15 Οκτωβρίου 2010

Το κατά Θεόν πένθος

Κάποιος Γέροντας Ερημίτης κατέβηκε με τον υποτακτικό του στην πόλη. Οι δουλειές τους ανάγκασαν να μείνουν μερικές μέρες εκεί. Όταν έβγαιναν το πρωΐ στο δρόμο, παρατηρούσαν πως πολλοί άνθρωποι, γυναίκες κι' άνδρες, περνούσαν από το νεκροταφείο. Καθένας στεκόταν, άλλος λίγο, άλλος πολύ, στο μνήμα του νεκρού του κι' έκλαιε κι’ εστέναζε και μοιρολογούσε. Πόσο ψυχικό πόνο έκρυβε ο καθένας τους!...

— Βλέπεις πόσα δάκρυα χύνουν όλοι τούτοι, τέκνον; είπε ο Γέροντας στον υποτακτικό του, κι' όμως, το πένθος τους δεν είναι κατά Θεόν, δεν κλαίνε τις αμαρτίες τους. Αν εμείς δε χύσομε τόσα για τις δικές μας αμαρτίες, δεν ξεύρω, αν θα σωθούμε.
Σάν γύρισαν στην έρημο, η πρώτη τους δουλειά ήταν ν' ανοίξουν δυο τάφους δίπλα - δίπλα, καθένας για τον εαυτό του. Από τότε περνούσαν πολλές ώρες της ημέρας στο κοιμητήρι εκείνο κι' έκλαιγαν για την ψυχή τους, σαν να είχαν μπροστά τους πολυαγαπημένο νεκρό. Αν καμμιά φορά ο νέος αποκοιμιόταν, ύστερα από τη νυκτερινή τους προσευχή, ο Γέροντας τον ξυπνούσε γρήγορα, θυμίζοντάς του πως οι άνθρωποι στην πόλη θα είχαν φθάσει πια στο νεκροταφείο καί θα είχαν αρχίσει το έργο τους.
— Είναι σκληρή σαν πέτρα η ψυχή μου σήμερα καί δεν μπορώ να κλάψω, έλεγε καμμιά φορά στον Γέροντα του, ο υποτακτικός.
— Αγωνίσου λίγο ακόμη, τέκνον, τον παρακινούσε εκείνος. Ο Θεός θα ιδεί τον κόπο σου και θα σ' ελεήσει. Η καρδιά, πού θα δεχτεί μια σαϊτιά, πληγώνεται καί δε βρίσκει πια γιατρειά. Το ίδιο παθαίνει κι' όταν πλήξει το κατά Θεόν πένθος. Ο πόνος δε φεύγει πια απ’ αυτή. Μέχρι θανάτου μένει πληγωμένη.
Άλλοτε πάλι, πού ο νέος άρχισε να χορταίνει υπερβολικά, ο Γέροντας τον συμβούλευε ν' αγαπήσει την εγκράτεια σε όλα.
— Παραπονιέσαι, παιδί μου, πως σκληραίνεται συχνά η καρδιά σου καί δε χύνει δάκρυα. Το πένθος μοιάζει με τ' αναμμένο λυχνάρι, πού, αν τ' αφήσεις απροφύλακτο, σβήνει στη στιγμή. Η πολυφαγία κι' η πολυυπνία το μαραίνουν. Η καταλαλιά και η πολυλογία το εξαφανίζουν ολοκληρωτικά. Ο ευλαβής άνθρωπος, πού αγαπά τον Ιησού κι' επιθυμεί να διατηρήσει το πένθος στην καρδιά του, πρέπει στην καθημερινή του ζωή να κάνει θυσίες για χάρη Του.
— Τί είδους θυσίες; ζήτησε να μάθη ο νέος.
— Μικρές θυσίες πού σαν τις ακούμε, δε μας κάνουν εντύπωση, μα πού σφυρηλατούν το χαρακτήρα και τον κάνουν όμοιο με το χαρακτήρα του Χριστού, εξήγησε ο Γέροντας. Βρίσκεις, λόγου χάριν, φρέσκο ψωμί• άφησε να το φαγί άλλος κι' ευχαριστήσου συ με το ξερό για την αγάπη του Χριστού. Σου φέρνουν καλό κρασί' ανακάτεψε το με ξίδι για χάρη Εκείνου πού ποτίστηκε ξίδι καί χολή επάνω στο Σταυρό για την αγάπη σου, ή πιες πολύ λίγο κι’ άφησε το περισσότερο λέγοντας: αυτό είναι το μέρος του Χριστού. Αν έχεις μαλακό προσκέφαλο, άφησέ το κατά μέρος καί βάλε λιθάρι κάτω από την κεφαλή σου για τον Χριστόν. Αν κρυώνεις στον ύπνο σου γιατί δεν έχεις σκεπάσματα, μην παραπονεθείς. Συλλογίσου πως κι' ο Χριστός γυμνός επάνω στο Σταυρό κρύωνε κάποτε για χάρη σου. Μη θέλεις να είναι το φαγητό σου καλοπεριποιημένο. Θυμήσου πως πείνασε κι' εδίψασε για σένα ο Χριστός. Ανάμιξε κάθε τι πού κάνεις με λίγη θλίψη και ζήσε ταπεινά, όπως έζησε στη γη ο Χριστός μας, για να βρεις αιώνια ανάπαυση στη Βασιλεία Του.
(Γεροντικό)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου