13 Ιουνίου 2010

Ο Ιερέας της υπομονής και του καθήκοντος

Από τον βίο του Αγίου παπα-Νικόλα του Πλανά
Οι Λειτουργίες του
Επί 50 συναπτά έτη λειτουργούσε καθημερινώς από τις 8 π. μ. ως τις 3 μ. μ., με χιονιά, με επαναστάσεις. Ούτε με την εισβολή των Αγγλογάλλων, που έγινε στο 1917, δεν διέκοψε την σειρά των Λειτουργιών. Σέ ευήλια εκκλησάκια της Ακροπόλεως, μέσα, σε στενά, δύο η ώρα το μεσημέρι, εν μηνί Ιουλίω, να λειτουργάει σε εκκλησίες πού είχαν μόνον μια πορτούλα και να μπαίνει όλος ο ήλιος μέσα, και ο ιδρώς να έχει επικαθίσει αφρώδης εις τα Ιερά άμφια του πραγματικού εργάτου του αμπελώνος του Χριστού!...



Οι νηστείες του
"Έτρωγε κάθε βράδυ. Ενήστευε όλες τις σαρακοστές το λάδι, καθώς και του Σταυρού: άρχιζε την νηστεία από την 1ην Σεπτεμβρίου ως τις 14. Επίσης των Ταξιαρχών, από την 1η του μηνός ως τις 8 Νοεμβρίου. Εις μεγάλες εορτές έψαλλε τις παρακλήσεις των ως την ημέρα της αποδόσεως. Ως εξομολόγος δεν ήτανε αυστηρός στη νηστεία, ότι όμως αφεώρα τον εαυτόν του, ήτο πολύ αυστηρός. Σοκολατάκι του δώσαμε μια μέρα και του είπαμε ότι δεν είναι αρτήσιμο. Το πήρε στο χέρι του, το κοίταξε καλά και λέγει «για να ’μαι σίγουρος πάρτο πίσω».
Τά «γραμμάτια και τα συμβόλαιά» του
Εμνημόνευε επί ώρες ολόκληρους. Πρώτον, πεθαμένους Πατριάρχας, Μητροπολίτας, Ιερείς, Διακόνους και τους... Ναξιώτες και τους Αθηναίους. Τά ονόματα που του έδιδαν τα μνημόνευε επί σειρά πολλών μηνών. Για να τον ξεκουράσουν λίγο τα πνευματικά του παιδιά του έπαιρναν κρυφά και τα έσχιζαν τα παλαιά, γιατί τα έπαιρνε μαζί του σε όλες τις εκκλησίες πού πήγαινε. Τά έβαζε σέ δυο μεγάλα μαντήλια και τα έδενε ως είδος μποξά και τα έβαζε στον κόρφο του, πλάκωνε την καρδιά του. Όταν τα κατάφερνε να ρθεί στο σπίτι κατά τις 5 μ.μ. και να αλαφρώνει από τα βάρη που είχε στο στήθος —διότι είχε δυο μποξαδάκια τα
ονόματα και ένα κουτάκι με άγια λείψανα— του λέγαμε: Τί είναι αυτά τα μποξαδάκια; Και μας απαντούσε: «τα γραμμάτια μου και τα συμβόλαιά μου».
Ήτανε εξαιρετικά απλός, σαν μικρό παιδί, αλλά και εύστοχος στις φιλοσοφικές απαντήσεις του. Του έλεγε κάποιος: «μα δεν κουρασθήκατε, πάτερ μου; πότε θα ησυχάσετε;» Σταύρωνε τα χέρια του και με μεγάλη ταπεινοφροσύνη έλεγε: «ψαλώ τω θεώ μου έως υπάρχω». Πολλές κουβέντες δεν είχε. Άλλος του έλεγε: «Μα γιατί μένετε τόσο πολύ στην εκκλησία;» «Σύ, του λέγει, όταν ανοίγεις το κατάστημά σου, δεν κάθεσαι όλη την ημέρα μέσα; Και για μένα το ίδιο είναι η εκκλησία».
Επειδή λειτουργούσε κάθε μέρα, πήγαινε και σε άλλες εκκλησίες, ιδίως στην εκκλησία του Προφήτου Ελισσαίου, στην οδό Άρεως, η οποία, δεν υπάρχει τώρα. Βέβηλα χέρια, την κατεδάφισαν, χωρίς να σκεφθούν ότι από αυτήν την εκκλησία επρομηθεύοντο τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, καθώς και της υπολοίπου Ελλάδος, ενάρετους άνδρες ως μοναχούς, επίσης και οι γυναικείες μονές ευσεβείς μοναχές. Εκεί εγένοντο κατανυκτικές αγρυπνίες με προεξάρχοντες ψαλμωδούς τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο οποίος στα διηγήματά του αναφέρει —στα «Τραγούδια του Θεού»— τον παπα - Νικόλα ως άξιο εργάτη της ιεροσύνης, και τον Αλέξανδρο (και έπειτα μοναχό Ανδρόνικο) Μωραϊτίδη. 'Εκεί αγρυπνούσε και ο παπα - Νικόλας μαζί με τον αείμνηστο Παπαντώνη Ιερέα του Αγίου Νικολάου Πευκακίων. Ο παπιά - Νικόλας ερχότανε στις 9.30' το βράδυ, επειδή ανεπαύετο λίγο από την Λειτουργία της ημέρας. Όταν έμπαινε στην εκκλησία εγένετο σάλος από την υποδοχή που του έκαμνε το εκκλησίασμα. Άλλοι του φιλούσανε τα χέρια, άλλοι τα ράσα, άλλοι το κεφαλάκι του, επειδή ήτανε κοντός. Τί αλησμόνησες αγρυπνίες ήτανε αυτές!! Στην εκκλησία του Προφήτου λειτουργούσε τον περισσότερο καιρό. Τις εορτές δε στην ενορία του…»
Από το βιβλίο «Ο Άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς» - εκδ. ΑΣΤΗΡ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου