25 Σεπτεμβρίου 2010

Η ευφροσύνη του Παραδείσου

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Δεν συγκρίνονται τα παρόντα αγαθά με τα μέλλοντα. Θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα. Για πες μου αν κάποιος σε προσκαλούσε να σε καταστήσει βασιλέα, και συ πριν φθάσεις στην πόλη και πριν φορέσεις το στέμμα, αναγκαζόσουν να περάσεις ένα βράδυ σε πανδοχείο, όπου υπήρχαν ακαθαρσίες, καπνοί, φασαρίες, θόρυβοι από τους οδοιπόρους, ενοχλήσεις και ταραχές από τους ληστάς, δυσκολίες και θλίψεις πολλές, όλα αυτά δεν θα τα καταφρονούσες σαν ένα μηδέν;...

 Πώς λοιπόν είναι σωστό, εκείνος πού πρόκειται να λάβει επίγεια βασιλεία, να υπομένει όλες τις δυσκολίες αγόγγυστα και να παίρνει δύναμη από την ελπίδα του βασιλικού θρόνου, ενώ εκείνος πού προορίζεται για ουράνια βασιλεία, να δειλιάζει και να ταράσσεται από κάθε θλίψη πού θα παρουσιάζεται σ' αυτό εδώ το κατάλυμα;
Κατάλυμα και ξενώνας και πανδοχείο είναι η παρούσα ζωή. Οι άγιοι του Θεού θέλοντας να δείξουν αυτή την πραγματικότητα, ονόμαζαν τους εαυτούς των «ξένους και παρεπίδημους» (Εβρ. ια', 13). Εκφράζονταν έτσι για να μας διδάξουν ότι πρέπει να καταφρονούμε και να περιγελούμε τόσο τα ευχάριστα όσο και τα δυσάρεστα της παρούσης ζωής, να ανυψωθούμε από την γη και να κρεμάσουμε όλη μας την ψυχή από τον ουρανό.
«Προσεληλύθατε (=έχετε προσέλθει) Σιών όρει και πόλει Θεού ζώντος, Ιερουσαλήμ επουρανίω και μυριάσιν αγγέλων, πανηγύρει και εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων και κριτή Θεώ πάντων και πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων και διαθήκης νέας μεσίτη Ιησού και αίματι ραντισμού κρείττον λαλούντι παρά τον Άβελ (= και εις αίμα με το οποίον ερραντίσθητε και το οποίον λαλεί προς τον Θεόν δια την εξιλέωσίν μας καλύτερα από ό,τι το αίμα του Άβελ) - (Εβρ. ιγ', 22-24).
Κοίταξε με πόσα πράγματα παρουσίασε ανώτερη την Καινή από την Παλαιά Διαθήκη. Στήν θέση της κάτω Ιερουσαλήμ έβαλε την επουράνιο Ιερουσαλήμ. «Έχετε προσέλθει –λέγει- εις την πόλιν του ζωντανού Θεού, εις την επουράνιον Ιερουσαλήμ». Στήν θέση του Μωϋσή, τον Ιησού. «Έχετε προσέλθει –λέγει- εις μεσίτην νέας διαθήκης, τον Ιησούν». Στήν θέση του λαού, όλους τους αγγέλους. «Έχετε προσέλθει —λέγει— εις πανήγυριν μυριάδων αγγέλων». Ποιους όμως ονομάζει πρωτοτόκους, λέγοντας «έχετε προσέλθει εις Εκκλησίαν πρωτοτόκων»; Όλες τις χορείες των πιστών. Αυτούς, τους πιστούς τους χαρακτηρίζει και σαν «πνεύματα δικαίων πού έχουν εισέλθει εις την τελειότητα». Αλλά μην αδημονείτε, διότι θα αξιωθείτε να πάτε κοντά τους.
