10 Αυγούστου 2010

Αυταπάρνηση

Την εποχή πού Βάνδαλοι, σαν πραγματική θεομηνία, σάρωναν αλύπητα τις χώρες της Ευρώπης κι’ άφηναν μόνο ερείπια στο πέρασμά τους, η Ιταλία πέρασε τα πιο πολλά δεινά. Οι ωραίες πόλεις της αφανίζονταν η μία μετά την άλλη. Οι άνθρωποι ωδηγούντο, σαν κοπάδια, αιχμάλωτοι στα βάθη της Αφρικής.
Τα δύστυχα αυτά χρόνια ο Παυλίνος, ο Επίσκοπος μιας πόλεως της Καμπανιάς, ξώδευσε την περιουσία του κι' όλα τα χρήματα της Εκκλησίας για την εξαγορά αιχμαλώτων. Το κακό όμως ήτο τόσο μεγάλο, πού, αν καί έμεινε μόνο με τα ρούχα πού φορούσε, ο φιλάνθρωπος Επίσκοπος, δε μπόρεσε να επαρκέσει για όλους...

Μια μέρα πήγε και τον βρήκε μια φτωχή χήρα με σπαραγμένη καρδιά. Έπιασαν το μοναχογιό της αιχμάλωτο καί ζητούσε από τον καλόν Επίσκοπο να τον απελευθερώσει. Οι θρήνοι της ράγιζαν ακόμη καί τίς πέτρες.
Ο Παυλίνος τη συμπόνεσε, έκλαψε μαζί της. Έψαξε και ξανάψαξε το αδειανό του σπίτι. Απελπισμένος διεπίστωσε πώς δεν είχε μείνει πια τίποτε για να δώσει. Ξαφνικά του ήρθε κάποια έμπνευσις.
— Βλέπεις κι' εσύ η ίδια, είπε στην πονεμένη μητέρα, πώς δεν μου έμεινε πια τίποτε για να ανακουφίσω τη δυστυχία πού μας βρήκε από τις αμαρτίες μας. Ό,τι διαθέτω αυτή τη στιγμή είναι ο εαυτός μου. Ευχαρίστως τον προσφέρω για να πάρεις πίσω το παιδί σου.
Η απαρηγόρητη γυναίκα τα έχασε προς στιγμήν. Νόμιζε πώς ο Επίσκοπος ήθελε να την ξεγελάσει καί ξέσπασε σε ασυγκράτητο οδυρμό. Ο Παυλίνος της είπε τότε να τον ακολουθήσει. Επήγαν στον βάρβαρο πού κρατούσε το γιό της και για μεγάλη της ανακούφιση είδε πώς κατόρθωσε να κάνει την ανταλλαγή.
Μαζί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους οδηγήθηκε καί ο Παυλίνος στην Αφρική. Όταν έγινε η διανομή, αυτόν τον κράτησε στην υπηρεσία του ο γαμβρός του Ηγεμόνος των Βανδάλων και τον έβαλε να καλλιεργεί τον κήπο του.
Με μεγάλη επιμέλεια επεδόθηκε ο Άγιος Επίσκοπος στη δουλειά πού του ανέθεσαν να κάνει. Κάθε μέρα έφερνε στο τραπέζι του αφέντη του καλοπεριποιημένα λαχανικά και φρούτα. Με την καλοσύνη καί την εργατικότητά του κέρδισε την εκτίμησή του. Συχνά πήγαινε στον κήπο και κουβέντιαζαν μαζί χίλια δυο πράγματα. Ο βάρβαρος θαύμαζε τη σοφία και την πολυμάθεια του δούλου του. Σύν τω χρόνω δημιουργήθηκε μια στενή φιλία μεταξύ του ξένου αιχμαλώτου καί του νεαρού δουκός.
Ύστερα από πολύ καιρό είπε μια μέρα, εκεί πού συνομιλούσαν στον κύριό του ο Παυλίνος, κάπως αινιγματικά:
— Είναι καιρός να φροντίσετε για τη μελλοντική διοίκηση του βασιλείου σας.
— Γιατί το λες αυτό, Παυλίνε; ρώτησε ο νεαρός δούκας. Στήν αρχή ο Παυλίνος αρνήθηκε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. Ύστερα όμως εξαναγκάσθηκε να του φανερώσει, πώς του είχε αποκαλύψει ο Θεός, ότι θά πέθαινε πολύ γρήγορα ο γέρο βασιλιάς. Ο δούκας, αν καί δεν το πολυπίστεψε, το είπε στον πενθερό του. Εκείνος πάλι θέλησε από περιέργεια να γνωρίσει αυτόν τον παράξενο άνθρωπο πού άκουγε, καθώς έλεγε, τον Θεό του να του ομιλεί.
— Έλα, αύριο να φάμε μαζί το μεσημέρι και θα τον δεις στο τραπέζι μου, του είπε ο γαμβρός του.
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς πήγε στο παλάτι του δουκός. Ο Παυλίνος, όπως συνήθιζε πάντοτε, έφερε φρέσκα φρούτα στο τραπέζι. Σάν τον είδε ο βασιλιάς ταράχτηκε.
— Κάποιο μυστήριο κρύβει ο άνθρωπος αυτός, ψιθύρισε στ’ αυτί του γαμβρού του.
Όταν ο Παυλίνος απομακρύνθηκε, του διηγήθηκε ένα παράξενο όνειρο πού είχε ιδεί την περασμένη νύκτα.
— Μου φάνηκε πώς με πήγαιναν δεμένο στο κριτήριο, για να δικασθώ τάχα για όλες μου τις πράξεις. Ανάμεσα στους δικαστάς μου, πού ήσαν πολλοί, βρισκόταν καί τούτος ό άνθρωπος. "Εδειχνε πώς κατείχε ξεχωριστή θέσι, γιατί πρόσταξε να πάρουν το σκήπτρο από τα χέρια μου καί μ' αυτό να με δείρουν. Για ρώτησέ τον να σου φανερώσει ποιος είναι. Μα την αλήθεια, δεν μου φαίνεται συνηθισμένος άνθρωπος.
Παραξενεμένος ο δούκας απ’ όσα άκουσε από το στόμα του πενθερού του, πήρε παράμερα τον αιχμάλωτο του κι' άρχισε να τον εξετάζει για την πατρίδα και την καταγωγή του.
— Είμαι δούλος του Θεού, έλεγε ο Παυλίνος, πού συ δέχτηκες να τον κρατήσεις αντί του γιου της χήρας.
Ο δούκας όμως, δεν ήθελε πια να πεισθεί. Τον όρκιζε λοιπόν με όρκους φοβερούς να του φανερώσει την αλήθεια.
Έτσι ο Παυλίνος αναγκάσθηκε να φανερώσει, πώς ήταν Επίσκοπος καί πώς θεληματικά παραδόθηκε αιχμάλωτος για την αγάπη του πλησίον του. Σάν άκουσε αυτές τις αποκαλύψεις ο κύριός του, τόσο τον ευλαβήθηκε, πού έπεσε στη γη και του φιλούσε τα πόδια. Ύστερα τα διηγήθηκε όλα στο βασιλιά κι οι δυο μαζί φώναξαν τον Παυλίνο και του είπαν:
— Ζήτησε μας ό,τι θέλεις, για να σε στείλομε με πολλά δώρα, όπως σου ταιριάζει, πίσω στην πατρίδα σου, γιατί είναι άπρεπο να κρατάμε εδώ αιχμάλωτο έναν άνθρωπο σαν κ' εσένα.
Ο Παυλίνος τους ευχαρίστησε για τις καλές τους διαθέσεις, αλλά δεν δέχτηκε να πάρει δώρα.
- Σέ τίποτε δεν θα μου χρησιμεύσουν, έλεγε. Αν όμως επιθυμείτε πραγματικά να κάνετε κάποιο καλό, ελευθερώστε όλους τους συμπατριώτες μου πού κρατάτε εδώ αιχμαλώτους.
Οι ηγεμόνες δέχτηκαν ευχαρίστως να κάνουν για χατίρι του αυτή την προσφορά. Έγιναν έρευνες σ' όλο το βασίλειο, για να βρεθούν οι συμπατριώτες του Παυλίνου. Αφού τους συγκέντρωσαν όλους, τους έστειλαν με πλοία πίσω στην πατρίδα τους μαζί με τον Επίσκοπο τους καί με πολλά τρόφιμα και δώρα από τον βασιλιά.
Ύστερα από λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε η προφητεία του Παυλίνου. Ο γέρο-βασιλιας πέθανε καί τον διαδέχθηκε ο νεαρός δούκας, πού σ' όλη του τη ζωή θυμόταν τον άγιο Επίσκοπο καί το φωτεινό παράδειγμα του.
(Από το Γεροντικό)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου