του Αββά Δωροθέου
Αν είχαμε στο νου μας, αδελφοί, τα λόγια των αγίων πατέρων, αν τα μελετούσαμε παντοτινά, δύσκολα θ’ αμαρτάναμε, δύσκολα θα παραμελούσαμε τους εαυτούς μας. Αν π.χ., όπως είπαν εκείνοι, δεν καταφρονούσαμε όσα μας φαίνονται μικρά καί τιποτένια, δεν θα πέφταμε στα μεγάλα καί βαριά.
Όλοι ξέρετε πόσο μεγάλο αμάρτημα είναι να κρίνουμε τον πλησίον. Τί βαρύτερο υπάρχει απ’ αυτό; Τί άλλο μισεί καί αποστρέφεται τόσο ο Θεός; Όπως είπαν καί οι πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την κατάκριση. Καί όμως, σ' ένα τέτοιο μεγάλο κακό φτάνει κανείς από μερικές ασήμαντες απροσεξίες...
Αν δεχθείς μια μικρή υποψία για τον πλησίον, αν πεις, "Τί είναι ν' ακούσω τί λέει αυτός ο αδελφός; Τί είναι να πω κι εγώ ένα λόγο; Τί είναι αν δω τί πάει να κάνει αυτός ο αδελφός ή εκείνος ο ξένος;", τότε ο νους αρχίζει ν’ αφήνει τις δικές
του αμαρτίες καί ν' ασχολείται συνεχώς με τους άλλους.
Από κει φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά καί στην εξουδένωση. Κι έπειτα πέφτει σ' εκείνα πού κατακρίνει. Τίποτα δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο καί δεν τον φέρνει σε εγκατάλειψη Θεού, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση καί η εξουδένωση του πλησίον. Γιατί άλλο είναι καταλαλιά, άλλο κατάκριση καί άλλο εξουδένωση.
Καταλαλιά είναι το να πεις για κάποιον: "Είπε ψέματα" ή "οργίστηκε" ή "έπεσε σε πορνεία" κ.λπ. Ήδη μ' αυτόν τον τρόπο καταλάλησες, δηλαδή λάλησες σε βάρος του άλλου, φανέρωσες με εμπάθεια το αμάρτημά του.
Κατάκριση είναι να πεις: "Ό τάδε είναι ψεύτης", "είναι οργίλος", "είναι πόρνος". "Ετσι κατέκρινες ολόκληρη τη ζωή του. Αυτό είναι βαρύτερο αμάρτημα. Γιατί άλλο είναι να πεις, "οργίστηκε", καί άλλο να πείς, "είναι οργίλος", καί να βγάλεις έτσι συμπέρασμα, καθώς είπα, για τη ζωή του ολόκληρη. Καί είναι τόσο βαριά η κατάκριση, περισσότερο από κάθε αμαρτία, ώστε κι ο ίδιος ο Χριστός έφτασε να πει: «Υποκριτή! Βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι, και τότε θα δεις καθαρά καί θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδελφού σου» (Ματθ. 7:5). Παρομοίασε έτσι την αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, ενώ τη δική σου κατάκριση με δοκάρι. Τόσο βαριά είναι η κατάκριση.
Κι εκείνος ο Φαρισαίος, πού προσευχόταν κι ευχαριστούσε το Θεό για τα κατορθώματά του,
δεν έλεγε ψέματα. Την αλήθεια έλεγε. Καί δεν καταδικάστηκε γι' αυτό. Γιατί έχουμε χρέος να ευχαριστούμε το Θεό, όταν αξιωθούμε να κάνουμε κάτι καλό, αφού Αυτός είναι συνεργός καί βοηθός μας. Γι' αυτό, καθώς είπα, ο Φαρισαίος δεν καταδικάστηκε επειδή είπε, "Δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους". Όταν όμως, γυρνώντας στον τελώνη, είπε, "ούτε σαν κι αυτόν τον τελώνη", τότε καταδικάστηκε. Γιατί τότε κατέκρινε καί αμάρτησε.
Τίποτα βαρύτερο λοιπόν, τίποτα χειρότερο από την κατάκριση ή εξουδένωση του πλησίον. Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας καί τις δικές μας αμαρτίες, πού τις ξέρουμε με ακρίβεια, καί πού γι' αυτές θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τί γυρεύουμε από το πλάσμα του Θεού; Μα δεν τρέμουμε, ακούγοντας τί έπαθε εκείνος ο μεγάλος ασκητής;
Αυτός έμαθε για κάποιον αδελφό ότι έπεσε σε πορνεία, καί είπε: "Αχ, άσχημα έκανε!". Δεν ξέρετε τί φοβερό λέει γι' αυτόν στο Γεροντικό; Ότι του έφερε άγιος άγγελος την ψυχή εκείνου πού αμάρτησε, καί του είπε: "Να, αυτός πού έκρινες πέθανε. Που ορίζεις λοιπόν να τον βάλω; Στόν παράδεισο ή στην κόλαση;".
Υπάρχει τίποτα φοβερότερο απ’ αυτή την ενοχή; Τί άλλο σημαίνει ο λόγος του αγγέλου στο γέροντα, παρά τούτο: "Επειδή εσύ είσαι ο κριτής των δικαίων καί των αμαρτωλών, πες μου, τί διατάζεις γι' αυτή τη φτωχή ψυχή; Την ελεείς ή την κολάζεις;". Συγκλονισμένος απ’ αυτό ο
άγιος εκείνος γέροντας, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με στεναγμούς, με δάκρυα, με μύριους κόπους, παρακαλώντας το Θεό να του συγχωρήσει εκείνη την αμαρτία. Καί τα έκανε όλ' αυτά, αν καί είχε πέσει με το πρόσωπο στα πόδια του αγγέλου καί πήρε τη συγχώρηση.
Τι θέλουμε λοιπόν κι εμείς ν' ασχολούμαστε με τον άλλο; Τί Θέλουμε να σηκώνουμε ξένο φορτίο; Έχουμε κάτι για να μεριμνήσουμε, αδελφοί: Καθένας ας κοιτάξει τον εαυτό του καί τα δικά του σφάλματα. Μόνο του Θεού είναι έργο είτε να δικαιώσει είτε να καταδικάσει. Εκείνου, πού ξέρει του καθενός καί την κατάσταση καί τη δύναμη καί το περιβάλλον καί τα χαρίσματα καί την ιδιοσυγκρασία καί τις ικανότητες, καί πού κρίνει ανάλογα με όλ' αυτά, όπως Αυτός μόνο ξέρει. Αλλιώς κρίνει ο Θεός έναν επίσκοπο κι αλλιώς έναν άρχοντα, αλλιώς τον ηγούμενο κι αλλιώς τον υποτακτικό, αλλιώς το γέρο κι αλλιώς το νέο, αλλιώς τον άρρωστο κι αλλιώς τον υγιή.
Θυμάμαι πως άκουσα κάποτε κάτι σχετικό: Ένα πλοίο με σκλάβους αγκυροβόλησε σε κάποια πόλη. Σ' αυτή την πόλη κατοικούσε μια ενάρετη μοναχή, πού φρόντιζε πάρα πολύ την ψυχή της. Μόλις έμαθε πως ήρθε εκείνο το πλοίο, χάρηκε, γιατί ποθούσε ν' αγοράσει ένα πολύ μικρό κοριτσάκι. Λογάριαζε με το νου της: "Θα το πάρω καί θα το αναθρέψω όπως θέλω, έτσι πού να μη γνωρίσει τίποτε από την κακία καί την αμαρτία του κόσμου". Έστειλε λοιπόν καί
φώναξε τον καραβοκύρη, πού πράγματι είχε δυο μικρά κοριτσάκια, όπως ακριβώς τα ήθελε η μοναχή. Αμέσως πληρώνει με χαρά καί παίρνει το ένα.
Μόλις έφυγε ο καραβοκύρης από κείνη την αγία καί προχώρησε λίγο, τον συναντάει μια αισχρή καί κακόφημη θεατρίνα. Βλέπει το άλλο κοριτσάκι καί θέλει να το πάρει. Συμφωνεί την τιμή, πληρώνει καί φεύγει, παίρνοντάς το μαζί της.
Βλέπετε μυστήριο Θεού; Βλέπετε ανεξιχνίαστη βουλή; Ποιος μπορεί να δώσει εξήγηση σ' αυτό;... Παίρνει λοιπόν η αγία μοναχή εκείνο το κοριτσάκι καί το ανατρέφει μέσα στο φόβο του Θεού, συνηθίζοντάς το σε κάθε καλό έργο καί διδάσκοντάς το κάθε λεπτομέρεια της μοναχικής ζωής καί όλη γενικά την ευωδία των αγίων εντολών του Θεού. Πήρε καί η θεατρίνα το δύστυχο το άλλο, καί το έκανε όργανο του διαβόλου.
Τί μπορούμε να πούμε γι' αυτό το παράδοξο καί φοβερό μυστήριο; Κι οι δυο ήταν μικρές. Κι οι δυο πουλήθηκαν, χωρίς να ξέρουν ούτε που πάνε. Καί η μία βρέθηκε στα χέρια του Θεού, ενώ η άλλη έπεσε στα χέρια του διαβόλου. Είναι δυνατό να πει κανείς, πώς όσα θ' απαιτήσει ο Θεός από την πρώτη, θ' απαιτήσει κι από τη δεύτερη; Πώς είναι δυνατό; Καί αν πέσουν κι οι δυο σε πορνεία ή σε άλλο παράπτωμα, είναι δυνατό να κριθούν με το ίδιο μέτρο; Πώς μπορεί; Η μια έμαθε για τη μέλλουσα κρίση, έμαθε για τη βασιλεία του Θεού, μέρα καί νύχτα άκουγε τα θεία λόγια. Η άλλη, η ταλαίπωρη, ποτέ δεν είδε ούτε άκουσε κάτι καλό, μα, αντίθετα, όλα τα αισχρά, όλα τα διαβολικά. Πως μπορεί επομένως να ζητηθεί κι από τις δυο η ίδια ακρίβεια στην τήρηση των θείων εντολών;
Ο άνθρωπος λοιπόν δεν μπορεί να ξέρει τίποτε από τις βουλές του Θεού. Μόνο Αυτός είναι πού όλα τα γνωρίζει καί μπορεί να κρίνει αλάθητα τον καθένα.
Πραγματικά, συμβαίνει καμιά φορά να κάνει ένας αδελφός κάποιο σφάλμα από απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί το Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Κι εσύ κάθεσαι καί τον κατακρίνεις καί κολάζεις την ψυχή σου; Κι αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, που ξέρεις πόσο αγωνίστηκε, πόσο αίμα έχυσε πρίν κάνει το κακό, ώστε η αμαρτία του τελικά να μοιάζει σχεδόν σαν αρετή μπροστά στα μάτια του Θεού. Γιατί, φυσικά, ο Θεός βλέπει τον κόπο του καί τη θλίψη πού πέρασε, πρίν κάνει την αμαρτία. Έτσι, τον ελεεί καί τον συγχωρεί. Ο Θεός λοιπόν τον ελεεί, κι εσύ τον καταδικάζεις καί χάνεις την ψυχή σου. Καί που ξέρεις πόσα δάκρυα έχυσε ενώπιον του Θεού γι' αυτό; Εσύ είδες την αμαρτία, αλλά τη μετάνοια δεν την ξέρεις.
Άλλες φορές πάλι συμβαίνει όχι μόνο να κατακρίνουμε, αλλά καί να εξουδενώνουμε. (Καθώς είπα, άλλο είναι κατάκριση καί άλλο εξουδένωση). Εξουδένωση είναι όχι μόνο να κατακρίνει κανείς, αλλά καί να εκμηδενίζει τον πλησίον, να τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό.
Αυτό είναι βέβαια χειρότερο από την κατάκριση καί πολύ πιο καταστρεπτικό.
Όσοι όμως θέλουν να σωθούν, δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του άλλου. Κοιτάνε πάντα τις δικές τους μόνο αδυναμίες, κι έτσι προκόβουν πνευματικά.
Τέτοιος ήταν εκείνος πού είδε τον αδελφό του ν' αμαρτάνει, καί είπε αναστενάζοντας: "Αλίμονό μου! Σήμερα αυτός, αύριο οπωσδήποτε κι εγώ!".
Βλέπεις ασφάλεια; Βλέπεις ετοιμασία ψυχής; Πώς βρήκε αμέσως τρόπο ν' αποφύγει την κατάκριση του αδελφού του; Λέγοντας, "αύριο οπωσδήποτε κι εγώ", έβαλε στον εαυτό του φόβο καί μέριμνα για τις αμαρτίες πού δήθεν θα έκανε. Κι έτσι ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Καί δεν αρκέστηκε μόνο ως εδώ, μα έβαλε τον εαυτό του πιο κάτω, λέγοντας: "Καί αυτός μεν θα μετανοήσει για την αμαρτία του, ενώ εγώ δεν είναι σίγουρο πως θα μετανοήσω".
Κι εμείς, οι άθλιοι, κατακρίνουμε ασύστολα, αποστρεφόμαστε, εξουδενώνουμε, αν τύχει να δούμε ή ν' ακούσουμε ή να υποψιαστούμε κάτι. Καί το φοβερότερο είναι, ότι δεν σταματάμε μέχρι τη δική μας βλάβη, αλλά συναντάμε κι άλλον αδελφό καί αμέσως του λέμε: "Αυτό κι αυτό έγινε". Έτσι βλάπτουμε κι εκείνον, βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Καί δεν φοβόμαστε το Θεό... Αλλά ενώ κάνουμε έργο διαβολικό, δεν ανησυχούμε κιόλας. Καί γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων τόσο για τη δική μας καταστροφή όσο καί του αδελφού.
Καί γιατί τα παθαίνουμε αυτά; Επειδή δεν έχουμε αγάπη. Αν είχαμε αγάπη, συμπάθεια και συμπόνια, θ' αποφεύγαμε να βλέπουμε τα ελαττώματα του πλησίον, όπως είναι γραμμένο: «Η αγάπη καλύπτει πολλές αμαρτίες» (Α' Πέτρ. 4:8). Καί αλλού: Η αγάπη «δεν σκέπτεται το κακό,... όλα τα σκεπάζει» (Α' Κορ. 13:5, 7) κ.λπ.
Κι εμείς λοιπόν, όπως είπα, αν είχαμε αγάπη, θα σκεπάζαμε κάθε σφάλμα, όπως κάνουν οι άγιοι, όταν βλέπουν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τις αμαρτίες; Καί ποιος μισεί τόσο την αμαρτία όσο οι άγιοι; Καί όμως, δεν μισούν τον αμαρτωλό ούτε τον κατακρίνουν. Δεν τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον νουθετούν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους. Τα πάντα κάνουν για να τον σώσουν.
Να, όπως η μητέρα πού έχει άσχημο παιδί, δεν το αποστρέφεται, αλλά το στολίζει μ' ευχαρίστηση καί κάνει ό,τι μπορεί για να το ομορφύνει, το ίδιο κι οι άγιοι, πάντα σκεπάζουν καί στολίζουν καί βοηθούν, ώστε καί τον ένοχο να διορθώσουν καί άλλον να μην αφήσουν να πάθει κακό απ’ αυτόν.
Τί έκανε ο αββάς Αμμωνάς, όταν ήρθαν εκείνοι οι αδελφοί ταραγμένοι καί του είπαν, "Έλα να δεις, Αββά, ότι υπάρχει γυναίκα στο κελλί του τάδε αδελφού"; Πόση ευσπλαχνία έδειξε! Πόση αγάπη φανέρωσε η αγία εκείνη ψυχή! Καταλαβαίνοντας ότι ο αδελφός έκρυψε τη γυναίκα μέσα στο πιθάρι, πήγε καί κάθισε πάνω σ' αυτό, κι έπειτα τους είπε να ψάξουν σ' όλο το κελλί. Καί καθώς δεν τη βρήκαν, τους λέει: "Ο Θεός να σας συγχωρήσει".
Έτσι τους έκανε να νιώσουν ντροπή καί τους βοήθησε να μην πιστεύουν εύκολα κατηγορίες για τον πλησίον. Κι εκείνον όμως τον συνέτισε, γιατί όχι μόνο τον σκέπασε, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά, βρίσκοντας κατάλληλη την ευκαιρία, τον διόρθωσε κιόλας: Καί μόνο πού του έπιασε το χέρι, αφού έβγαλε όλους τους άλλους έξω, καί του είπε, "Φρόντισε την ψυχή σου, αδελφέ", αμέσως εκείνος ντράπηκε καί κατανύχθηκε.
Κι εμείς λοιπόν ας αποκτήσουμε αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον, για να φυλαχθούμε από τη φοβερή καταλαλιά, την κατάκριση καί την εξουδένωση του άλλου. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος. Ποιος έχει τραύμα στο χέρι ή στο πόδι ή σε κάποιο άλλο μέλος του, καί σιχαίνεται τον εαυτό του ή κόβει το μέλος κι αν ακόμα σαπίσει; Ίσα - ίσα που το καθαρίζει, το πλένει, του βάζει έμπλαστρα, το σταυρώνει, το ραντίζει με αγιασμό, προσεύχεται, παρακαλεί τους αγίους να πρεσβεύσουν γι’ αυτόν, όπως έλεγε κι ο αββάς Ζωσιμάς. Με δυο λόγια, δεν εγκαταλείπει καί δεν αποστρέφεται το μέλος του ούτε τη βρωμιά του, αλλά τα πάντα κάνει για να το γιατρέψει.
Έτσι οφείλουμε κι εμείς να συμπάσχουμε με τους αδελφούς μας καί να τους συμπαραστεκόμαστε μόνοι μας ή με τη βοήθεια άλλων πιο ικανών. Τα πάντα να επινοούμε και να κάνουμε, για να βοηθήσουμε καί τους εαυτούς μας και τους άλλους, γιατί είμαστε μέλη ο ένας του άλλου, όπως λέει ο απόστολος (Ρωμ. 12:5). Αν λοιπόν είμαστε ένα σώμα καί μέλη ο ένας του άλλου, τότε, όταν υποφέρει ένα μέλος, υποφέρουν όλα τα μέλη.
Τί νομίζετε ότι είναι τα κοινόβια; Δεν καταλαβαίνετε, ότι είναι ένα σώμα όλοι, καί ότι καθένας είναι μέλος του άλλου; Όσοι διοικούν, είναι η κεφαλή. Όσοι προσέχουν καί διορθώνουν, είναι τα μάτια. Όσοι ωφελούν με λόγο, είναι το στόμα. Αυτιά είναι όσοι υπακούουν. Χέρια είναι όσοι δουλεύουν. Πόδια οι αποκρισάριοι κι οι διακονητές. Λοιπόν, κεφαλή είσαι; Διοίκησε. Μάτι είσαι; Πρόσεξε, κατάλαβε. Αυτί είσαι; Υπάκουσε. Χέρι είσαι; Δούλεψε. Πόδι είσαι; Διακόνησε.
Αγωνιστείτε να βοηθάτε πάντα ο ένας τον άλλον, είτε διδάσκοντας καί βάζοντας στην καρδιά του αδελφού λόγο Θεού είτε παρηγορώντας τον σε καιρό λύπης είτε δίνοντας του χέρι καί βοηθώντας τον σε κάποια δουλειά. Μ' ένα λόγο, καθένας, ανάλογα με τη δύναμή του, όπως είπα, κάντε το πάν να ενωθείτε μεταξύ σας. Γιατί όσο ενώνεται κανείς με τον πλησίον, τόσο ενώνεται καί με το Θεό.
Σάς φέρνω ένα παράδειγμα από τους πατέρες, για να καταλάβετε τη δύναμη του λόγου
πού σας είπα: Φανταστείτε ένα κύκλο στη γη, δηλαδή μια στρογγυλή γραμμή, χαραγμένη με διαβήτη, πού έχει ένα κέντρο. Κέντρο ονομάζεται το μέσο ακριβώς του κύκλου. Δώστε προσοχή σ' αυτό πού λέω: Υποθέστε ότι αυτός ο κύκλος είναι όλος ο κόσμος, καί το κέντρο του κύκλου ο Θεός. Οι ακτίνες του κύκλου, δηλαδή οι ευθείες γραμμές πού οδηγούν από την περιφέρεια στο κέντρο, υποθέστε ότι είναι οι δρόμοι, δηλαδή οι διάφοροι τρόποι ζωής των ανθρώπων. Όσο προχωρούν οι άνθρωποι προς το κέντρο, ποθώντας να πλησιάσουν το Θεό, τόσο βρίσκονται κοντά καί στο Θεό καί μεταξύ τους. Καί όσο πλησιάζουν το Θεό, πλησιάζουν καί ο ένας τον άλλο. Όσο πάλι πλησιάζουν ο ένας τον άλλο, τόσο πλησιάζουν καί το Θεό.
Αντίστροφα τώρα, φανταστείτε το χωρισμό: Όσο απομακρύνονται από το Θεό καί γυρίζουν πίσω, προς τα έξω, τόσο αποχωρίζονται καί μεταξύ τους. Καί όσο απομακρύνονται μεταξύ τους, τόσο απομακρύνονται κι από το Θεό.
Τέτοια είναι η φύση της αγάπης: Όσο είμαστε έξω καί δεν αγαπάμε το Θεό, τόσο έχουμε απόσταση κι από τον πλησίον. Αν όμως αγαπήσουμε το Θεό, όσο Τον πλησιάζουμε με την αγάπη μας, τόσο αυτή η αγάπη μας ενώνει καί με τον πλησίον. Καί όσο ενώνεται κανείς με τον πλησίον, τόσο ενώνεται καί με το Θεό...
ΕΞΑΛΛΟΥ ΕΧΕΙ ΕΙΠΩΘΕΙ ΑΠΟ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟ ΕΞΗΣ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΒΑΡΙΑ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ, ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝΕ ΚΑΙ ΠΗΓΑΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ,ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΚΡΙΝΑΝΕ ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΝΑΝ.(ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΔΙΚΙΑ ΤΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΤΗΤΑ). ΚΑΙ ΌΠΩΣ ΔΕΝ ΚΑΤΕΚΡΙΝΑΝ ΑΥΤΟΙ, ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΘΗΚΕ ΚΑΙ Σ΄ΑΥΤΟΥΣ ΚΑΜΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ...
ΑπάντησηΔιαγραφή