«Κυκλώσατε Σιών και περιλάβετε (περιτριγυρίσατε) αυτήν, διηγήσασθε εν τοις πύργοις αυτής, θέσθε τάς καρδίας υμών εις την δύναμιν αυτής (συγκεντρώσατε τον νου σας και κατανοήσατε την δύναμή της) και καταδιέλεσθε τάς βαρείς αυτής (παρατηρήσατε ξεχωριστά τα διάφορα τμήματα των ανακτόρων της), όπως αν διηγήσησθε εις γενεάν ετέραν» (Ψαλμ. μζ', 14). Για ποιόν λόγο άραγε μας παρακινεί να περιτριγυρίσουμε την πόλη, να αριθμήσουμε τους πύργους, να προσέχουμε τα οικοδομήματα, να αναλογιζόμαστε την ομορφιά της, να μετρούμε τα σπίτια και τα ανάκτορα; Δεν χρειάζεται να το εξηγήσουμε εμείς, διότι στο τέλος του λόγου δίδεται εξήγησις• «όπως αν διηγήσησθε εις γενεάν ετέραν».
Δηλαδή είναι σαν να λέγει: «Γεμίσατε από ηδονή, χαρείτε, σκιρτήσατε. Φροντίσατε να μάθετε όχι πρόχειρα, αλλά με κάθε λεπτομέρεια την δύναμή της».
Επειδή η Ιερουσαλήμ είχε γίνει ερείπιο, επειδή κατεστράφη εκ θεμελίων, επειδή και το έδαφός της σχεδόν χάθηκε, ώστε να μην υπάρχει πια ελπίς ανοικοδομήσεως, και παρά ταύτα επιστρέφοντας από την Βαβυλώνειο αιχμαλωσία την ανοικοδόμησαν και μάλιστα καλύτερη και λαμπρότερη και ενδοξότερη και μεγαλύτερη και ευπορότερη και δυνατότερη και ευρυχωρότερη καί πλουσιότερη, θέλει να ειπεί στον λαό λόγια σαν αυτά: «Να, αυτή η πόλις η απογοητευμένη, η απελπισμένη, η ερειπωμένη, ήρθε στην προηγουμένη της δόξα. Κατανοήσατε λοιπόν και παρατηρήσατε καλά τις οικοδομές, την λαμπρότητα, την δόξα, και μάθετε έτσι την δύναμη του Θεού και διηγηθείτε την δύναμη και την ακοίμητη πρόνοιά Του στους απογόνους σας». Αυτή η διήγησις θα κάνει και τους απογόνους να φιλοσοφούν κατά Θεόν, να γνωρίζουν καλύτερα τον Θεόν, να φροντίζουν την αρετή. Γι’ αυτό λοιπόν τους παρακινεί να περιτριγυρίσουν την πόλη, ώστε να μπορούν να διηγούνται με λεπτομέρεια τα μεγαλεία της στις επόμενες γενεές.
Αλλά έχουμε κι’ εμείς μία Ιερουσαλήμ πού είναι η βασιλεία των ουρανών, ο παράδεισος. Ας στρέφουμε λοιπόν κι’ εμείς συνεχώς την σκέψη μας προς αυτήν, την ιδική μας πόλη. Ας την έχουμε συνεχώς μέσα στο μυαλό μας. Ας φανταζόμαστε συνεχώς τις ομορφιές της.
Η πόλις μας αυτή είναι η μεγάλη πόλις, η μητρόπολις του βασιλέως των αιώνων. Σ' αυτήν υπάρχουν τα πνεύματα των δικαίων καί ενάρετων, οι χορείες των Πατριαρχών, οι
χορείες των Αποστόλων καί όλων των Αγίων.
Σ' αυτήν την πόλη όλα είναι αδιατάρακτα, μόνιμα καί διαρκή, «αστασίαστα καί μη παρερχόμενα». Σ' αυτήν την πόλη υπάρχουν ομορφιές που δεν φθείρονται και πού ανθρώπινο μάτι δεν τις έχει αντικρίσει — «άφθαρτα καί αθέατα κάλλη». Και ποιοί θα τα κληρονομήσουν όλα αυτά; Μόνο εκείνοι πού λησμόνησαν καί απαρνήθηκαν τις φθαρτές καί πρόσκαιρες φροντίδες του πλούτου, των απολαύσεων καί των επιβλαβών ηδονών πού προσφέρει ο διάβολος. Μόνο εκείνοι πού καθημερινά αυξάνουν την φιλαδελφία, την φιλοξενία καί την φιλοπτωχία, πού δείχνουν αγάπη προς τον πλησίον, πού συγχωρούν με όλη τους την καρδιά όσους τους ελύπησαν.
Οι χαρές καί οι απολαύσεις της παρούσης ζωής ισοδυναμούν με ένα όνειρο. Δεν μπορούν να συγκριθούν με τις απολαύσεις της μελλούσης ζωής. Ό,τι είναι ένα όνειρο σε σύγκριση με εκατό έτη, αυτό είναι η παρούσα ζωή σε σύγκριση με την μέλλουσα. Ή μάλλον κάτι περισσότερο. Ό,τι είναι μία μικρή σταγόνα εν σχέσει με τον απέραντο ωκεανό, αυτό είναι χίλια έτη της παρούσης ζωής, εν σχέσει προς την μελλοντική εκείνη δόξα καί απόλαυση καί αγαλλίαση.
Τί άλλο μπορούσαμε να ειπούμε; Η μελλοντική κατάστασις δεν έχει τέρμα, δεν γνωρίζει τέλος. Όση απόστασις υπάρχει ανάμεσα στα όνειρα καί στην πραγματικότητα, τόση υπάρχει ανάμεσα στην εδώ και στην εκεί κατάσταση. Γι' αυτό οι ενάρετοι, κι' αν εδώ υποφέρουν τα πάνδεινα, κρύβουν μέσα στην ψυχή τους καλές ελπίδες, οι οποίες τους δίνουν ευχαρίστηση καί ηδονή αγνή, σταθερή καί αμετακίνητη. Και φεύγοντας από την ζωή αυτή θα τους υποδεχθούν αναρίθμητα αγαθά.
Σήμερα ο ευλογημένος επίσκοπος Φιλογόνιος ταξίδευσε για την ατάραχη ζωή καί προσόρμισε το σκάφος της ψυχής του εκεί όπου δεν υπάρχει περίπτωσις ναυαγίου ούτε θλίψεως ούτε πόνου. Δεν είναι πράγμα αξιοθαύμαστο να είναι αυτός ο τόπος απηλλαγμένος από λύπη, την στιγμή πού ο Παύλος ομιλώντας σε ανθρώπους πού ευρίσκονται ακόμη στην γη, λέγει : «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α' Θεσσ. ε΄, 16-17). Εάν εδώ οπού υπάρχουν ασθένειες και βλάβες και πρόωροι θάνατοι και συκοφαντίες και φθόνοι και λύπες και οργές καί επιθυμίες πονηρές και αναρίθμητες επιβουλές και μέριμνες και συνεχή και αλλεπάλληλα κακά πού δημιουργούν μύριες θλίψεις, είπε ο Απόστολος ότι μπορούμε πάντοτε να έχουμε χαρά, σκεφθείτε τί χαρά θα συναντήσει όποιος κατά Θεόν ανεχώρησε για την άλλη ζωή, για εκεί οπού όλα αυτά έχουν καταργηθεί, καί αρρώστιες και πάθη και αμαρτίες και «το ιδικό μου και το ιδικό σου», ο άχαρος αυτός λόγος πού εισάγει στην ζωή μας όλα τα δεινά και πού προξενεί τόσους πολέμους.
Για όλα αυτά μακαρίζω τούτον τον άγιον άνδρα, ο όποιος αν και εγκατέλειψε τούτη την πόλη και ανεχώρησε, ανέβηκε σε μία άλλη πόλη, την πόλη του Θεού. Άφησε τούτη την Εκκλησία, αλλά πήγε σ' εκείνη «των πρωτοτόκων, των απογεγραμμένων εν ουρανοίς» (Εβρ, ιβ', 13). Άφησε τούτες τις εορτές, αλλά πήγε στις πανηγύρεις των αγγέλων. Πήγε εκεί που είναι η αληθινή πανήγυρις, διότι υπάρχει καί πλήθος πανηγυριστών, οι αγγελικές δυνάμεις, καί αφθονία αγαθών καί συνεχής χαρά καί ευφροσύνη.
Εδώ στην γη όταν γίνεται πανήγυρις έχουμε πλήθος λαού, αφθονία εμπορευμάτων, σιτάρι, κριθάρι και κάθε είδους καρπούς, κοπάδια από πρόβατα και βόδια, ενδύματα και υφάσματα και τα παρόμοια, και άλλοι πωλούν και άλλοι αγοράζουν. Υπάρχουν τέτοια πράγματα στους ουρανούς; Όχι, πλην όμως υπάρχουν σπουδαιότερα. Λεν υπάρχουν σιτάρι καί κριθάρι καί άλλοι καρποί, αλλά αφθονεί ο καρπός του Πνεύματος (Γαλατ. ε' 22), δηλαδή η αγάπη, η χαρά, η ευφροσύνη, η ειρήνη, η αγαθοσύνη, η πραότης. Δεν υπάρχουν κοπάδια από πρόβατα καί βόδια, αλλά «πνεύματα δικαίων τετελειωμένων» καί ψυχές στολισμένες με αρετές, παντού οπού καί να κοιτάξεις. Δεν υπάρχουν ωραίες ενδυμασίες καί στολίδια, αλλά στεφάνια πιο ακριβά από κάθε χρυσό, καί βραβεία και έπαθλα και αναρίθμητα αγαθά πού προορίζονται για τους νικητάς.
Αλλά καί το πλήθος των συμπανηγυριστών είναι κατά πολύ καλύτερο καί αξιολογώτερο. Δεν αποτελείται από ανθρώπους της πόλεως ή της επαρχίας, αλλά από μυριάδες αγγέλων καί χιλιάδες αρχαγγέλων, από συστήματα προφητών, από χορούς μαρτύρων, από τάγματα Αποστόλων, από συναθροίσεις δικαίων, από δήμους όλων όσοι ευαρέστησαν τον Θεόν.
Πρόκειται πράγματι για μία θαυμάσια πανηγύρι. Καί το σπουδαιότερο δεν το είπαμε, ότι στο κέντρον θα υπάρχει ο Βασιλεύς όλων αυτών. Ποιος είδε ποτέ να έρχεται σε πανηγύρι ο βασιλεύς; Εδώ ποτέ, αλλά εκεί θα Τον βλέπουν όλοι, όσο θα μπορούν, καί θα φωτίζονται όλοι και θα ομορφαίνουν από την λάμψη Του.
Καί τα εδώ πανηγύρια μερικές φορές δεν κρατούν ούτε μία ήμερα, αλλά στην μέση της ημέρας διαλύονται. Εκείνο όμως το πανηγύρι θα είναι διαφορετικό. Δεν περιμένει ορισμένους μήνες ή έτη ή ήμερες, για να έρθει, αλλά παραμένει συνεχώς. Και τα αγαθά του δεν γνωρίζουν τέλος, δεν υπάρχει περίπτωσις να γεράσουν ούτε να μαραθούν, αλλά διατηρούνται αγέραστα καί αθάνατα.
Εκεί δεν παρατηρείται θόρυβος και οχλοβοή καί ταραχή, όπως εδώ, αλλά απόλυτη κοσμιότης καί τάξις καί ευπρέπεια. Εκεί νομίζεις ότι οι άγγελοι κι’ οι άνθρωποι αναπέμπουν στον Δεσπότη την μουσική πού ξεπερνάει κάθε μουσική καί την αρμονικώτατη μελωδία πού βγαίνει σαν από κάποια παναρμόνια κιθάρα.
Εκεί η ψυχή σαν να ευρίσκεται σε ιερά άδυτα, στα άγια των αγίων τελεί ιερά μυστήρια καί την θεϊκή μυσταγωγία.
Ο Δαβίδ ψάλλει : «Ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα ο κατοίκων Ιερουσαλήμ» (Ψαλμ. 124, 1). Εάν θέλαμε να εκλάβουμε αλληγορικά το νόημα, τότε θα πρέπει να κοιτάξουμε προς την άνω Ιερουσαλήμ. «Δεν θα σαλευθή αιώνια εκείνος πού κατοικεί στην Ιερουσαλήμ». Φέρε στο νου σου την «άνω Μητρόπολιν», όπου πρόκειται να καταλήξουν οι ευσεβείς. Όσοι θα την κατακτήσουν θα είναι απηλλαγμένοι από κάθε δυσκολία και ανωμαλία. Δεν θα υπάρχουν εκεί σκάνδαλα και εμπόδια, δεν θα υπάρχουν πονηρές επιθυμίες ούτε σαρκικές ηδονές ούτε ερεθίσματα αμαρτίας ούτε λύπες ούτε αγωνίες ούτε κίνδυνοι όλα αυτά θα εξαφανισθούν.
Οι Ισραηλίτες σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο έτρωγαν το Πάσχα ζωσμένοι, με το ραβδί στο χέρι καί με τα παπούτσια στα πόδια, πράγμα το οποίο κρύβει φρικτά και φοβερά μυστήρια, μυστικές αλήθειες, βάθος νοημάτων.
Αυτοί ήταν ζωσμένοι και υποδεμένοι, διότι ήταν έτοιμοι για οδοιπορία, διότι επρόκειτο να βγουν από την Αίγυπτο και να ξεκινήσουν για την γη της επαγγελίας.
Ας παρουσιάζουμε καί το μυστικό νόημα του πράγματος. Και εμείς τρώγουμε Πάσχα, τον Χριστόν, διότι όπως γράφει ο Απόστολος «ο ιδικός μας πασχαλιάς αμνός πού εθυσιάσθη για μας είναι ο Χριστός» (Α' Κορινθ., ε', 7). Κι' εμείς λοιπόν τρώγουμε Πάσχα, πολύ ανώτερο από το παλαιό. Πρέπει όμως να το τρώγουμε ζωσμένοι καί υποδεμένοι. Για ποιο λόγο; Για να είμαστε για την έξοδο, για την αναχώρηση από αυτήν την ζωή.
Κανείς από όσους τρώγουν τούτο το Πάσχα, να μη κοιτάζει προς την Αίγυπτο, αλλά προς τον Ουρανό, προς την άνω Ιερουσαλήμ. Γι’ αυτό πρέπει να τρώγεις ζωσμένος και υποδεμένος, για να μάθεις ότι αρχίζοντας να τρώγεις το Πάσχα, οφείλεις να κάνης οδοιπορία και αποδημία. Δύο μυστικά νοήματα κρύβονται εδώ. Το ένα, ότι πρέπει να εξέρχεσαι από την Αίγυπτο, καί το άλλο, ότι όπου μένεις να αισθάνεσαι σαν ξένος, διότι όπως σημειώνει ο Απόστολος, «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ', 20). Και σ’ όλη μας την ζωή οφείλουμε να κάνουμε προετοιμασίες, ώστε μόλις κληθούμε να μη αναβάλουμε, αλλά να αναφωνούμε μαζί με τον ψαλμωδό, «ετοίμη η καρδία ημών» (Ψαλμ. 107, 2).
Αυτόν τον λόγο ο Απόστολος Παύλος μπορούσε να τον λέγει, πού δεν αισθανόταν κανένα βάρος στην συνείδησή του, αλλά εγώ πού χρειάζομαι πολύ καιρό να μετανοήσω, δεν μπορώ να τον ειπώ.
Όσον αφορά την έννοια του να είναι κάποιος ζωσμένος, ότι σημαίνει την άγρυπνη και έτοιμη καί προετοιμασμένη ψυχή, φαίνεται στα λόγια του Θεού προς τον δίκαιο Ιώβ: «Μη, αλλά ζώσαι ώσπερ ανήρ την οσφύν σου (την μέση σου)• ερωτήσω δε σε, συ δε μοι αποκρίθητι» (Ιώβ λη', 3). Αυτά τα λόγια τα απευθύνει ο Θεός και προς τον Μωυσή καί προς όλους τους αγίους. Αλλά καί ο Ίδιος στο δράμα του Ιεζεκιήλ φαίνεται ζωσμένος. Ιδιαίτερα παρουσιάζονται ζωσμένοι οι άγγελοι, σαν στρατιώτες πού είναι.
Όταν κάποιος είναι καλά ζωσμένος, μπορεί να σταθεί όρθιος και να φανεί γενναίος. Γι' αυτό λοιπόν ας περιζώσουμε τον εαυτό μας, διότι πρόκειται να πραγματοποιήσουμε έξοδο, και να συναντήσουμε πολλά δεινά. Θα συναντήσουμε τον διάβολο, ο οποίος κάνει το παν για να απολέσει αυτούς πού σώθηκαν από την Αίγυπτο και πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα καί την απειλή καί τα τραύματα των εχθρών.
Ας μη φοβηθούμε. Σ' αυτή μας την οδοιπορία δεν έχουμε στρατηγό τον Μωυσή, αλλά τον Χριστόν. Ας προσέξουμε να μη πάθουμε όμοια με όσα έπαθαν οι Ισραηλίτες. Δηλαδή ας μη πέσουμε στα ίδια παραπτώματα. Εκείνοι έδειξαν γογγυσμό και αγνωμοσύνη. Εκείνοι «εξουθένησαν γήν επιθυμητήν» (Ψαλμ. 105, 24). Αλλά πώς την περιφρόνησαν, αφού μάλιστα την εθαύμαζαν; Την περιφρόνησαν, διότι έδειξαν απροθυμία καί μαλθακότητα και δεν θέλησαν να μπουν σε κόπο. Ας προσέξουμε κι' εμείς, μη τυχόν περιφρονήσουμε τον Ουρανό.
Αυτοί απεκόμισαν από την γη της επαγγελίας πελώρια σταφύλια, αλλά καί σ' εμάς προσεφέρθη καρπός από τον Ουρανό πού είναι ο αρραβών του Αγίου Πνεύματος, πού είναι το ουράνιο πολίτευμα πού εδίδαξε και παρουσίασε ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι, οι θαυμάσιοι γεωργοί. Αυτούς τους καρπούς δεν τους έφερε ο Χάλεβ του Ιεφονή ούτε ο Ιησούς του Ναυή, αλλά ο Ιησούς, ο Υιός του Πατρός των οικτιρμών, ο Υιός του αληθινού Θεού. Αυτός μας κατέβασε από τα ουράνια εξαιρετικούς καρπούς, μας έφερε ουράνιες υμνωδίες. Αυτά πού ψάλλουν επάνω τα Χερουβίμ, μας πρόσταξε να τα ψάλλουμε και κάτω: Άγιος, άγιος, άγιος. Μας έφερε την ζωή των αγγέλων, διότι όπως οι άγγελοι δεν έρχονται σε γάμο, έτσι συμβαίνει και σ' όσους Χριστιανούς ασπασθούν τον παρθενικό βίο, τον οποίον εφύτευσε ο Χριστός και εδώ στην γη. Και όπως οι άγγελοι δεν πεθαίνουν, έτσι συμβαίνει και σ' εμάς, αφού ο Χριστός μετέβαλε τον θάνατο σε ύπνο. Και άκουσέ τον να λέγει; «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται» (Ιωαν. ια' 11).
Είδες τους καρπούς της άνω Ιερουσαλήμ; Και το πιο θαυμαστό είναι, ότι ακόμη δεν κρίθηκε ο πόλεμος, αλλά μας δωρίθηκαν όλα αυτά πριν από την «επαγγελία». Οι Ισραηλίτες τότε και σαν έφθασαν στην γη της επαγγελίας, μοχθούσαν. Ή καλύτερα δεν μοχθούσαν κάθε φορά πού συμμορφώνονταν με τις εντολές του Θεού. Εάν ήθελαν να πειθαρχούν στον Θεόν, θα κυρίευαν όλες τις πόλεις της Παλαιστίνης, χωρίς όπλα και χωρίς μάχες, όπως λ.χ. συνέβη με την Ιεριχώ, πού την κατέλαβαν όχι σαν να πολεμούσαν, αλλά μάλλον σαν να χόρευαν. Εμείς όμως όταν φθάσουμε στην γη της επαγγελίας, δηλαδή στον Ουρανό, δεν θα πολεμούμε. Ο αγώνας μας θα διαρκέσει, όσο θα βρισκόμαστε στην «έρημο», δηλαδή στην παρούσα ζωή. Διότι, όλως λέγει ο Απόστολος, «εκείνος πού μπήκε στην κατάπαυση του Θεού, αναπαύθηκε από τα έργα του, όπως ακριβώς και ο Θεός από τα ιδικά του έργα μετά την δημιουργία» (Εβρ. δ', 10).
Εδώ πάντως πρέπει να είμαστε ετοιμοπόλεμοι και άγρυπνοι, για να μπορέσουμε να καταβάλουμε τους εχθρούς. Και είθε να τους καταβάλουμε, ώστε κατά την ημέρα πού ο Θεός θα μοιράζει τα στεφάνια της νίκης, να αξιωθούμε να κατακτήσουμε την άφθαρτη δόξα, να αξιωθούμε να κατακτήσουμε την «άνω πόλιν», όπου δεν υπάρχει φως πού να καταλήγει σε σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει ημέρα πού να την διαδέχεται νύχτα, όπου υπάρχει για πάντα ημέρα και για πάντα φως.
Για πες μου, εάν κάποιος σε οδηγούσε σ' έναν τόπο γεμάτο φαιδρότητα και χαρά, όπου όλοι οι άνθρωποι φορούσαν χρυσές ενδυμασίες καί στην μέση σου έδειχνε κάποιον άλλον πού φορούσε ενδύματα κατασκευασμένα από πολύτιμα πετράδια, με στεφάνι στο κεφάλι κατασκευασμένο κι' αυτό από πολύτιμα πετράδια, και έπειτα σου υποσχόταν ότι θα σε κατατάξει σ' αυτήν την χορεία, δεν θα έκανες το πάν ώστε να αξιωθείς αυτής της ευτυχίας;
Τώρα λοιπόν σήκωσε ψηλά τα νοερά σου μάτια καί κοίταξε σ' εκείνες τις άλλες χορείες, πού δεν αποτελούνται από τέτοιους άνδρες, αλλά από άλλους πού καί από το χρυσάφι και από τα πολύτιμα πετράδια καί από τις ηλιακές ακτίνες καί από κάθε γνωστή ωραιότητα και λάμψη είναι ενδοξότεροι, καί δεν αποτελούνται μόνο από ανθρώπους, αλλά καί από τις κατά πολύ λαμπρότερες αγγελικές τάξεις, τους αγγέλους, τους αρχαγγέλους, τους θρόνους, τις κυριότητες, τις αρχές, τις εξουσίες. Όσον άφορα δε τον Βασιλέα, ούτε καν μπορούμε να Τον περιγράψουμε.
Ξεπερνάει δηλαδή κάθε λόγο καί κάθε σκέψη εκείνο το κάλλος, η ωραιότητα, η λαμπρότητα, η δόξα, η μεγαλοπρέπεια.
Θα στερήσουμε λοιπόν τον εαυτό μας από τόσα αγαθά, για να μη κουρασθούμε ολίγο;
Κι' αν ακόμη χρειαζόταν να υπομέναμε κάθε ημέρα αναρίθμητους θανάτους, ακόμη και την ίδια την κόλαση, για να αξιωθούμε να αντικρίσουμε τον Χριστόν να έρχεται στην δόξα. Του, καί να καταταγούμε στις χορείες των αγίων, δεν θα έπρεπε όλα αυτά να τα υπομείνουμε;
Από το βιβλίο: «Φλέγοντα θέματα» (ομιλίες του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου) της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου