον πάτρωνα σου Άγιο, τους Αποστόλους, τους προφήτες, τους Αγγέλους, τους Αρχαγγέλους, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ» μου λέει ο Άγγελος οδηγός, «Μα πιο πολύ από όλους, στην πρώτη θέση, την Υπε- ραγία και Υπερευλογημένη Θεοτόκο Μαρία, τη Μητέρα του Χριστού Θεού, γιατί η δόξα της, η τιμή, και η ανύψωση, είναι μεγαλύτερη απ’ όλων των Αγγέλων στον ουρανό. Αυτή είναι ταχεία βοηθός όλων όσων, την προσκαλούν με ευλάβεια, προς βοήθεια»
Θυμήσου, Ντούσαν, κι αυτό:
«Κάθε αμαρτωλός που μετανιώνει ειλικρινά, που παρακαλεί το Θεό να του συγχωρήσει τις αμαρτίες και καλεί όλους εμάς που βρισκόμαστε στους ουρανούς, την ίδια στιγμή, τον συντροφεύουμε και παρακαλούμε το Θεό Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Τότε υπάρχει στον Ουρανό μεγάλη χαρά. Από σήμερα να εορτάζεις την Αγία Παρασκευή, την οικογενειακή σου προστάτιδα, που εορτάζει και ο πατέρας σου. Αυτή, Ντούσαν, προσεύχεται για όλους σας, που τη δοξάζετε και την τιμάτε, και εγώ σου λέω αυτό που είπε ο μεγάλος Απόστολος Πέτρος: Στη λίγη ζωή που σου απόμεινε, για τη σωτηρία σου, γιατί μπορείς να σωθείς, να νηστεύεις, να λάβεις Αγία Κοινωνία, και να κάνεις καλά έργα. Τήρησε όλες τις εντολές του Θεού, ως νόμο, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ζήσεις, μέχρι τέλους της ζωής.
Γι’ αυτή σου εδώ την εμπειρία, να μη ομιλήσεις σε κανένα, αν δεν περάσουν οι τρεις επόμενοι μήνες και μετά μπορείς να τα πεις όλα στους συγγενείς και σε κάποιους από τους φίλους σου.
Θυμήσου και τούτο: Όταν προσεύχεσαι στο Θεό, να έχεις συγκεντρωμένες τις σκέψεις σου και να απευθύνεσαι στον Κύριο με ταπεινότητα. Όταν νηστεύεις, να μην είσαι λυπημένος και σκυθρωπός, αλλά φαιδρός και χαμογελαστός. Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει κανένας για την υποχρέωση σου αυτή. Στον κόσμο να είσαι, και στο μέλλον, κοινωνικός. Με τους χαρούμενος να είσαι χαρούμενος, και σ’ όλα μετρημένος, και αυτοελεγχόμενος. Με αυτούς που κλαίνε, κλάψε, και παρηγόρησε τους. Να σέβεσαι το νόμο και την εξουσία, και να εκπληρώνεις όλες σου τις υποχρεώσεις προς το κράτος. Να προσεύχεσαι στο Θεό και να Τον τοποθετείς πάνω απ’ όλα. Αν σου χρειαστεί πνευματική συμβολή ή πνευματική βοήθεια, απευθύνσου στην Εκκλησία του Χριστού.
Όταν θα χωρίσουμε, να πας αμέσως στο μοναστήρι της Ζίτσα, και όταν μπεις στην εκκλησία θα δεις το μέρος όπου πωλούνται κεριά, εικόνες, βιβλία κι άλλα πράγματα. Αυτού, στο ράφι, δίπλα στην πόρτα, υπάρχουν τα βιβλία. Αγόρασε το πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο κατά σειρά, και όταν επιστρέψεις από τα Λουτρά στο σπίτι πάρε κι εκείνο που έχεις στη συλλογή των απάντων του Βούκ Στεφάνοβιτς Κάρατζιτς. Αυτό το βιβλίο είναι η Αγία Γραφή, η Καινή Διαθήκη. Προσπάθησες κάποτε να τη διαβάσεις, αλλά αμέσως την παράτησες καθώς δεν κατάλαβες γιατί στην αρχή γράφει: αυτός γεννάει αυτόν, εκείνος εκείνον κ.ο.κ. και την απέρριψες, ως ασήμαντη. Στο μέλλον να διαβάζεις τακτικά αυτό το βιβλίο»
Μετά απ’ αυτά τα λόγια ο Άγιος Αρχάγγελος Γαβριήλ με σταύρωσε και εξαφανίστηκε.

10. Επιστρέφω στην καθημερινότητα του κόσμου μας
Ταυτόχρονα, με το σταμάτημα αυτού του οράμα­τος, ξύπνησα και πρόσεξα ότι κολυμπούσα στον ιδρώτα, και ότι δε μπορούσα να κινηθώ από κάποια ακατανόητα μεγάλη κούραση. Το ρολόι που ήταν δίπλα μου έδειχνε έξη το απόγευμα! Κάτω από την επιρροή αυτού του οράματος, με δια­περνούσαν εναλλασσόμενα αισθήματα χαράς και φόβου, όμως ευχαρίστησα τον Κύριο που με αξίωσε να τα ιδώ όλα αυτά. Ενώ ήμουν ξαπλωμένος σε τέτοια αδυναμία και σκε­πτόμουνα όλα όσα είδα, στις έξη ώρες που πέρασαν, το χέρι μου κινήθηκε προς το πρόσωπο και έκανα το Σταυ­ρό μου! Η κούραση που με κρατούσε σφικτά καρφωμένο στο κρεβάτι, εξαφανίστηκε τελείως και εγώ, από τη χαρά που ελευθερώθηκα απ’ αυτό το βάρος, σηκώθηκα αμέσως. Αφού περιποιήθηκα τον εαυτό μου κίνησα στη μονή της Ζίτσα για τα βιβλία που μου είπε ο Άγγελος οδη­γός μου να αγοράσω. Στο μοναστήρι δεν ήταν κανένας, εκτός από έναν καλοκαμωμένο καλόγερο. Αργότερα έμαθα ότι αυτός ήταν ο πατήρ Γεράσιμος.
Αφού προσκύνησα τις εικόνες και άναψα κεριά, πλη­σίασα το ράφι στο οποίο στέκονταν τα βιβλία και ζήτησα από τον πατέρα Γεράσιμο να μου δώσει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της σειράς. Εκτός απ’ αυτά τα βιβλία, πήρα άλλα δύο της εκλο­γής μου. Αγόρασα και τον «Ορθόδοξο ιεραπόστολο» και το «Καμπανάκι του Αγίου Σάββα», πάνω στο οποίο ήταν η παράσταση της Τπεραγίας Θεοτόκου με τον Ιησού Χριστό. Κατά την αναχώρηση, ο καλόγερος με ρώτησε ευγε­νέστατα από πού είμαι. Από φόβο μήπως αποκαλύψω αυτό που έζησα, του απάντησα με τραχύτητα, πράγμα για το οποίο ντρέπομαι μέχρι σήμερα:
«Τι σας αφορά από πού είμαι!», γύρισα και βγήκα από την εκκλησία. Τα βιβλία που αγόρασα με τη συμβουλή του Αγγέλου οδηγού μου ήταν:
1.Ορθόδοξο Ευχολόγιο
2.Βίος του Κυρίου Ιησού Χριστού
3.Aναγνωστικό Απολογητικής συνομιλίας για την πίστη
4.Μικρό Κανονάριο: -Ακάθιστος Ύμνος της Τπερα­γίας Θεοτόκου
5.Κανόνας στον Άγγελο Φύλακα
6.Κανόνας μετάνοιας.
Μόλις επέστρεψα στα Λουτρά αμέσως κοίταξα τα βιβλία που αγόρασα και διάβασα ως το τέλος, το ίδιο ακόμη εκείνο βράδυ, το Ευχολόγιο και το Μικρό Κανο­νάριο. Την άλλη μέρα, μεγάλη γιορτή του αγίου Πέτρου (Με το παλιό ημερολόγιο πάνε οι εκκλησίες στη Σερ­βία), πήγα για την πρώτη μου προσευχή στο μοναστήρι της Ζίτσα. Εγκάρδια παρακολούθησα όλες τις Ιερές πράξεις της Αγίας Λειτουργίας, η δε ψαλμωδία των μοναστριών, ξύπνησε σε μένα, τη θύμηση της γλυκιάς υμνωδίας των Αγγέλων στους ουράνιους ναούς. Η καρ­διά μου γέμισε από την πιο γλυκιά πνευματική χαρά! Ευχαρίστησα τον Κύριο που εισήγαγε αλλαγές στην αμαρτωλή μου ζωή. Ευχαρίστησα τον Ελεήμονα Θεό που ελέησε εμένα τον αμαρτωλό. Ενώ ευχαριστούσα το Θεό, μπροστά από τα μάτια μου περνούσε όλη μου η προηγούμενη αμαρτωλή και άδεια ζωή. Πουθενά δεν υπήρχε φως, πουθενά στιγμή παρηγοριάς.
Η υπόλοιπη διαμονή μου στα Λουτρά αφιερώθηκε στην πνευματική μου μεταμόρφωση. Παράτησα τις μέχρι πρότινος συνήθειες μου για περίπατους, διασκέδα­ση σε κέντρα κι τις άλλες κακές αδυναμίες. Πέρασα το χρόνο που απόμεινε από τις διακοπές, με προσευχή, διάβασμα βιβλίων, και σκέψεις για όλα τα γεγονότα που έζησα. Όταν επέστρεψα στο σπίτι, σταμάτησα πια να κοιτά­ζω το φλιτζάνι, να διηγούμαι αναξιοπρεπή αστεία και να κάνω άσκοπες συζητήσεις. Με τους ανθρώπους ήμουν πάλι χαρούμενος και γελαστός, αλλά προτιμούσα τη μοναξιά περισσότερο από κάθε παρέα. Μπροστά στα μάτια μου ήταν συνέχεια η εικόνα αυτού που έζησα. Από το μυαλό μου δεν έβγαιναν τα λόγια του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, ότι πρέπει να χρη­σιμοποιήσω την υπόλοιπη ζωή μου για τη σωτηρία μου.
Πρόσεχα να μη διηγηθώ τίποτα γι’ αυτό που έζησα, προτού περάσουν τρεις μήνες. Ξυπνούσα, διάβαζα προ­σευχές, και έκλαιγα. Στη νηστεία ήμουν σκληρός. Τη παραμονή κάθε Τετάρτης και Παρασκευής έλεγα στη σύζυγο μου, να μου ετοιμάσει νηστίσιμο φαγητό, ενώ η ίδια και ο γιος μας, μπορούσαν να φάνε ότι θέλουν. Ήταν παράξενο που η σύζυγος μου δε με ρώτησε ούτε μια φορά γιατί νηστεύω, από την στιγμή που επέστρεψα από τα Λουτρά. Πρώτη φορά μου έθεσε αυτό το ερώτημα δύο μέρες πριν από τη συμπλήρωση του τριμήνου της υποχρεωτι­κής σιωπής για το όραμα μου. Έτσι, κατά την διάρκεια του γεύματος, η σύζυγος με ρώτησε:
«Τι συμβαίνει με σένα; Πάνε τρεις μήνες που έγινες άλλος άνθρωπος. Δε μπορώ να σε αναγνωρίσω. Είμαστε δεκαοχτώ χρόνια παντρεμένοι, κι όλο αυτό το διάστημα δε νήστεψες ούτε μια μέρα, για να μη κάμω λόγο για τις Τετάρτες και τις Παρασκευές. Δε βλέπεις πλέον το φλιτζάνι. Πάνε πλέον εκείνα τα αστεία σου. Σταμάτησες να μαζεύεις γυναίκες από τη γειτονιά και να τους διηγείσαι διασκεδαστικά ανέκδοτα. Τι είναι αυτό που δε μου επέτρεψε να σε ρωτήσω, γιατί όλα αυτά, αλλά κάτι μου προέτρεπε να σου ετοι­μάζω συνέχεια ιδιαίτερα φαγητά;» Νάτο! Θεία δύναμη δεν επέτρεψε στη σύζυγο μου να με ρωτήσει, ωσότου περάσουν αυτοί οι τρεις μήνες! Της απάντησα να κάμει υπομονή μέχρι μεθαύριο και ότι τότε θα της τα πω όλα. Μετά από δύο μέρες, μαζεύτηκαν η σύζυγος, η αδελ­φή της, και ο γιος μου, για να ακούσουν τη διήγηση μου. Τους τα διηγήθηκα όλα με τη σειρά. Σταυροκοπήθηκαν και θαύμασαν! Τα πίστευαν όλα. Χωρίς να τους ρωτήσω για τη γνώμη τους, τους είπα:
«Από σήμερα, να σταματήσετε να υβρίζετε. Σας συμ­βουλεύω να προσεύχεστε στο Θεό και να πηγαίνετε στην εκκλησία. Σας ανακοινώνω ότι από σήμερα θα εορτά­ζουμε τακτικά την οικογενειακή μας γιορτή της Αγίας Παρασκευής. Σας συμβουλεύω επίσης, και σας παρακαλώ, να νηστεύετε και να κοινωνείτε, και μένα να μη με παρατη­ρείτε που θα νηστεύω Τετάρτη και Παρασκευή, κι όλες τις άλλες νηστείες. Ούτε να με ενοχλείτε όταν προσεύ­χομαι στο Θεό στο σπίτι» Η σύζυγος μου και ο γιος μου, υποσχέθηκαν ότι θα στα­ματήσουν να υβρίζουν, ότι θα πιστεύουν στο Θεό, ότι θα κάνουν το Σταυρό τους πριν και μετά το φαγητό και πριν τον ύπνο, και ότι θα εορτάζουν την οικογενειακή γιορτή. Δε δέχθηκαν να νηστεύουν όλες τις νηστείες, να πηγαίνουν στις εκκλησίες και να προσεύχονται το πρωί και το βράδυ. Η σύζυγος είπε ότι θα κοινωνεί μία φορά το χρόνο και ότι θα αναλάβει η ίδια και ο γιος μας την υποχρέωση να νηστεύουν τη Μεγάλη Παρασκευή, του Σταυρού και στην Αποκεφάλιση του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Δεν προσπάθησα να τους εξαναγκάσω σε μεγαλύτερη αυστηρότητα για τη σωτηρία της ψυχής τους, αν εκείνοι δεν το επιθυμούν με τη θέληση τους.

11. Εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου και κοινωνώ των Θείων Δώρων.
Μετά από μερικές μέρες ταξίδεψα και πάλι στο μονα­στήρι Ζίτσα, για να εξομολογηθώ, και να κοινωνήσω. Προτού κινήσω, σκέφτηκα αρκετά σε ποια εκκλησία να πάω. Βάρυνε η γνώμη ότι καλύτερα ήταν να πάω εκεί όπου και μου συνέβη το γεγονός.
Όταν έφτασα στο μοναστήρι, παρακάλεσα μια καλό­γρια να με αναγγείλει στον επίσκοπο Βασίλειο, γιατί επιθυμούσα να εξομολογηθώ και να κοινωνήσω και αισθανόμουν την ανάγκη να το πράξω μπροστά του. Της είπα με συντομία, τι έζησα, και ότι γι’ αυτό παρα­καλούσα τον επίσκοπο να με δεχθεί. Μετά από σύντομη αναμονή, πήρα την άδεια να μπω στο γραφείο του επισκόπου. Όταν μπήκα με περίμενε όρθιος. Προσκύνησα και είπα:
«Ο Θεός βοηθεί» και εκείνος απάντησε: «Ο Θεός σε βοήθησε παιδί μου!» Κατόπιν ασπάστηκα το Σταυρό, του φίλησα το χέρι και είπα: «Σεβασμιότατε, ευλογείτε». «Ο Θεός να σε ευλογεί παιδί μου» απήντησε ο επί­σκοπος. Αντιλήφθηκε ότι ήμουν ανήσυχος και με ήρεμη φωνή μου παρότρυνε να καθίσω. Με ρώτησε από πού κατάγομαι και του απάντησα ότι γεννήθηκα στη Ζακούτα και ότι από πολύ νωρίς ζω στο Κραγκούγιεβατς. Σ’ αυτή μου την απάντηση χαμογέλασε ευγενικά και μου είπε: «Γεννήθηκες στην επαρχία μου». Στην συνέχεια της συζήτησης ο επίσκοπος ενδιαφέρ­θηκε εάν έχω οικογένεια, που εργάζομαι και στο τέλος αυτής μας της γνωριμίας με παρακάλεσε να του διηγη­θώ υπομονετικά και χωρίς συγκίνηση τα πάντα γι’ αυτό που έζησα. Διηγήθηκα από την αρχή ως το τέλος τι μου συνέβη. Ενώ μιλούσα, με κοιτούσε προσεκτικά και άκουγε. Από καιρού εις καιρόν, έκανε το Σταυρό του, θαύμαζε και ευχαριστούσε το Θεό για το έλεος Του και το δώρημα του, λέγοντας:
«Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!» και «Κύριε, μεγάλη είναι η δύναμη Σου, το κράτος και το έλεος Σου» Όταν τα άκουσε όλα, μου είπε ότι η ψυχή μου, σύμ­φωνα με όλα, ήταν έξω από το σώμα, ότι είχα προσωρι­νά πεθάνει, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά. «Και τώρα να σε ρωτήσω, αν είσαι πνευματικά προε­τοιμασμένος για εξομολόγηση» μου είπε ο επίσκοπος. Αφού του απάντησα καταφατικά μου είπε να ασπα­σθώ το Σταυρό και την εικόνα και να γονατίσω. Κατόπιν ο επίσκοπος παίρνει το επιτραχήλιο, μου καλύπτει το κεφάλι και λέγει:
«Ντούσαν, υιέ μου, τώρα εξομολογήσου όλες σου τις αμαρτίες. Μην κρύψεις τίποτα. Εγώ θα σε ακούσω, θα σου διαβάσω την ευχή της συγχώρεσης και θα δεχθείς την Αγία Κοινωνία, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και ο Κύριος θα σε συγχωρήσει. Πες ελεύθερα όλες τις αμαρτίες που διέπραξες με έργα, με λόγια ή με τη σκέψη, σε όλη σου τη ζωή, μέχρι τη στιγμή αυτή. Μη φοβηθείς ότι θα μιλήσω σε κάποιον για τις αμαρτίες σου. Αυτά θα τα ξέρει μόνο ο Κύριος και εγώ, που σε εξομολογώ. Εμείς που εξομολογούμε έχουμε χρέος να φυλά­γουμε το μυστικό»
Αυτά τα λόγια με ελευθέρωσαν τελείως και λεπτομε­ρειακά εξέθεσα όλες μου τις αμαρτίες. Στη διάρκεια της εξομολόγησης άρχισα να κλαίω, να αναστενάζω, παρα­καλώντας τον Κύριο να με συγχωρήσει και τη Μητέρα του Θεού, γιατί και εκείνη την έβριζα όπως και τον Κύριο. Αφού διηγήθηκα όλα όσα γνώριζα για τις αμαρτίες μου, ο επίσκοπος Βασίλειος διάβασε πολύ ώρα την ευχή πάνω από το κεφάλι μου και πολλές φορές με ρώτησε αν μετανοώ για όλες τις αμαρτίες που διέπραξα. Μέσα από κλάματα του απαντούσα από το βάθος της καρδιάς και της ψυχής και υποσχόμουν ότι στο μέλλον θα φυλάγομαι από κάθε αμαρτία. Όταν τελείωσε την ευχή, κατέβασε το πετραχήλι από το κεφάλι μου και εγώ πάλι ασπάσθηκα το Σταυρό και την εικόνα.
Αμέσως μετά ο επίσκοπος με μύρωσε και άρχισε να διαβάζει την ευχή πριν από την Αγία Μετάληψη. Αισθάνομαι καινούργιος άνθρωπος, πολύ διαφορετικός από τον παλιό. Όταν δέχθηκα την Αγία Μετάληψη, αισθάνθηκα απερίγραπτη ηδύτητα και ξαλάφρωσα. Η κατάσταση που ζει κανείς μετά από πραγματική, ειλικρινή εξομολόγηση, είναι αδύνα-το να περιγραφεί. Η χαρά, η ευτυχία, η ικανοποίηση και το ξαλάφρω- μα,, καταλαμβάνουν και γλυκαίνουν την ψυχή. Ο άνθρωπος αισθάνεται σα να γεννήθηκε εκ νέου. Όταν εμπιστεύτηκα στον επίσκοπο πως αισθάνομαι είπε:
«Ντούσαν, γιε μου, αυτό είναι σημάδι ότι ο Θεός σου συγχώρησε όλες τις αμαρτίες και από σήμερα μην αμαρ­τήσεις πλέον. Ότι είδες και άκουσες είναι μεγάλο και πιστεύω ότι από τώρα, τίποτε πλέον δε θα τραβήξει το νου σου να αμαρτήσεις και είσαι καλότυχος» Στο τέλος, δέχθηκα από τον επίσκοπο πολλές διδα­κτικές συμβουλές. Μου είπε να σκέφτομαι πιο συχνά το θάνατο, γιατί όποιος τον σκέφτεται αμαρτάνει λιγότερο. Μου είπε να μη φοβάμαι για τη συντομία αυτής της γήινης ζωής, για την οποία μου μίλησαν ο Άγιος Από­στολος και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, γιατί αυτοί εννοού­σαν ότι η επίγεια η ζωή είναι σύντομη σε σχέση με αυτή της αιωνιότητας. Ακόμη, μου επισήμανε ότι μπορεί ναζήσω και εκατό χρόνια, και να προσεύχομαι στο Θεό, σα νάταν να πεθάνω αύριο.
Είμαι πανευτυχής που το έλεος του Θεού με επέστρε­ψε στο δρόμο της πίστης, και που μπορώ να ευχαριστώ τον Κύριο μ’ όλη μου την καρδιά και τη ψυχή, για όλα τα βραβεία, τις υπομνήσεις και τις τιμωρίες που μου απευθύνει κατά την Αγία Του Πρόνοια!
Παρακαλώ το Θεό να έχουν εμπιστοσύνη στην αλή­θεια για την πνευματική μου αναγέννηση, όλοι όσοι την γνωρίσουν, και να αποκαλυφθεί και σ’ αυτούς, όπως και σε εμένα, ο δρόμο της σωτηρίας της ψυχής.
Χάρη σε σας, και ειρήνη, από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό! Αμήν!

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Διαβάζοντας κανείς την ωραία αυτή κατάληξη που είχε για τον Σέρβο ανάπηρο πολέμου Ντούσαν, όλη αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία, αναλογίζομαι πόσο πολύ αγαπάει ο Θεός τον Άνθρωπο! Πόσο νοιάζεται για την χαμένη δραχμή και για το χαμένο πρόβατο! Κατά την γνώμη μου, η αγάπη αυτή δεν έχει προη­γούμενο, ούτε και μπορεί να συγκριθεί με καμιά άλλη αγάπη. Δεν υπάρχει είδος συγκρίσιμο. Τι σοφίζεται αυτή η αγάπη του Θεού για να μη χαθεί καμιά ψυχή! Ακόμη και τον Παράδεισο και την Κόλαση του έδειξε για να τον κάμει να μετανοήσει!
Αρκεί να σωθεί! Είμαστε, όπως λέγουν οι πατέρες της εκκλησίας, αναπολόγητοι έναντι αυτής της αγάπης του Θεού. Και όπως είπε κάποτε ο Χριστός στους μαθητές του «ότι εσείς βλέπετε πράγματα που Βασιλιάδες, Άρχοντες και Προφήτες περίμεναν να τα δούνε χρόνια και χρόνια και τελικά έφυγαν από τον κόσμο χωρίς να προλάβουν να τα δούνε»
Έτσι και εμείς, τώρα βλέπουμε «πράγματα και θαύ­ματα» κι ακόμα- ακόμα απόκρυφα και επτασφράγιστα μυστικά του άλλου κόσμου βλέπουμε να αποκαλύπτο­νται σε ταπεινούς και αμαρτωλούς μόνο και μόνο για να σώσει την ψυχή τους και για να μας επαναφέρει όλους μας σε «οδό σωτηρίας» Αυτή η αγάπη φέρνει δάκρυα συγκίνησης και αιώνιας ευγνωμοσύνης σε όλους μας όπως έφερε δάκρυα μετά­νοιας στον Ντούσαν όταν άκουσε μέσα στην εκκλησία από τους ψάλτες το χερουβικό άσμα:
«Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες…» Λογικό είναι έπειτα από όλα αυτά ο κάθε Ντούσαν (που ο καθένας μας είναι και ένας Ντούσαν) να αναφω­νεί εκείνο που λέγει το Ευαγγέλιο: Κύριε σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή την αγάπη σου προς εμένα τον αμαρτωλό. Σ’ ευχαριστώ γιατί μια τέτοια Αγάπη μόνο Εσύ μπο­ρείς να σοφιστείς και να μου δώσεις. «Σ’ ευχαριστώ γιατί απέκρυψες ταύτα πάντα από σοφών και συνετών και απεκάλυψες αυτά νηπίοις» (Λουκά ι’ 16-21)
Όπως έκανες σ’ εμένα τον αμαρτωλό τον Ντούσαν, τον κάθε Ντούσαν…

Πηγή: Ιωάννου Β. Στόγια , Ένα Μεγάλο Σύγχρονο Θαύμα, Ζωντανός στον άλλο κόσμο, Δράμα 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου