13 Ιουλίου 2010

Φως εσπερινόν


του Φώτη Κόντογλου (+13 Ιουλίου 1965)
Απάνου στα κεραμίδια της εκκλησίας ανεμίζουνται κάτι ψιλά χορτάρια. Από μέσα όμως από τον κουμπέ είναι ο Παντοκράτορας, σαν να σκύβει από τον ουρανό «επιβλέπων επί πάντας τους υιού ς των ανθρώπων». Η κεφαλή Του είναι μεγαλόπρεπη με πυκνά και άφθονα μαλλιά, οπού πέφτουνε στον αριστερόν ώμο Του. Το γένι Του είναι πυκνό. Η έκφρασή Του είναι απλή, με ταπείνωση και με πραότητα έχει ωστόσο ένα θεϊκό μεγαλείο. Πλατύλαιμος, μ’ ανοιχτό πουκάμισο, με φαρδιές πλάτες και με τα χέρια ανασηκωμένα, όπως πάγει ο γύρος. Είναι περιτυλιγμένος μέσα σ’ έναν φαρδύν μανδύα, σα να αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. «Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον Αυτού!»...

 Με το δεξί χέρι Του βλογά τον κόσμο, και με τ’ αριστερό Του κρατά το Βαγγέλιο, τον Νόμο του Θεού.
Ησυχία βασιλεύει όλη την ημέρα μέσα στον τρούλο, ακόμα και τότες πού βουΐζουνε όξω η θάλασσα και τα δέντρα από τον άνεμο. Διάφορα μαμούδια πετάμενα, χρυσόμυγες, μελίσσια, φτερουγίζουνε εκεί απάνου καί βουΐζουνε ολόγυρα στους Προφήτες, ύστερ' ανεβαίνουνε κλωθογυρίζοντας στο μεγάλο Παντοκράτορα. Μάλιστα μια σφήγκα έχει κολλημένη τη χωματένια φωλιά της σε μια ζαρωματιά πού σκεδιάζει το πουκάμισό Του. Ο Χριστός όλα τα δέχεται με καλωσύνη.
Προς το βράδι, ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένον πύργο, σα να τον γεμίζει με θυμίαμα. Τούτην την ιερή ώρα πού βασιλεύει ο ήλιος, βουίζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής, ένας αθώος καντηλοσβήστης. Σιμώνει με ευλάβεια στο θεϊκό πρόσωπο, προσκυνά το μέτωπο, μια χαϊδεύει το μουστάκι, μια τα άγια τα μαλλιά, ύστερ' ανεσπάζεται το χέρι Του, φτερουγίζει στο Βαγγέλιο σα να μετρά τα μαργαριτάρια πού το πλουμίζουνε, παίρνει βόλτα στους ωμούς του Θεού, ψάχνει μέσα στις δίπλες πού κάνει το φόρεμά Του. Παίρνει βόλτα πολλές φορές τον κουμπέ, οσμίζοντας το λιβάνι καί το κερί πού μοσχοβολά από αιώνες κολλημένο απάνου στον καπνισμένον θόλο. Ώρα πολλή ακούγεται το ίσο πού βαστά κείνο το αθώο μαμούδι, ο λεγόμενος χαμπαρολόγος, σα να μη θέλει να χωριστεί από τον Χριστό για να πετάξει στα βουνά, σα να λέγει με το βουρβούρισμά του: «Ως αγαπητά τα σκηνώματα Σου, Κύριε των δυνάμεων!» Τ' άγιο κείνο φτερωτό, σα να 'ναι κανένα μικρό Σεραφείμ, αγάλλεται μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά του Παλαιού των Ημερών, του Τρισάγιου. Κ’ Εκείνος βλέπει από πάνου με πραότητα. Το χέρι Του δεν κουράζεται ν’ απλώνει σε σχήμα ευλογίας, δε σαλεύει για να διώξει τ’ αθώο το πεταλούδι πού βουίζει στ’ αυτιά Του, μπαίνει στα μάτια Του, χαϊδεύει το λαιμό Του. Κείνο πάλε ξέρει πώς είναι ο πατέρας του και δε φοβάται την αυστηρή ματιά Του, κι ολοένα μουρμουρίζει, ως πού μονομιάς κόβεται το βούϊσμα, γιατί βγήκε από το στενό θυρίδι κ' έφυγε στον αγέρα.
Από κάτου κείνη την ώρα λέγει ο καλόγερας με φωνή ήσυχη το «Φως ιλαρόν», ενώ ο ήλιος βασιλεύει και τελειώνει η μέρα. «Φως Ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν καί Άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διό ο κόσμος Σέ δοξάζει.»
Δάκρυα έρχουνται στα μάτια τ' ανθρώπου ακούγοντας αυτά τ’ αρχαία λόγια, οπού 'ναι απλά κ' αιώνια σαν το βασίλεμα του ήλιου. Το βιβλίο, πού 'ναι ακουμπισμένο απάνου στ’ αναλόγι, γράφει πώς είναι ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος. Παμπάλαιος ύμνος, πού τον λένε κάθε βράδι σαν τελειώνει η μέρα, από δυο χιλιάδες χρόνια ίσαμε τα σήμερα, απλοί άνθρωποι πού βαστάνε από τους αρχαίους Έλληνες, σαν και τούτον τον Αγιονορίτη καλόγερα, πού 'ναι και στο πρόσωπο σαν τους παλαιούς.
Ακατάλυτη ελληνική φύτρα! Ποτές δε θα ξεραθείς, ποτές δε θα πεθάνεις! Από το γέρικο και τιμιώτατο κορμί σου πετιούνται ολοένα καινούργια βλαστάρια, πού γεύοντάς τα και τ' αγρίμια ημερεύουνε! Σέ κάθε καινούργια γέννα σου χαίρεται ο κόσμος, μα οι οχτροί σου τα κράζουνε στερνοπαίδια, ως πού δεν αργείς να φέρεις άλλον δράκο στον κόσμο, κι αποσβολώνουνται!
Ας παρατήσουνε πια τους παλαιούς Έλληνες, κι ας ακούσουνε τον καινούργιο Πίνδαρο, πού κράζει από την Κύπρο:
Η Ρωμιοσύνη είν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου. Κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει, κανένας, γιατί σκέπει την 'πό τάψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί οντάς ο κόσμος λείψει.
Πηγή: "Το Αϊβαλί η πατρίδα μου" του Φώτη Κόντογλου - Εκδ. ΑΣΤΗΡ Α. & Ε. Παπαδημητρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου