12 Οκτωβρίου 2010

Σκέψεις για τους ανθρώπους του καιρού μας

Περισπασμός πονηρός
του Φώτη Κόντογλου
Πολλές φορές, βλέποντας τη νευρική δραστηριότητα, πού έχουνε οι άνθρωποι του καιρού μας, έρχονται στο στόμα μου τα λόγια τούτα του Προφητάνακτος Δαυίδ: «Ιδού παλαιστάς έθου τάς ημέρας μου καί η υπόστασίς μου ωσεί ουδέν ενώπιόν σου. Πλην τα σύμπαντα ματαιότης, πάς άνθρωπος ζών. Μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσεται».
Οι άνθρωποι βρίσκουνται σε ακατάπαυστη κίνηση, σαν μανιακοί. Άλλοι τρέχουνε από δω, άλλοι από κει. Όλοι βιάζουνται. Δοξάζω τον Θεό άμα δω κανέναν να πορεύεται ήσυχα, χωρίς να βιάζεται!...

 Θαρρείς πως ο διάβολος τους κυνήγα με μια βουκέντρα, καί δεν τους αφήνει να ησυχάσουνε. Άλλοι τρέχουνε λαχανιασμένοι να πιάσουνε τη χρυσή ρόδα, πού την κυλά μπροστά τους ο διάβολος, πού τον λέγανε οι αρχαίοι Ερμή, σκουντουφλάνε ο ένας απάνω στον άλλον στα χρηματιστήρια, στις Τράπεζες, στις μπούρσες, στις κούρσες, στα καζίνα. Άλλοι κάνουνε λογής-λογής συνέδρια, καί συζητάνε περί ανέμων καί υδάτων, άλλοι μαζεύονται κι αλληλοθαυμάζουνται κι αλληλομισούνται σε σωματεία, σε συλλόγους, σε εταιρείες, άλλοι μαζεύουνται σαν τα μυρμήγκια κατά χιλιάδες, καί βλέπουνε τα λεγόμενα ματς, με κάτι αγριοφωνάρες πού θαρρείς πως βγαίνουνε από θηριοτροφείο, άλλοι κάνουνε καλλιστεία, άλλοι εκθέτουνε τα έργα της τέχνης τους καί καμαρώνουνε, ως πού να περάσουνε δυο-τρεις μέρες καί να τους ξεχάσουνε οι θαυμαστές τους, άλλοι τυπώνουνε βιβλία, άλλοι βγάζουνε λόγους σαν βραχνιασμένοι βάτραχοι, άλλοι κάνουνε τον παλληκαρά πού δεν φοβάται τίποτα, ώσπου να καταντήσουνε σε λίγα χρόνια σαν ξεφουσκωμένες καραμούζες, άλλοι συζητάνε για λεπτά αισθητικά προβλήματα με κάτι κλούβιες κυρίες πού τα μάτια τους είναι σαν άψυχες χάντρες καί πού μιλάνε σαν φωνόγραφα, χωρίς να ξέρουνε τί λένε, άλλοι γεμίζουνε τα θέατρα για να αισθανθούνε «το ρίγος της τέχνης», άλλοι ακούνε συνοφρυωμένοι καί βυθισμένοι εις βάθος δυσθεώρητον τα «αριστουργήματα της μουσικής», άλλοι κάνουνε ψυχικές έρευνες με επιστημονική αξιοπρέπεια... Όλοι, τέλος πάντων, καταγίνουνται με όλα όσα μπορούνε να γίνουνε σε τούτο τον ντουνιά, για να ξεχάσουνε τον εαυτό τους, για να μην απομείνουνε μοναχοί καί δούνε τη γύμνια τους, τη μιζέρια τους, το χάος πού τους ζώνει. Για να γεμίσουνε τη ζωή τους ρίχνουνε μέσα σ' αυτό το άδειο πράγμα ό,τι βρούνε μπροστά τους, φτάνει να γεμίσει καί να σταθεί, σαν το άδειο τσουβάλι όρθιο, πού το παραγεμίζεις πατσαβούρες, παλιόχαρτα, παλιοκούτια. Ρίχνουνε αποπάνω τους για να σκεπασθούνε παπλώματα, κουβέρτες, φλοκάτες, νιτσεράδες, σαν τον θερμιασμένον πού δεν ημπορεί να ζεσταθεί με κανέναν τρόπο. Μ' όλα πού κάνει για να ησυχάσει ο άνθρωπος ο κενός, πού δεν έχει μέσα του φλέβα ζωής αληθινής, με όλον τον «μωρόν ζήλον» πού δείχνει, δεν καταφέρνει τίποτα: «Μάτην ταράσσεται», «αδιαφόρετα ξετινάζει».
Θεέ μου! Πόσο δυστυχισμένος είναι ο άνθρωπος, πού βρίσκεται, μακρυά σου! Εκείνος πού θέλει να έχει τη λεγόμενη ελευθερία, στηριγμένος στον εαυτό του! «Ματαιότης πάς άνθρωπος ζών». Καλά τα λέγεις, γέρο - Δαυίδ, πού τα πέρασες όλα, ως πού ν' αράξεις στο λιμάνι, ως πού να βρεις τον πολύτιμον μαργαρίτην. Κι ο γυιός σου ο Σολομώντας, πού δοκίμασε όλες αυτές τις ψεύτικες παρηγοριές, όλα αυτά πού δεν δίνουνε αληθινή τροφή στην ψυχή καί στην καρδιά, να τι λέγει: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Τίς περίσσεια τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού ω μοχθεί υπό τον ήλιον; Γενεά πορεύεται καί γενεά έρχεται, καί η γη εις τον αιώνα έστηκε. Καί ανατέλλει ο ήλιος καί εις τον τόπον αυτού έλκει... Ουκ εστί μνήμη τοις πρώτοις, καί γε τοις εσχάτοις γενομένοις ουκ εσται αυτών μνήμη μετά των γενησομένων εις την εσχάτην... Περισπασμόν πονηρόν εδωκεν ο Θεός τοις υιοίς των ανθρώπων του περισπάσθαι εν αυτώ. Είδον σύμπαντα τα ποιήματα τα πεποιημένα υπό τον ήλιον καί ιδού τα πάντα ματαιότης καί προαίρεσις πνεύματος... Καί γε τούτο είδον εγώ, ότι από χειρός Θεού εστίν ότι τίς φάγεται καί τίς πίεται πάρεξ αυτού; Ότι τω ανθρώπω τω αγαθώ προ προσώπου αυτού έδωκε σοφίαν καί γνώσιν καί ευφροσύνην, καί τω αμαρτάνοντι έδωκε περισπασμόν του προσθήναι καί του συναγαγείν, του δούναι τω αγαθώ προ προσώπου του Θεού, ότι καί γε τούτο ματαιότης καί προαίρεσις πνεύματος». Κι άλλα πολλά λέγει για τη ματαιότητα των ανθρώπων καί για την αέναη ταραχή τους ο σοφός Σολομών καί πίσω-πίσω λέγει: «Τέλος λόγου: το παν άκουε• τον Θεόν φοβού καί τάς έντολάς αυτού φύλασσε, ότι τούτο πας άνθρωπος. Ότι σύμπαν το ποίημα ο Θεός άξει εν κρίσει, εν παντί παρεωραμένω, εάν αγαθόν καί εάν πονηρόν. Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν. Ευσέβεια δε εις Θεόν αρχή αισθήσεως, σοφίαν δε καί παιδείαν ασεβείς εξουθενήσουσιν». Σοφία λέγει τη γνώση των μυστηρίων του Θεού. «Η ευσέβεια, λέγει, είναι αρχή αισθήσεως». Οι άνθρωποι πού δεν την έχουνε, πορεύουνται σαν τους τυφλούς μέσα στη νύχτα, «σκιαμαχούντες εν σκότει». Αυτοί δεν έχουνε αίσθηση, δεν νοιώσανε αληθινά τί είναι η ζωή, γιατί δεν απομείνανε με τους εαυτούς τους, αλλά είναι περισπασμένοι ολοένα «περισπασμώ πονηρώ», με τις ψευτιές με τις οποίες γεμίζουνε τη ζωή τους. Δεν θησαυρίζουνε, όπως λέγει ο Χριστός, θησαυρούς εν ουρανοίς πού δεν τους τρώγει ο σάρακας καί η βρωτίδα. Σωριάζουνε μέσα τους καί γύρω τους ένα σωρό πράγματα πού δεν θρέφουνε το πνεύμα τους, δηλαδή τον αληθινό εαυτό τους. Καταγίνουνται με πολλά, ενώ ένα πράγμα μοναχά τους χρειάζεται «ενός εστί χρεία». Όποιος απ’ αυτούς ανοίξει τα μάτια του καί δει τη γύμνια του καί τί ίσκιους έπαιρνε για αλήθειες, πιάνει καί πετά από μέσα του κι από γύρω του όλες αυτές τις αδιαφόρετες σαβούρες, όσα σώρεψε βιαστικά σαν μανιακός, «εκβάλλει εκ του ταμείου της ψυχής αυτού κενά καί παλαιά», καί βάζει μέσα του μοναχά τον αληθινό μαργαρίτη, κ' είναι γεμάτος χαρά, καί φωνάζει σαν τη γυναίκα πού έψαχνε παντού: «Βρήκα τη δραχμή πού έχασα!» Δηλαδή: βρήκα τον εαυτό μου, βρήκα την αληθινή ζωή, γιατί βρήκα μέσα μου αυτό πού πλάσθηκε κατ' εικόνα του Θεού πού είπε: « Εγώ είμαι, η ζωή κ' η αλήθεια. Όποιος ακολουθεί εμένα, δεν θα περπατήξει μέσα στο σκοτάδι της ψευτιάς, αλλά θα έχει το φως της ζωής».
Πρόσεξέ τα αυτά, σε παρακαλώ. Δεν είναι λόγια. «Ο λόγος ο σος η αλήθεια εστί». Ο ίδιος ο Σολομών λέγει: «Αι οδοί των δικαίων ομοίως φωτί λάμπουσι, προπορεύονται καί φωτίζουσιν, έως κατορθώση η ημέρα. Αι δε οδοί των ασεβών σκοτειναί, ουκ οίδασι πώς προσκόπτουσιν. Υιέ, εμή ρήσει πρόσεχε, τοις δε εμοίς λόγοις παράβαλλε σον ους. Όπως μη εκλίπωσί σε αί πηγαί σου, φύλαττε αυτάς εν καρδία. Ζωή γαρ εστί τοις ευρίσκουσιν αυτάς, καί πάση σαρκί ίασις. Πάση φυλακή τηρεί την καρδίαν, εκ γαρ τούτων έξοδοι ζωής». «Γυιέ μου, λέγει, πρόσεχε σε ό,τι σου λέγω, καί στήνε τ' αυτί σου στα λόγια μου. Για να μη στερέψουνε μέσα σου οι φλέβες σου, φύλαγέ τες καλά μέσα στην καρδιά σου. Γιατί αυτές είναι ζωή σ' εκείνους πού τις βρίσκουνε, καί σε κάθε άνθρωπο δίνουνε τη γιατρειά του. Με πάσα προσοχή φύλαγε την καρδιά σου (από την ψευτιά), γιατί απ’ αυτές τις φλέβες βγαίνει ζωή». «Γυιέ μου, τίμα τον Κύριο καί θα νοιώσεις δύναμη, καί παρεκτός από αυτόν μη φοβάσαι άλλον. Φύλαξε τις παραγγελίες μου, καί τα λόγια μου σαν τα μάτια σου. Καί πέρασέ τα σαν δαχτυλίδια στα δάχτυλά σου, γράψε τα απάνω στο πλάτος της καρδίας σου».
Για την αληθινή σοφία, πού είναι αρχή της ο φόβος του Θεού, λέγει πως αυτή δίνει ασφάλεια στην καρδιά, φρονιμάδα καί δύναμη. Η ίδια αύτη η σοφία λέγει:
«Ο Κύριος με έχτισε να είμαι η αρχή στους δρόμους του καί στα έργα του. Πρίν από τους αιώνες με θεμελίωσε, πρίν να πλάσει τη γη. Καί πρίν να κάνει τας αβύσσους, πρίν να βγούνε οι πηγές των υδάτων. Πρίν να θεμελιωθούνε τα βουνά με γέννησε εμένα. Τον καιρό πού ετοίμαζε τον ουρανό, ήμουνα μαζί του, καί τότε πού έβαζε τον θρόνο του απάνω στους ανέμους. Τον καιρό πού έκανε υψηλά τα δυνατά σύννεφα, καί έβαζε τίς σίγουρες πηγές κάτω από τον ουρανό, καί τότε πού έκανε γερά τα θεμέλια της γης, ήμουνα κοντά του καί τα προσάρμοζα. Εγώ ήμουνα εκείνη πού χαιρότανε ο Κύριος για μένα• καί κάθε ημέρα ευφραινόμουνα από το πρόσωπό του σε κάθε καιρό. Γιατί ευφραινότανε ο Κύριος σαν αποτελείωσε την οικουμένη, καί χαιρότανε γιατί έπλασε τους ανθρώπους. Τώρα, άκουγέ με, γυιέ μου. Καλότυχος ο άνθρωπος πού θα μ' ακούσει, ο άνθρωπος πού θα φυλάξει τους δρόμους πού του δείχνω, εκείνος πού άγρυπνα κάθε πρωί στην πόρτα μου, εκείνος πού φυλάγει και καρτερά να έβγω. Γιατί από μένα αναβρύζει η ζωή, κ' ετοιμάζεται το θέλημα του Κυρίου. Κι όσοι αμαρτάνουνε σ' εμένα, κάνουνε κακό καί κρίμα στίς δικές τους ψυχές, κι όσοι με μισούνε εμένα, αυτοί αγαπούνε το θάνατο».
Άκουσες λόγια πού είναι σαν διαμάντια αθάνατα; «Από μένα, λέγει η κατά Θεόν σοφία, βγαίνει η ζωή, κι όσοι αμαρτάνουνε καί δεν με θέλουνε, καί κυνηγάνε τους ίσκιους της ψευτιάς, αυτοί κάνουνε κακό στις ψυχές τους, κι όσοι με μισούνε, αυτοί αγαπούνε τον θάνατο». Θαρρούνε οι δυστυχείς, πως ξεφεύγουνε από τον θάνατο με το να καταγίνουνται με όσα τους κάνουνε να τον λησμονήσουνε, αντί να 'ρθουνε να πιούνε από την αθανασία πού βγαίνει από μένα, δηλαδή από τον Θεό πού τους έπλασε».
Θα πούνε πολλοί, πως αυτές οι ψευτιές είναι η αληθινή ζωή για τους ανθρώπους κ' ίσως με περιπαίξουνε πως κάνω Θεολογία στον σημερινό καιρό, πού ο άνθρωπος βρήκε τέλος την ευτυχία του στα χεροπιαστά πράγματα. Μα τους ρωτώ: Ποιος από τους σημερινούς βυθίστηκε τόσο βαθιά στην καρδιά του ανθρώπου σαν τον Δαυίδ καί σαν τον Σολομώντα, σ' αύτη την άβυσσο, πού βρίσκεται ο πολύτιμος μαργαρίτης; Όλοι σήμερα κολυμπάνε στο απέραντο πέλαγος της ζωής, πού δεν έχει όμως παραπάνω από μια οργυιά βάθος. Τώρα, απάνω από την μερμηγκιά πού στριφογυρίζει σε μια αέναη κίνηση, πού «μάτην ταράσσεται», ακούγεται πιο δυνατά η φωνή του Προφητάνακτος, πού κράζει: «Υιοί ανθρώπων ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα καί ζητείτε ψεύδος».
Όποιος έχει αυτιά για να ακούγει, ας την ακούσει.
Πηγή: «Ευλογημένο Καταφύγιο» του Φώτη Κόντογλου – Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου