7 Ιουνίου 2010

Ο Τελωνισμός των ψυχών κατά την ώρα του θανάτου

Διήγηση της θεωρίας την οποία έγραψα εγώ ο ταπεινός Γρηγόριος και μαθητής του Αγίου Βασιλείου του Νέου.
Ο αγιότατος Πατήρ ημών Βασίλειος ήταν στον καιρό του βασιλέως Λέοντος του Σοφού και κατοικούσε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή είχε αποθάνει ο Γέροντάς μου, ζητούσα πνευματικό πατέρα να με οδηγά στα ουράνια...

 Ο δε Θεός, που κάμνει το θέλημα των φοβούμενων Αυτόν, μου φανέρωσε τον αγιότατο τούτον Γέροντα καί σύχναζα, καθώς και άλλοι πολλοί, και μας δίδασκε. Ήταν δε και κάποια γραία καλόγνωμος και έκαμνε πολλή διακονία στον Άγιο, καί ο Άγιος είχε πολλή συμπάθεια στήν γραία, διότι ήταν ευλαβής καί θυσιαζόταν για την αγάπη του Χριστού. Αυτή λέγω, η τιμία γερόντισσα Θεοδώρα, απέθανε μετά ολίγα έτη και πάντες οι μαθητές του Αγίου την λυπήθηκαν, μάλιστα δε εγώ ο Γρηγόριος' διότι πολύ με αγαπούσε. Εγώ δε ενοχλούμενος από τον λογισμό πολλάκις έλεγα: άραγε να σώθηκε η Θεοδώρα; Ερωτούσα δε τον Γέροντα πολλές φορές να μάθω τίποτε περί της Θεοδώρας, και δεν μου αποκρινόταν. Αλλ' εγώ ενοχλούμενος από τούτων των λογισμών δεν έπαυα από του να ερωτώ καί να ενοχλώ αυτόν περί της Θεοδώρας.
Μία λοιπόν των ημερών χαμογελώντας μου λέγει: θέλεις τέκνον να δεις την Θεοδώρα; Εγώ του είπα: καί πώς είναι δυνατόν, Πάτερ μου, να ιδώ την Θεοδώρα, η οποία προ πολλού απέθανε καί ευρίσκεται στην άλλη ζωή; Ο δε Άγιος μου είπε: αυτή την εσπέρα θα δείς την Θεοδώρα. Εγώ δε απορούσα συλλογιζόμενος που και πώς έχω να την ιδώ, και βάζοντας μετάνοια ασπάσθηκα την δεξιά του καί αναχώρησα, συλλογιζόμενος τους λόγους του Γέροντος.
Την νύχτα λοιπόν κοιμώμενος βλέπω ένα νέο και μου λέγει: σηκώσου καί ελθέ οπού ο Γέροντάς σου θα υπάγει τώρα, στην Θεοδώρα, ελθέ να υπάγεις μαζί του να την δεις. Εγώ ακούγοντας τούτο, νόμισα πως παρευθύς σηκώθηκα καί επήγα στο κελί του Αγίου και δεν τον βρήκα. Ερώτησα καί μου είπαν ότι πηγαίνει να δει την υποτακτική του Θεοδώρα. Ακούγοντας δε εγώ λυπήθηκα, πως δεν τον πρόφθασα. Αλλ' ένας άνθρωπος μου έδειξε τον δρόμο και μου είπε' τρέχα και θέλεις φθάσει τον Γέροντά σου. Εγώ δε έτρεχα και μου φαινόταν πως πηγαίνω στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Καί ξαφνικά βρέθηκα σ’ ένα πολύ στενό και ανηφορικό μέρος, και ανέβαινα αυτό με πολύ κόπο καί φόβο έφθασα σε μία ωραία θύρα κεκλεισμένη. Κοίταξα από μία θυρίδα μήπως δω κανέναν και του πω καί μου ανοίξει, βλέπω δύο γυναίκες καί καθόταν καί συνομιλούσαν. Εγώ δε είπα στη μία κυρά, ποιανού είναι αυτό το ωραίο παλάτι; Καί αυτή μου είπε' του Οσίου Πατρός μας Βασιλείου, ότι λίγη ώρα ήταν όπου ήλθε καί επισκέφθηκε τα πνευματικά του τέκνα. Εγώ δε ακούγοντας τούτο χάρηκα μεγάλως καί την παρακαλούσα να μου ανοίξει να εισέλθω, διότι καί εγώ τέκνο του είμαι, της είπα, και πολλές φορές ήλθα εδώ με τον Γέροντά μας. Καί εκείνη μου είπε' εσύ δεν ξαναήλθες εδώ και ούτε σε γνωρίζομε καί δια τούτο φεύγα από εδώ' διότι χωρίς της κυρίας Θεοδώρας την άδεια δεν είναι δυνατόν να έλθει κανείς εδώ. Αυτά τα παλάτια είναι του Οσίου Πατρός μας Βασιλείου και τα χάρισε στην υποτακτική του Θεοδώρα, και χωρίς την άδεια αυτής είναι αδύνατον να εισέλθει κανείς εδώ. Εγώ δε ακούγοντας για την Θεοδώρα, έλαβα θάρρος και άρχισα να χτυπώ και να φωνάζω. Ακούγοντας δε η Θεοδώρα πλησίασε στην θυρίδα να δει ποιος ήταν που κτύπα και φώναζε, βλέποντάς με λέγει αμέσως προς τις γυναίκες' ανοίξατε γρήγορα, διότι αυτός είναι ο κύριος Γρηγόριος, ο αγαπημένος υιός του Πατρός μας. Καί άμα αυτές άνοιξαν, και εισήλθα, έτρεξε η Θεοδώρα καί με αγκάλιασε περιχαρώς λέγοντάς με' κύριε Γρηγόριε, ποιος σε έφερε εδώ; Άραγε πέθανες καί αξιώθηκες να έλθεις στο μακάριο τούτο μέρος καί την αιώνιο ζωή; Εγώ δε απορούσα καί δεν ήξερα τι να πω, διότι δεν μου φαινόταν δράμα, αλλ’ ως πραγματικά. Γι’ αυτό της είπα' κυρία καί μήτηρ μου, δεν απέθανα, αλλ’ ευρίσκομαι ακόμα στην πρόσκαιρη ζωή, πλην με την ευχή καί βοήθεια του Πατρός μας έφθασα εδώ να σε δω καί να μάθω σε ποια κατάσταση καί μέρος ευρίσκεσαι, καί πώς υπέμεινες του θανάτου την βία καί πώς πέρασες τα πονηρά δαιμόνια του αέρος, πώς διέφυγες τις πανουργίες αυτών' διότι ξέρω καλώς ότι εντός ολίγου στο τέλος της ζωής μου θα διέλθω καί εγώ αυτά.
Εκείνη μου απεκρίθη λέγοντας: ω τέκνο μου αγαπημένο Γρηγόριε, πως να σου διηγηθώ τον κίνδυνο καί φόβο που υπέμεινα, όταν ήταν να χωρισθεί η ψυχή μου από του σώματος; Πώς να εξηγήσω τους πόνους και τις στεναχώριες που υπέφερα έως ότου να χωρισθεί η ψυχή μου από το σώμα; Τους πόνους τούτους παρομοιάζω ως ο ζωντανός να ριφθεί μέσα στην φωτιά γυμνός και να κατακαίεται και να σπαράτει από τους πόνους, και λίγο λίγο να αναλύει, έως ότου να αναχωρήσει η ψυχή από του σώματος. Τόσο πικρός, τέκνο μου, είναι ο θάνατος. Πολύ δε περισσότερο του αμαρτωλού, όπως εγώ. Για τους Δικαίους δεν ξέρω, τέκνο μου, τι είδους είναι, διότι εγώ η ταλαίπωρος ήμουν αμαρτωλή. Όταν ψυχομαχούσα, έβλεπα γύρω από της κλίνης μου στεκόμενους πολλούς μαύρους και άσχημους, οι οποίοι ανακατεύονταν και ταράσσονταν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον μου, και γάβγιζαν σα σκύλοι και λύκοι, και έκαμναν διαφόρων ζώων λαλιές, βροντώντας, λυσσώντας και μουγκρίζοντας σα βόδια, στρέφοντες τα άγρια βλέμματα και σκοτεινά πρόσωπά τους και με φοβέριζαν, των οποίων και μόνο η θεωρία είναι ανωτέρα πάσης κολάσεως. Και όχι μόνο τούτα, αλλά το χειρότερο ήταν που δεν μπορούσα να στερηθώ της θεωρίας τους. Διότι γυρίζοντας τα μάτια μου εδώ και εκεί, για να μη τους βλέπω, ήταν όμως αδύνατον να φύγω την θεωρία και τις φωνές τους. Διότι, απ’ όπου έστρεφα τους οφθαλμούς μου, τους έβλεπα.
Και ενώ αυτά έπασχα και στενοχωριόμουν, βλέπω ξαφνικά δύο λαμπρότατους νέους χαρούμενους, με χρυσά μαλλιά, που έλαμπαν όπως ο ήλιος, ενδεδυμένοι φορέματα αστράπτοντα. Οι νέοι τούτοι στάθηκαν προς δεξιά της κλίνης μου, ομιλώντας μυστικώς, ο ένας δε από αυτούς τους ωραίους νέους αρχίνησε να φοβερίζει με αυστηρά, αλλά και γλυκύτατη φωνή εκείνους τους μαύρους, λέγοντας προς αυτούς: άδικοι και παμμίαροι πονηροί δαίμονες, για ποιον προφθάνετε στον θάνατο των ανθρώπων και τους ταράσσετε και τους συγχύζετε με τις φλυαρίες και άγριες φωνές σας; Ω κακοί και αργιοπρόσωποι, μη πολύ χαίρεσθε, διότι δεν έχετε απόλαυση καμία, μόνο καθώς ήλθατε, έτσι και θα αναχωρήσετε κατησχυμένοι. Αυτά και άλλα όμοια έλεγε εκείνος ο λαμπρότατος νέος με γλυκύτατη φωή. Εκείνοι δε έφεραν στο μέσον τις εκ νεότητός μου κακές πράξεις, είτε εν λόγω είτε εν έργω, φλυαρώντας και φωνάζοντας όλα μου τα αμαρτήματα και άλλα περισσότερα, και εγώ έτρεμα και πρόσμενα τον θάνατο. Τότε ήρθε και ένας νέος χονδρός, βάρβαρος, του οποίου η μορφή ήταν σαν του οργισμένου λέοντα, και ήταν φορτωμένος διάφορα σιδηρά εργαλεία και ο οποίος δίνει τον θάνατο κάθε ανθρώπου. Βλέπουσα η ταπεινή μου ψυχή εκείνον τον τύραννο, εκυριεύθη από φόβο και τρόμο.
Τότε οι δύο νέοι λέγουν προς τον τύραννο εκείνο• τι στέκεις; λύσε τα δεσμά του σώματος καί μη της δώσεις πολύ πόνο, διότι δεν έχει πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Γεμίζοντας λοιπόν ένα ποτήρι εκείνος ο τύραννος μου το έδωσε να το πιω, καί εγώ μη θέλοντας το ήπια• καί ευθύς εξήλθε η ψυχή μου εκ του σώματος, με τρομερότατη βία. Ήταν δε τόσο πικρό και άνοστο το ποτό, που μη υποφέροντας την πικράδα, εξήλθε η ψυχή εκ του σώματός μου. Εξερχόμενη την ψυχή την έλαβαν οι νέοι εκείνοι, περιτυλίξαντες με τα επανωφόριά τους, εγώ δε παρατηρούσα το σώμα μου οπού κείτονταν νεκρό καί εθαύμαζα. Διότι δεν ήξερα ότι συμβαίνουν τούτα πάντα τον καιρό του θανάτου στον ταλαίπωρο άνθρωπο. Ενώ δε με κρατούσαν οι Άγγελοι, τους περικύκλωσαν οι άγριοι καί ανελεήμονες δαίμονες, καί μεγαλοφώνως έλεγαν• αυτή έχει πολλά αμαρτήματα, τα οποία έχομε γραμμένα, καί είναι ανάγκη να μας αποκριθείτε για όλα αυτά.
Και οι Άγιοι Άγγελοι εξέταζαν τι καλό έκαμα στη ζωή μου και το παρουσίαζαν, διότι και εγώ η πτωχή θα είχα κάμει το κατά δύναμιν για την ψυχή μου. Και εάν έδωσα σε κανένα πεινώντα άρτο ή διψώντα επότισα ή επισκέφθηκα ασθενή ή φυλακισμένο ή δέχθηκα ξένον καί τον ανέπαυσα' ή εάν επήγαινα στην Εκκλησία καί εστεκόμουν με φόβο Θεού και ευλάβεια ή εάν έβαλα έλαιο σε κανδήλια Εικόνας' ή εφίλιωσα κανέναν πού είχε έχθρα με τον πλησίον του• ή αν έκλαυσα για τις αμαρτίες μου ή με ύβρισε κανείς και υπέμεινα' ή αν έδωκα καλό παράδειγμα στους ανθρώπους για να κάμουν το καλό' ή εάν παρηγόρησα απηλπισμένον, για να έχει υπομονή καί να ελπίζει στον Θεό καί να κάμει έργα θεάρεστα' αν νήστευσα για την αγάπη του Θεού, αν εγκρατεύθηκα από ψεύδη και όρκους καί λόγια υβριστικά καί εν γένει πάντα τα καλά οπού έκαμα στον κόσμο τα ζύγισαν μετά των αμαρτημάτων καί διόρθωναν αυτά. Για όλα αυτά δυσαρεστούνταν οι δαίμονες και εξαγριώνονταν εναντίον μου, καί μάχονταν με τους Αγγέλους, δοκιμάζοντας πάντοτε να με αρπάσουν από τα χέρια τους και να με ρίψουν στον άχαρο Άδη.
Μετά από αυτά βλέπω τον αγιότατο Γέροντά μας Βασίλειο μετά της θεοχαρίστου δυνάμεώς του καί λέγει προς τους Αγγέλους' κύριοί μου, αυτή η ψυχή μου έκαμε πολλές υπηρεσίες καί με ανέπαυσε στα γηρατειά μου. Για τούτο παρεκάλεσα τον Θεό γι’ αυτήν καί μου την εχάρισε η ευσπλαχνία Του. Μ’ όλον τούτο δεχθείτε καί αυτά, για να πληρώσετε βαίνοντες τα εναέρια τελώνια τα χρέη της, να την εξαγοράσετε εκ των δαιμόνων. Διότι εγώ με την χάρη του Θεού είμαι πολύ πλούσιος στα ουράνια και θεϊκά χαρίσματα, αυτά τα εσύναξα εκ των πολλών κόπων και ιδρώτων και της τα χαρίζω να ξαναγορασθεί. Μου φάνηκε δε πως ήταν μία σακούλα γεμάτη φλουριά• δίδοντας δε αυτά στους Αγγέλους έγινε άφαντος. Όταν είδαν αυτά εκείνοι οι μαύροι, έμειναν, μη δυνάμενοι να στερεώσουν την κακία τους, καί ευρισκόμενοι πολλή ώρα σε σύγχυση και απελπισθέντες καί μουγκρίζοντας αναχώρησαν από εμάς.
Μετά από αυτά ήλθε πάλι ο Άγιος Γέροντάς μας, φέρων πολλά αγγεία γεμάτα από αγίου ελαίου, τα οποία κρατούσαν ευμορφότατοι νέοι με χρυσά μαλλιά, καί διέταξε να τα ανοίξουν καί να τα ρίψουν ένα προς ένα όλα επάνω μου. Χύνοντας δε αυτά, γέμισα θαυμαστής και ουρανίας ευωδίας, καί καθαρισθείσα, έγινε το πρόσωπό μου λαμπρό καί ευγενές, έβλεπα τον εαυτό μου καί ήμουν εύμορφη καί άσπρη σαν το χιόνι καί γέμισα από θεϊκής ευφροσύνης. Τότε είπε ο Άγιος Γέροντάς μας προς τους νέους' κύριοί μου, αφού τελέσετε όσα χρήσιμα ανήκουν στην ψυχή αυτή, φέρετέ την στην ουράνια κατοικία, την οποία μου έχει έτοιμη ο Θεός για να κατοικώ με τα πνευματικά μου τέκνα. Καί έτσι αναχώρησε από εμάς. Υψώνοντας οι Άγγελοι τις χρυσοειδείς πτέρυγές τους πέταξαν στον αέρα ως τα σύννεφα, όταν τα διώκει ο άνεμος, καί κρατώντας με ανεβαίναμε κατά ανατολάς.
1. Το τελώνιο της καταλαλιάς.
Εκεί συναντήσαμε το τελώνιο της καταλαλιάς, δηλαδή της κατακρίσεως, οπού ήταν μία σύναξη μαύρων, στο μέσον δε καθόταν ο πρώτος τους με πολλή πονηρία, καί ευθύς σταθήκαμε. Μάρτυς μου δε ο Κύριος, τέκνο μου Γρηγόριε, πως όσους κατέκρινα εν τη ζωή μου, μου είπαν όλων τα ονόματα και την ώρα, ως καί μία λέξη μου φανέρωσαν, καί ζητούσαν δίκη. Καί όχι μόνον το αληθές, αλλά καί σε πολλά με συκοφαντούσαν εκ της πονηρίας τους. Καί εάν είπα λόγο με άλλον σκοπό, και αυτόν ως κατάκριση εξεζητούσαν λογαριασμό. Χάριν λόγου, εάν είπα τίποτε από αγάπη ή με σκοπό για να διορθωθεί ο πταίστης, σε όλα λέγω αυτά ερωτούσαν τους Αγγέλους να τους αποκριθούν. Οι Άγγελοι τους απεκρίθησαν στα αληθινά και τους τα πλήρωσαν από εκείνα οπού μου είχε χαρίσει ο Γέροντάς μας καί έτσι ανεχωρήσαμε ευθύς από αυτούς,
2. Το τελώνιο της ύβρεως.
Καί αναβαίνοντας λίγο, μας συναπάντησε το τελώνιο της ύβρεως. Καί ξοδεύοντας καί σ’ εκείνο, όπως καί στο πρώτο, ανεχωρήσαμε ανενόχλητοι δι’ ευχών του Πατρός μας. Καί αναβαίνοντας συνομιλούσαν οι Άγγελοι λέγοντας' αληθώς μεγάλη ωφέλεια καί χάρη βρήκε τούτη η ψυχή από τον αγαπημένο δούλο του Θεού Βασίλειο' αλλιώς θέλαμε να στενοχωρηθούμε πολύ εκ τούτων των τελωνίων.
3. Το τελώνιο του φθόνου.
Ενώ έλεγαν αυτά οι Άγγελοι, φθάσαμε στο τελώνιο του φθόνου, καί μη έχοντας, χάριτι θεία, εκείνοι οι αγριοπρόσωποι μαύροι κατηγορία να μου πουν, ανεχωρήσαμε χαρούμενοι. Μ’ όλο τούτο έτριζαν τα δόντια τους μετά πολλής κακίας καί θυμού κατ’ εμού καί αν ήταν δυνατόν να μας καταπιούν.
4. Το τελώνιο του ψεύδους.
Καί αναβαίνοντας σε πολύ ύψος συναντήσαμε το τελώνιο του ψεύδους, στο οποίο ήταν πολύ πλήθος μαύροι, καί τα πρόσωπα αυτών πολύ άσχημα καί μισητά. Ο πρώτος αυτών καθόταν μετά πολλής αλαζονείας καί ως μας είδαν, έρχονταν ως ληστές προς εμάς, τρέχοντες μετά κραυγής καί ταραχής, καί έφερναν πολλές αποδείξεις καί πολλά ψέματα, τα οποία ως ανόητος πολλάκις ομίλησα, κρύψασα την αλήθεια στην παιδική μου ηλικία. Πλην αυτοί παρουσιάζοντες αυτά, τον καιρό οπού τα είπα, την θέση, την υπόθεση, καί τα πρόσωπα οπού είπα το κάθε ψεύδος, ζητώντας δίκη. Αλλ’ οι Άγγελοι πράξαντες όπως καί στα άλλα, καί δια της προς εμέ ελεημοσύνης του Πατρός μας, ελευθερώθηκα καί απ’ αυτά.
5. Το τελώνιο του θυμού καί της οργής.
Και αναβαίνοντας λίγο φθάσαμε στο τελώνιο του θυμού καί της οργής. Εδώ βρήκαμε σύναξη πολλών μαύρων, και ο πρώτος αυτών καθόταν ως είδωλο, πολύ εξαγριωμένος, καί πρόσταξε μετ’ οργής καί φωνής τόσο αγρίας, οπού δεν μπορούσαμε να διακρίνομε τι έλεγε στους παραστεκαμένους δαίμονες. Αυτοί δε πλήρεις κακίας δαγκάνονταν καί τρώγονταν μεταξύ τους, όπως οι σκύλοι οι λυσσασμένοι, και φωνάζοντας ως άγρια θηρία, μας έβλεπαν με μεγίστη κακία, καί με εξέταζαν, όχι μόνο σε όσα αληθώς με οργή και θυμό φιλονικούσα με κανένα ή με άγριο βλέμμα τον έβλεπα, αλλά καί όσα ομιλούσα με αγάπη και συμβούλευα τα τέκνα μου ή τα τιμωρούσα καί οργιζόμουν εναντίον τους. Όλα αυτά, λέγω, ένα προς ένα μου τα εφώναζαν, καί ή είχα φοβερίσει κανένα καί αναχωρούσα δυσαρεστημένη, ή είχα έχθρα καί μνησικακούσα εναντίον κάποιου. Ότι φέρσιμο και κίνημα έκαμνα, τα αυτά σχήματα και κινήματα έκαμναν καί αυτοί' τρέχοντες εναντίον μας, αναφέροντας τα ονόματα των ανθρώπων, την εποχή καί τις αυτές λέξεις καθαρώς, καθώς τις έλεγα εγώ όταν θύμωνα. Πληρώσαντες δε καί εκεί το χρέος ανεχωρήσαμε.
6. Το τελώνιο της υπερηφάνειας,
Αναβαίνοντας λίγο, μας συνάντησε το τελώνιο της υπερηφάνειας. Καί ψάχνοντας οι δαίμονες μήπως βρουν τίποτε για να με κατηγορήσουν, όμως δεν βρήκαν, επειδή ήμουν πτωχή καί δεν μπορούσα να υπερηφανευθώ. Γι’ αυτό περάσαμε ανεξόδως.
7. Το τελώνιο της βλασφημίας.
Καί αναβαίνοντας φθάσαμε το τελώνιο της βλασφημίας. Ο αρχηγός των δαιμόνων του τελωνίου τούτου καθόταν με πολλή αγριότητα καί παρ’ ευθύς οπού μας είδαν, έτρεχαν προς εμάς εξαγριωμένοι, τρίζοντας τους οδόντας, σκληρίζοντας καί βλασφημώντας και κάμνοντας διάφορα σχήματα. Με φοβέριζαν καί εγώ έτρεμα, αυτοί δε βεβαιώσαν ότι είχα βλασφημήσει τρεις φορές στην νεότητά μου. Αλλ’ οι Άγγελοι έφεραν απόδειξη την μετάνοια καί εξομολόγηση, και πληρώσαντες το ικανό ανεχωρήσαμε.
8. Το τελώνιο της μωρολογίας καί της φλυαρίας.
Καί πηγαίνοντας συναντήσαμε το τελώνιο της μωρολογίας καί φλυαρίας, και μας ζητούσαν οι δαίμονες να ανταποκριθούμε στις φλυαρίες και αισχρές μωρολογίες μου, τις οποίες είπα εκ νεότητός μου. Αλλά καί τα σατανικά τραγούδια εβεβαίωσαν ως αληθή. Καί να αποκριθώ δεν ήξερα, άλλα απορούσα πώς τα ενθυμούνται, ενώ εγώ εκ της πολυκαιρίας τα είχα λησμονήσει. Δίνοντας όμως καί εκεί το ανάλογο ανεχωρήσαμε.
9. Το τελώνιο του τόκου και του δόλου.
Καί αναβαίνοντας την άγνωστο καί σκοτεινή φοβερά στράτα φθάσαμε στο τελώνιο του τόκου καί του δόλου, το οποίο εξετάζει τους τοκογλύφους καί εκείνους όπου γελούν τους άλλους και τους παίρνουν την περιουσία τους. Αρχίνησαν λοιπόν καί με εξέταζαν, εάν απάτησα κανένα καί του επήρα το πράγμα του. Αλλ’ επειδή δεν μπορούσαν να το αποδείξουν, έτριζαν τους οδόντας τους καί με φοβέριζαν.
10. Το τελώνιο της οκνηρίας καί το ύπνου.
Αναχωρώντας από εκεί καί αναβαίνοντας εκείνη την στράτα, της οποίας το μάκρος νους ανθρώπινος δεν δύναται να μετρήσει, φθάσαμε στο τελώνιο της οκνηρίας καί του ύπνου. Εξέταζαν εδώ εάν κοιμόμουν καί ώκνεσα να σηκωθώ να υπάγω στην Εκκλησία ή αν από την οκνηρία και αμέλεια δεν έκαμα το καλό οπού μπορούσα να κάμω. Αλλά χάριτι θεία, μη έχουσα ενοχή σ’ αυτά, περάσαμε από εκεί ελευθέρως.
11. Το τελώνιο της φιλαργυρίας.
Καί αναβαίνοντας απαντήσαμε το τελώνιο της φιλαργυρίας, στο οποίο ήταν πολύ ομίχλη με σκότος. Καί εξετάζοντάς με τούτοι οι μαύροι καί μη βρίσκοντας ένοχο, επειδή καί ήμουν σε όλη την ζωή μου πτωχή, φύγαμε και από αυτούς ανενόχλητοι.
12. Το τελώνιο της μέθης.
Καί αναβαίνοντας φθάσαμε στους δαίμονες της μέθης, οι οποίοι πρόσμεναν ως άρπαγες λύκοι, ζητούντες να καταπιούν κάποιον. Αλλ’ επειδή δεν έχουν εξουσία παρά Θεού να εξετάζουν όλες τις ψυχές, ήλθαν οι συνοδεύοντές με Άγγελοι καί εξέταζαν το κρασί όπου ήπια σε όλη μου την ζωή. Οι δε δαίμονες φώναζαν' δεν ήπιες τόσα ποτήρια κρασί στην δείνα εορτή; και ήταν παρούσες η δείνα καί η δείνα; δεν μέθυσες την δείνα ημέρα; δεν ήπιες όταν επήγες στον δείνα άνθρωπο καί την δείνα γυναίκα έτερα τόσα ποτήρια κρασί καί ήσαν παρόντες οι δείνα άνθρωποι; Αυτά και ετέρα όμοια έλεγαν καί δοκίμαζαν να με αρπάσουν ως άγρια θηρία. Πάντα δε όσα μου είπαν ήσαν αληθινά. Οι δε Άγγελοι έφερναν καί αυτοί στο μέσον τα κατορθώματα καί καλά μου έργα, δίνοντας δε καί εκεί μερική πληρωμή από εκείνα οπού μου εχάρισε ο Γέροντάς μας, τους αφήσαμε. Αναβαίνοντας δε μου έλεγαν οι συνοδεύοντές με Άγγελοι' βλέπεις πόσον κίνδυνο έχει η ψυχή έως ότου να περάσει τα ακάθαρτα τελώνια καί εναέρια δαιμόνια; Εγώ δε τους απεκκρίθηκα: ναί, κύριοί μου, μέγας κίνδυνος στις ελεεινές ψυχές καί πιστεύω ότι δεν δύναται να περάσει κανείς αταράχως' νομίζω ότι κανένας από τους ζώντας ανθρώπους δεν γνωρίζει αυτά οπού συμβαίνουν στην ψυχή' Αλλοίμονο! Τι αναμένει την ψυχή του καθενός μετά τον θάνατο, καί εμείς αμελούμε καί δεν φροντίζομε οι ανόητοι. Απεκρίθησαν δε οι Άγγελοι ότι οι Γραφές διαλαμβάνουν τα πάντα, αλλ’ η πολυτέλεια, οι τροφές, οι ηδονές καί αναπαύσεις του κόσμου τυφλώνουν τους ανθρώπους καί δεν τα βλέπουν, ούτε τα συλλογίζονται, αλλά ζουν ωσάν να μη έχουν να αποθάνουν καί αμελούν τα καλά έργα, μάλιστα δε την αγάπη καί ελεημοσύνη, η οποία δύναται να βοηθήσει την ψυχή περισσότερο από τα αλλά έργα, καί να περάσει τα τελώνια χωρίς ενόχληση. Αλλά τούτοι είναι ολίγοι. Αλλοίμονο στους μη έχοντες καλά έργα! Διότι έρχεται έξαφνα ο θάνατος καί τους αρπάζει, καί δικαίως θέλοντας να περάσουν από εδώ τους αρπάζουν οι δαίμονες καί εν ριπή οφθαλμού τους κατεβάζουν στους σκοτεινούς καί βρωμερούς τόπους του Άδου, φυλάττοντας αυτούς μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας και φοβέρας Κρίσεως. Αυτά βεβαίως ήθελες να πάθεις καί συ, εάν έλειπε η ευσπλαχνία του Θεού καί η ελεημοσύνη του δούλου Αυτού Βασιλείου.
13. Το τελώνιο της μνησικακίας.
Λέγοντας αυτά καί αναβαίνοντας απαντήσαμε το τελώνιο της μνησικακίας, το οποίο εξετάζει εκείνους οπού έχουν έχθρα με τον γείτονά τους καί δεν θέλουν να συγχωρήσουν κατά την εντολή του Θεού εκείνον οπού τους έφταιξε. Πλησιάζοντας προς εκείνο το κατηραμένο, πήδησαν οι δαίμονες ως ληστές απάνω μου, ζητώντας στα κατάστιχά τους να βρουν κανένα φταίξιμο, αλλά χάριτι θεία, δεν βρήκαν τίποτε, καί καταντροπιασθέντες φώναζαν' λησμονήσαμε να τα γράψομε, καί άλλα τέτοια ψέματα, καί έτσι ανεχωρήσαμε από εκεί, χωρίς να πληρώσομε τίποτε. Καί επειδή είχα λάβει θάρρος, ρώτησα τους Αγγέλους: που τα ξέρουν τούτοι οι άδικοι τα πταίσματα του κάθε ανθρώπου; Καί μου απεκρίθη ο ένας' δεν γνωρίζεις ότι μετά το Βάπτισμα κάθε Χριστιανός λαμβάνει έναν Άγγελο μαζί του ως φύλακα, χωρίς να τον βλέπει, δια να τον οδηγεί στο καλό, να γράφει όλα τα καλά του έργα; Ομοίως δε τον ακολουθεί καί ένας διάβολος και γράφει τις κακές του πράξεις. Άμα λοιπόν αμαρτήσει ο άνθρωπος, ευθύς μηνά στο τελώνιο οπού ανήκει η αμαρτία, λόγου χάριν, όταν κλέψει, στο τελώνιο της κλεψιάς, όταν βλασφημήσει, στο τελώνιο της βλασφημίας, όταν πορνέψει στο τελώνιο της πορνείας. Και λοιπόν κάθε τελώνιο γράφει, καί άμα θα περάσει η ψυχή εκεί, εμποδίζεται από αυτό καί ρίπτεται στον Άδη, και κατοικεί εκεί έως να έλθει η φοβερά ημέρα της Κρίσεως. ΙΙλήν εάν είναι περισσότερα τα καλά έργα της ψυχής, τα οποία θα παρουσιάσει ο φύλακάς της Άγγελος, περνά ελεύθερα, καί πάλι την συναντά άλλο τελώνιο. Τούτα όλα γίνονται στους Ορθόδοξους Χριστιανούς, των οποίων ο δρόμος τους είναι στον Χριστό, στους δε ασεβείς δεν βαστούν κατάστιχα, ούτε τους μέλλει, ούτε τους βιάζουν στην αμαρτία.
14. Το τελώνιο της μαγείας καί γοητείας.
Αφήνοντας το τελώνιο της μνησικακίας, φθάσαμε στο τελώνιο της μαγείας και της γοητείας, το οποίο εξετάζει τους μάγους και γόητες. Τούτα δε τα δαιμόνια είχαν μορφές ωσάν θηρία, ωσάν φίδια, ωσάν σκύλοι και βόδια άγρια καί άλλα ζώα με την πλέον άσχημη θεωρία. Αλλά χάριτι θεία μη έχοντα περί τούτων τίποτε να με εξετάσουν, ούτε καν λόγο να μας πουν ανεχωρήσαμε. Καί έτσι αναβαίνοντας, πάλι ρώτησα τους Αγγέλους λέγουσα' με τι τρόπον δύνανται στον κόσμο να συγχωρηθούν τα αμαρτήματα του ανθρώπου καί να εξαλειφθούν από τις βίβλους των εναέριων δαιμονίων; Καί μου απεκρίθησαν' Τα πάντα δύνανται να εξαλειφθούν καί να συγχωρηθούν, όταν ο άνθρωπος μετανοήσει καί εξομολογηθεί τις αμαρτίες του καί πληρώσει τον κανόνα του Πνευματικού του καί λάβει την συγχώρηση. Τότε παρ' ευθύς καί εκ των βίβλων των δαιμόνων εξαλείφονται. Εάν κάμει κανείς, καθώς εσύ έκαμες, καί ντραπεί να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και νομίσει ότι τον φθάνει μόνο η αποχή της αμαρτίας καί η εξομολόγηση μόνο στον Θεό, κι αν λέγω έτσι κάμει, δεν συγχωρούνται οι αμαρτίες του. Διότι ο Κύριος έδωσε την χάρη στους Αποστόλους να δένουν καί να λύνουν επί της γης, οι δε Απόστολοι έδωσαν την χάρη καί την ίδια εξουσία στους Αρχιερείς καί Πνευματικούς, και θέλει ο Κύριος να φυλάγεται το Μυστήριο. Αυτός γαρ είπε «όσα αν λύσητε επί της γής, έσται λελυμένα». Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να εξομολογηθεί ο άνθρωπος στον Πνευματικό καί να πληρώσει τον κανόνα και έτσι να εξαλειφθούν οι αμαρτίες του από τις βίβλους των δαιμόνων. Καί άμα ιδούν οι δαίμονες πως εξαλείφθηκαν από τις βίβλους τους οι αμαρτίες των ανθρώπων, συγχύζονται καί ταράσσονται καί βάζουν τα δυνατά τους να τους ρίξουν σε άλλα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Γι’ αυτό η εξομολόγηση και η μετάνοια είναι αιτίες να νικήσουν οι άνθρωποι τα εναέρια τελώνια καί να περάσουν ελευθέρως όλα τα ενάντια. Οι πολλοί όμως φοβούνται τον βαρύ κανόνα των αυστηρών Πνευματικών καί διαμοιράζουν τα αμαρτήματα τους καί εξομολογούνται λίγα στον κάθε ένα Πνευματικό, για να αποφύγουν τον κανόνα. Τούτοι είναι απατημένοι, διότι αυτή δεν είναι μετάνοια, αλλά πονηρία. Οι άνθρωποι πρέπει να διαλέγουν τον καλό Πνευματικό καί σ’ όλη τους την ζωή να μη τον αλλάζουν χωρίς ανάγκη. Αλλιώς δεν ημπορούν να φύγουν τα εναέρια τούτα τελώνια.
15. Το τελώνιο της γαστριμαργίας καί πολυφαγίας
Αναβαίνοντας καί ομιλώντας αυτά και άλλα όμοια συναντήσαμε το τελώνιο της πολυφαγίας. Τούτοι οι δαίμονες ήσαν παχείς ωσάν τους χοίρους, άγριοι και δυνατοί περισσότεροι από τους άλλους, καί άμα με είδαν έτρεχαν καταπάνω μου γαβγίζοντας, σκληρίζοντας, καί φανέρωσαν τις κρυφοφαγίες καί πολυφαγίες μου, τις οποίες από παιδική μου ηλικία έκαμα, τρώγοντας από την αυγή έως το βράδυ χορταστικά, καθώς καί εάν στις αγίες Τεσσαρακοστές έτρωγα από της πρώτης ώρας χωρίς προσευχή. Αυτά και άλλα όμοια λέγοντες με κατηγορούσαν πώς δέν έπραξα τις υποσχέσεις οπού έδωσα στο άγιο Βάπτισμα' υποσχέθηκα να τους αρνηθώ καί τα έργα αυτών, αλλ’ εγώ πάλι τους έκαμνα τα θελήματά τους. Από το άλλο μέρος οι Άγγελοι μάχονταν καί έφερναν προς βοήθειά μου τα καλά έργα μου, καί έτσι ανεχωρήσαμε από αυτούς.
16. Το τελώνιο της ειδωλολατρίας
Καί σύντομα φθάσαμε στο τελώνιο της ειδωλολατρίας καί των διαφόρων αιρέσεων. Αλλ’ ουδέ λέξη μας είπαν, καί ανεχωρήσαμε ευθύς.
17. Το τελώνιο της αρσενοκοιτίας.
Καί αναβαίνοντας λίγο, απαντήσαμε το τελώνιο της αρσενοκοιτίας, το οποίο εξετάζει τους αρσενοκοίτας. Ο πρώτος αυτών καθόταν υψηλά ως φοβερός δράκων με άσχημο πρόσωπο, έχοντας υπό τις διαταγές του χίλια δαιμόνια, άλλαξε δε χιλιάδες μορφές, πότε μεν φαινόταν ως δράκων, πότε ως ποντικός, καί πότε ως αγριόχοιρος εξαγριωμένος, πότε ως θηριόψαρο της θαλάσσης. Τριγύρω του ήσαν ακαθαρσίες καί βρώμα ανυπόφορος, καί πάνω επί τραπέζης κείτονταν καί αναπαυόταν, οι δε υπηρέτες του, οι οποίοι εξέταζαν τα αμαρτήματα, ήσαν ως αγάλματα καί εξαγριωμένοι κατά πάνω μου. Αλλά βλέποντας ότι ήμουν γυναίκα, δεν είχαν τίποτε να κατηγορήσουν, ούτε πως κοιμήθηκα με άλλη γυναίκα καί αμάρτησα. Καί χάριτι θεία ελευθερώθηκα από την ακαθαρσία αυτών καί πλησιάσαμε στην θύρα του ουρανού. Αναβαίνοντας δε μου έλεγαν οι Άγγελοι ότι πολλές ψυχές φθάνουν έως εκεί ανεμποδίστως από των άλλων τελωνίων, για να προσκυνήσουν τον Άγιο Θρόνο του Θεού, καί αυτό το τελώνιο της αρσενοκοιτίας τους γκρεμίζει στον άχαρη Άδη για την αισχρή πράξη της αρσενοκοιτίας, διότι ετούτη η κατηραμένη αρσενοκοιτία παροργίζει τον Θεό περισσότερο από όλες τις άλλες αμαρτίες.
18. Το τελώνιο των χρωματοπροσώπων
Ομιλώντας γι’ αυτά φθάσαμε στο τελώνιο οπού εξετάζει τις γυναίκες καί τους άνδρες οπού βάζουν φτιασίδια και στολίζουν τα πρόσωπά τους με διαφόρων χρωμάτων ευωδίες, επειδή την μορφή οπού τους έδωσε ο Θεός δεν τους άρεσε, αλλά την καταφρόνησαν καί την απόβαλαν θεληματικώς καί δέχθηκαν την δική τους μορφή. Καί ετούτη έλεγαν το έκαμε δύο φορές, γι’ αυτό είναι δίκαιο να την πάρομε εμείς. Οι δε Άγγελοι έφερναν τις καλές μου πράξεις στο μέσον καί με πολύ κόπο πληρώσαντες ικανά αναχωρήσαμε.
19. Το τελώνιο της μοιχείας.
Καί αναβαίνοντας φθάσαμε στο τελώνιο της μοιχείας, το οποίο εξετάζει τους μοιχούς καί τις μοιχαλίδες, εκείνους δηλαδή οπού, ενώ είναι παντρεμένοι, πηγαίνουν με ξένους συζύγους καί μολύνουν το στεφάνι τους. Καί μαζί με τούτους εξετάζει καί τους παραφύση αμαρτάνοντας άνδρες στις γυναίκες τους όλους τους μιαρούς που μολύνουν τα στεφάνια τους. Αλλ' επειδή χάριτι θεία δεν είχαν σε αυτά να με κατηγορήσουν τα δαιμόνια, ανεχωρήσαμε και εντεύθεν.
20. Το τελώνιο του φόνου
Καί αναβαίνοντας λίγο εφάνη το τελώνιο του φόνου, το οποίο εξετάζει τους φονείς και όσους από θυμό κτύπησαν κανένα, καί εν συντόμω να ειπεί κανείς ζυγίζουν πάσα αδικία. Γι’ αυτό ξοδέψαμε καί εκεί ένα τι καί ανεχωρήσαμε.
21. Το τελώνιο της κλοπής,
Αναβαίνοντας δε συναντήσαμε το τελώνιο της κλοπής. Καί εξέταζαν εκείνοι οι τύραννοι της ζωής μου όλες τις κακές πράξεις, πληρώσαμε δε καί εκεί μικρό καί ανεχωρήσαμε.
22. Το τελώνιο της πορνείας
Καί αναβαίνοντας μακράν επάνω πλησιάσαμε στη θύρα του ουρανού καί φθάσαμε στο τελώνιο της πορνείας. Ο μεγάλος αυτών φορούσε ένα φόρεμα ραντισμένο με αφρούς καί αίματα καί χαιρόταν σα να ήταν λαμπροστολισμένος με βασιλικό φόρεμα. Μου είπαν δε οι Άγγελοι ότι τούτο έγινε από τις πολλές ακαθαρσίες καί πορνείες των ανθρώπων. Άμα μας είδαν, πήδησαν πάνω μας καί θαύμαζαν πώς μπορέσαμε καί περάσαμε τόσα τελώνια και φθάσαμε προς αυτούς, καί έτσι αρχίνησαν να εξετάζουν ένα καθένα. Καί ουχί μόνον τα αληθή μου έργα έλεγαν καί με κατηγορούσαν, αλλά καί πολλά ψέματα, φέροντες τα ονόματα των εραστών μου. Καί αυτά λέγοντας, δοκίμαζαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων καί να με ρίψουν στον άχαρη Άδη. Καί οι Άγγελοι έλεγαν' τα πάντα προ πολλού τα παραίτησε. Αλλ’ εκείνοι τους αντέλεγαν λέγοντας' καί ημείς γνωρίζομε ότι τα είχε παραιτήσει, αλλά μας αγάπα καί για τούτο ποτέ δεν μας απαρνιόταν, αλλά τα είχε στην καρδιά της κριμένα και δεν τα εξομολογήθηκε ποτέ στον Πνευματικό, ούτε τράβηξε κανόνα, ούτε συγχώρηση έλαβε από Πνευματικό, καί πόθεν αυτή έλαβε την τόση πολλή χάρη καί λάμπει ωσάν τον ήλιο; Καί απορούσαν καί ζητούσαν να με κρατήσουν ή να ζυγίσουν τα καλά μου έργα με τα δικαιώματα τους, για να με εξαγοράσουν. Οι δε Άγγελοι με υπερασπίζονταν καί δίδοντας κατά το ζήτημά τους καί λαμβάνοντάς με φύγαμε καί έτριζαν τους οδόντας τους εκείνοι οι ακάθαρτοι δαίμονες, διότι ανελπίστως από αυτούς γλίτωσα. Μου έλεγαν δε οι άγιοι Άγγελοι' ήξευρε ότι από τούτο το τελώνιο ολιγοστές ψυχές δύνανται να περάσουν χωρίς μεγάλη ζημία τους. Διότι οι άνθρωποι του κόσμου από την πολυφαγία καί από την κακή επιθυμία της πορνείας, καί μάλιστα εκείνοι οπού δεν γνωρίζουν τις Γραφές καί το βάρος των αμαρτιών τους καί την κρίση καί τιμωρία οπού κάμνει ο Θεός σ’ αυτούς, καί οι περισσότεροι των ανθρώπων από ετούτο το τελώνιο πίπτουν στον σκοτεινό καί άχαρη Άδη. Εσύ όμως με την βοήθεια του Γέροντός σου γλίτωσες από τα χέρια και τούτου του τελωνίου, και φόβο πλέον δεν έχεις από εδώ καί επάνω, με την χάρη καί ευσπλαχνία του Θεού, διότι χάριν του δούλου Του Βασιλείου σε ελέησε.
23. Το τελώνιο της ασπλαχνίας
Καί λέγοντας μου αυτά, συναντήσαμε το τελώνιο της ασπλαχνίας καί σκληροκαρδίας, το οποίο εξέταζε μετά μεγάλης κακίας καί ακριβείας τους ανελεήμονες καί μισαδέλφους καί έκαμνε όλα τα σχήματα εκείνα οπού κάμνουν εκείνοι οπού πάσχουν από πτώχεια καί ασθένεια καί κάθε ανάγκη, με τα οποία ζητούν ελεημοσύνη' πότε δε πάλι εξαγριώνονταν καταπάνω μας με όλο του το τάγμα. Εξετάζοντας δε καί μη βρίσκοντάς με άσπλαχνο, αλλά ελεήμονα, διότι έδινα των πτωχών κατά την δύναμή μου ελεημοσύνη, καί καταντροπιασθέντες σιωπούσαν καί έτσι ανεχωρήσαμε απ’ αυτών. Καί μου έλεγαν οι Άγγελοι' οι περισσότεροι άνθρωποι φύλαξαν τα προστάγματα του Θεού καί για να μη έχουν ευσπλαχνία να ελεούν τους πτωχούς, πέρασαν όλα τα τελώνια καί έφθασαν έως εδώ, καί από ετούτο το τελώνιο εμποδισθέντες κρημνίστηκαν στον Άδη.

Η πύλη του Ουρανού.
Καί αναβαίνοντας χαίροντες είδαμε την θύρα του ουρανού, η οποία ακτινοβολούσε ως κρύσταλλο φωτεινό. Καί η κατασκευή της ήταν θαυμαστή καί ουράνιος, φεγγοβολούσα από άστρα με χρώμα ως του καθαρού χρυσού, με υπερθαύμαστη καί ουράνια ωραιότητα, την οποία νους ανθρώπινος δεν δύναται να φαντασθεί ούτε γλώσσα ανθρώπινος να διηγηθεί, διότι είναι πράγματα ουράνια καί ανερμήνευτα.
Ο θυρωρός ήταν ένας νέος αστραπόμορφος με ζώνη καί μαλλιά χρυσά καί μας εδέχθη μετά μεγάλης χαράς καί δόξαζε τον Θεό οπού πέρασε η ψυχή μου ελευθέρως από τον κίνδυνο καί τα σκοτεινά εναέρια δαιμόνια. Καί εμβαίνοντες στον ουρανό σχιζόταν καί έφευγε από μπροστά μας το νερό οπού είναι επάνω από τον ουρανό καί άμα θέλαμε περάσει, γύριζε πάλι στον τόπο του το νερό.
Περνώντας δε το ύδωρ τούτο, φθάσαμε σ’ ένα τρομερό καί ακατανόητο αέρα, επί του οποίου ήταν εξαπλωμένο ένα σκέπασμα χρυσοΰφαντο καί εσκέπαζε εκείνο το φοβερό πλάτος του αέρος. Κάτωθεν δε αυτού ήταν πλήθος αστραπόμορφων ωραιότατων νέων, οι οποίοι φορούσαν στολή πύρινη καί ακτινοβολούσαν ως ο ήλιος, οι δε τρίχες τους ήταν ως αστραπή καί οι πόδες τους άσπροι υπέρ το χιόνι, λάμποντας φως ουράνιο. Βλέποντές μας, διέτρεχαν όλοι καί με συνέχαιραν καί ευφραίνοντο για την σωτηρία μου ψάλλοντες με φωνή λιγυρά καί χαρμόσυνο μελωδία την οποία ου δύναται γλώσσα να διηγηθεί! Εγώ λοιπόν ήμουν όλη χαρά καί αγαλλίαση καί πορευόμεθα προς προσκύνηση του αστραπόμορφου θρόνου του φοβερού Θεού καί Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διαβαίνοντας δε είδαμε σύννεφα, όχι όπως τα συνηθισμένα, οπού φαίνονται κάτωθεν του ουρανού, αλλά ως άνθος εκατονταπλασίως υπερβαίνον παν άνθος στην θεωρία καί ευωδία, τα οποία σύννεφα διεχωρίσθησαν για να περάσομε. Τότε πάλι είδαμε έτερο ξαπλωμένο, λευκό ως το φώς και αυτό έκαμε ως το πρώτο, μετά δε τούτο φάνηκε ένα άλλο σύννεφο χρυσόμορφο, από το οποίο εξήρχοντο αστραπές και πυρ, και τούτο έκαμε ωσάν τα άλλα. Καί πηγαίνοντας λίγο είδαμε αυλή σκεπασμένη με χρυσοΰφαντα καί άλλα είδη, τα οποία δεν δύναμαι να διηγούμαι, άνθη ευωδέστατα ουράνια καί άλλα ανεκδιήγητα, στεκόταν δε εκεί καί ένας άνθρωπος αστραπόμορφος, εξερχόταν δε τόση γλυκύτατη ευωδία από του Θεού οπού δεν δύναται γλώσσα να διηγηθεί.
Μετά από αυτά πορευθήκαμε λίγο και είδαμε σε άμετρο ύψος τον θρόνο του Θεού μυριοβαφή, αστραποβολούντα καί φωτίζοντα άπαντα. Εκεί είναι η χαρά των Δικαίων καί η ευφροσύνη καί αγαλλίαση των αγαπησάντων Αυτόν, γύρωθεν δε του θρόνου του Θεού έστεκε πλήθος άπειρο ωραιότατων καί αστραπόμορφων νέων, φορούντων πολύτιμα φορέματα καί χρυσές ζώνες. Τα όσα είδα εκεί, τέκνον Γρηγόριε, δεν δύναμαι να σου τα διηγηθώ, αλλ’ ούτε ο δικός σου νους μπορεί να τα κατανοήσει.
Φθάσαμε τέλος αντίκρυ του φοβερού Θρόνου του Θεού ο οποίος ήταν στολισμένος με αλήθεια, καλοσύνη καί δικαιοσύνη, καί είδαμε θαυμαστή και απερίγραπτη δόξα. Τότε οι Άγγελοι οπού με οδηγούσαν έψαλλαν τοίς εις τον φοβερό εκείνον Θρόνο, δοξάζοντες μετά φόβου τον αόρατο Θεό, που αναπαύεται επ’ αυτού, προσκυνήσαντες δε πάλι τρις τον Πατέρα καί τον Υιό καί το Άγιο Πνεύμα καί έπειτα μαζί με εμάς όλο το πλήθος οπού στεκόταν γύρωθεν του Θρόνου και όλοι εδόξασαν Τον καθήμενον επί του Θρόνου και χαίρονταν για την σωτηρία μου.
Τότε ακούσαμε φωνή σιγανή από εκείνου του ύψους, γεμάτη από γλυκύτητα και ευφροσύνη, λέγουσα προς τους οδηγούντας με Αγγέλους' οδηγήσατέ την σε όλες τις κατοικίες και στον Παράδεισο και στα καταχθόνια, καθώς κάμνετε σε όλες τις ψυχές, και ακολούθως αναπαύσατέ την στον τόπο και την κατοικία του δούλου μου Βασιλείου, διότι εκεί με παρεκάλεσε να την αναπαύσω.
Αναχωρήσαντες δε από εκεί χαρούμενοι, επισκεφθήκαμε τις κατοικίες των Αγίων, οι οποίες ήσαν άμετροι και έλαμπαν όπως οι ακτίνες του ηλίου και τα άλλα μυριόστομα και φωτεινά χρώματα, ήταν δε εκεί και ένας κάμπος αθεώρητος στο μάκρος και φάρδος, στολισμένος με διάφορα άνθη και ευωδίες. Από εκεί αναβρύει βρύση της αθανάτου ζωής, εκεί είναι οι θεόκτιστοι ως πυραμίδες κατοικίες των Αγίων, μέσα στις οποίες αναπαύονται, από εκεί δε εξέρχονται φοβερές ακτίνες. Είναι αυτές οι κατοικίες όπως τα βασιλικά παλάτια και ακόμη ασυγκρίτως ευμορφότερες, με ανάγλυφα διάφορα στην θεωρία, δόξα καί λαμπρότητα στολισμένα.
Εκάστου δε τάγματος οι κατοικίες είναι χωριστές καί πλέον δοξασμένες, καθώς των Αποστόλων, Προφητών, Μαρτύρων, Ιεραρχών, Ασκητών καί Δικαίων, του καθ' ενός η κατοικία έχει ωραιότητα θαυμαστή κατά τα έργα του καθ’ ενός, όλοι δεν έβγαιναν καί μας προϋπαντούσαν καί με καταφιλούσαν καί ευφραίνονταν για την σωτηρία μου.
Εισερχόμενοι στον κόλπο του Αβραάμ (δηλ. στην κατοικία του) είδαμε αυτόν με δόξα απερίγραπτη, γεμάτη από ευφροσύνη ουράνια, άνθη πολυειδή, αέρος υγιεστέρου καί κάλλους αμιμήτου, ώστε οπού ο άνθρωπος γίνεται εκστατικός. Εκεί είναι τα παλάτια του Ισαάκ καί Ιακώβ ακτινοβολούντα καί λάμποντα από την θεία χάρη. Εκεί αναπαύονται τα τέκνα των Χριστιανών, όσα έζησαν στον κόσμο αναμάρτητα. Τριγύρω τους είναι δόξα καί χαρά ανερμήνευτος, δόξα αιώνιος. Εκεί ήσαν αναπαυόμενοι επί δώδεκα λαμπρών θρόνων με λάμψη ως την ακτίνα του ήλιου, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, ομοίως καί οι άϋλες ψυχές, οι δώδεκα Πατριάρχες, από τους οποίους κατάγονται οι των Αγίων. Οι ψυχές των Αγίων φαίνονται ως να ήσαν με σώματα, αλλά χέρι ανθρώπου να τις πιάσει δεν είναι δυνατόν, καθώς καί τις ακτίνες του ηλίου.
Ενώ λοιπόν επισκεφθήκαμε όλα εκείνα τα άγια μέρη, στραφήκαμε στο μέρος της δύσεως, όπου είναι οι σκληρές κολάσεις, στις οποίες κατοικούν οι ψυχές των αμαρτωλών. Μου έδειξαν δε οι οδηγούντες με Άγγελοι τις κολάσεις, από τις οποίες εγλύτωσα χάριν του Πατρός μας Βασιλείου. Διότι είδα, τέκνον μου Γρηγόριε, τις σκοτεινές φυλακές στις οποίες είναι κλεισμένες ως η άμμος της θαλάσσης των αμαρτωλών οι ψυχές από καταβολής κόσμου, σκεπασμένοι με την μαύρη ομίχλη του θανάτου, καί να δουν ποτέ το γλυκύτατο φως δεν είναι δυνατόν, αλλά γυμνές της χάριτος του Θεού καίουν καί θρηνούν απαρηγόρητα. Δεν ακούεται, τέκνον μου Γρηγόριε, άλλο τι εκεί, παρά το ουαί καί αλλοίμονον, τους κατατρώγει ο μολυσμός καί η δυσωδία καί θρηνούν ακαταπαύστως απαρηγόρητα.
Όταν εισήλθαμε στα σκοτεινότατα εκείνα μέρη, ευθύς φωτίσθηκαν από την λάμψη των οδηγούντων με Αγγέλων καί είδα εκείνα τα υπόγεια σπήλαια, όπου φόβος καί τρόμος με περιεκύκλωσε. Μου είπε δε ο ένας Άγγελος' αυτές τις φοβερές κατοικίες τις ξέφυγες, γιατί μετανόησες καί έπαυσες την αμαρτία και για τα λίγα καλά έργα σου, ή να σου πω καλύτερα, για τις μεσιτείες του δούλου του Θεού Βασιλείου, του Γέροντός σου.
Αφού γυρίσαμε όλες τις κολάσεις, με ερώτησε ο ένας Άγγελος λέγοντάς με: Θεοδώρα, άραγε ξέρεις ότι σήμερα κάμνει τα σαράντα σου ο καλός Πνευματικός σου Πατήρ Βασίλειος; Καί αυτά ειπών με άφησε σ’ αυτήν την πανευφρόσυνο κατοικία καί αναχώρησαν. Εκ τούτου λοιπόν γνώρισα ότι μετά τις σαράντα ημέρας από του θανάτου μου έφθασα στην κατοικία την οποία βλέπεις, καί δεν είναι ιδική μου, αλλά του Πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου, του πιστού δούλου του Θεού. Διότι ευρισκόμενος στον κόσμο σώζει πολλές ψυχές με τις συμβουλές του καί τις οδηγεί προς μετάνοια καί εξομολόγηση, αυτές οι ψυχές κατοικούν σ’ αυτήν την λαμπρά κατοικία μαζί μου. Έλα τώρα να δεις τις κατοικίες μας, τις οποίες προ ολίγου επεσκέφθη και ο Πατήρ μας. Εγώ δε ακολούθησα την κυρία Θεοδώρα καί έτσι εισήλθαμε σ’ ένα μεγάλο προαύλιο, το οποίο ήταν στρωμένο με ακτινοβόλους χρυσοκέντητους πλάκες, και στο μέσο τούτων υπήρχαν διάφορα δένδρα, των οποίων η ωραιότης είναι ανερμήνευτος. Ήταν δε η Θεοδώρα ενδεδυμένη ένα φόρεμα μεταξωτό κάτασπρο καί στην κεφαλή της έφερε κόκκινο μανδήλι, θαύμασα δε να βλέπω να τρέχει από αυτήν ως ίδρωτας άγιο μύρο πολύτιμο με άρρητο ευωδία. Βλέποντας δε ανατολικά είδα φοβερά καί θαυμαστά παλάτια βασιλικά, στα οποία εισήλθαμε, και πλησίον των σκαλών των βασιλικών παλατιών εκείνων ήταν μία θαυμαστή καί από σμαράγδου καί άλλων πολυτίμων λίθων τράπεζα, η οποία ακτινοβολούσε υπέρ τον ήλιο' ήταν δε γεμάτη από διάφορα ωραιότατα καί ανερμήνευτα οπωρικά, ωσαύτως καί μανδήλια μεταξωτά με ευωδέστατα άνθη. Εκεί, επί θαυμαστού καί εξαισίου θρόνου, ήταν καί ο Πατήρ μας Βασίλειος καί αναπαυόταν ως κύριος αυτών όλων. Ο θρόνος ήταν πράσινος, αλλά θαυμαστός, καί έλαμπε υπέρ τον ήλιο, και όλοι εκεί έτρωγαν από εκείνα τα οπωρικά καί ευφραίνοντο.
Εκείνοι δε οπού έτρωγαν από εκείνη την τράπεζα ήταν άνθρωποι τέλειοι. Όμως δεν είχαν σάρκες παχιές, αλλά ήταν ως οι ακτίνες του ηλίου, καί τα πρόσωπα τους ευειδή καί χαριέστατα. Επίσης οι άνδρες από τις γυναίκας δεν διεκρίνοντο, καί έτρωγαν από εκείνη την θαυμαστή καί ουράνιο τράπεζα. Καί όσον έτρωγαν, τόσον πλήθαιναν εκείνα τα ευωδέστατα καί θαυμαστά οπωρικά, επειδή ήταν ουράνια καί πνευματικά, παρά Θεού ετοιμασμένα, έτρωγαν δε καί ευφραίνοντο με απερίγραπτη χαρά, συνομιλούντες μετά γλυκιάς φωνής καί χαρμόσυνου χαμογελάσματος. Τους κερνούσαν δε μερικοί νέοι με ροδοκόκκινο ποτό, το οποίο υπεράστραπτε μέσα στα κρυσταλλένια ποτήρια, καί οι πίνοντες εχόρταιναν της γλυκύτητας του Αγίου Πνεύματος. Καί έμενα θαυμάζοντας επί κάποια ώρα, διότι έλαμπαν τα πρόσωπά τους όπως το δροσερό ρόδο. Οι δε νέοι οπού τους κερνούσαν ήσαν ωραίοι καί αστραπόμορφοι, με ζώνες χρυσές, και στα κεφάλια είχαν θαυμαστούς στεφάνους στολισμένους μετά πολυτίμων λίθων καί θαυμαστής τέχνης. Ενώ περιπατούσα, μπροστά μου η Θεοδώρα πλησίασε προς τον άγιο Γέροντά μας καί του ομίλησε για εμένα, αυτός δε κοιτάζοντάς με χαμογέλασε και μου έγνευσε να τον πλησιάσω. Εγώ δε πλησιάζοντας έβαλα μετάνοια ενώπιόν του καί του ζήτησα την ευχή του, καί μου είπε με χαμηλή τη φωνή' ο Θεός, τέκνον, να σε ευσπλαγχνισθεί καί να σε ευλογήσει καί να σε καταξιώσει της επουρανίου Αυτού Βασιλείας. Καί ενώ ευρισκόμουν εγώ γονατιστός μπροστά του, επάνω στα χρυσοΰφαντα, με έπιασε από το χέρι και με σήκωσε και μου λέγει (δείχνοντας με το δάκτυλο την Θεοδώρα)' δες την Θεοδώρα, τέκνον Γρηγόριε, για την οποία πολλές φορές με παρεκάλεσες να μάθεις τι έγινε καί που κατοικούσε. Γι’ αυτό από του λοιπού ησύχασε καί μη με ενοχλείς περί αυτής. Εκείνη δε η μακαρία και ευλογημένη παρά Θεού, βλέποντάς με ιλαρώς, μου λέγει' ο Θεός, τέκνον Γρηγόριε, να σου πληρώσει τον μισθό για την τόση περί εμού φροντίδα σου, ο Οποίος σύμφωνα με την επιθυμία σου δια των παρακλήσεων του Αγίου Πατρός μας σε αξίωσε να με δεις.
Όλοι δε οι καθήμενοι σ’ εκείνη την θαυμαστή τράπεζα, μας έβλεπαν με μεγάλη σιωπή καί αγάλλοντο. Ύστερα είπε ο Άγιος προς την Θεοδώρα' πήγαινε, τέκνον, δείξε του την ωραιότητα των δέντρων στο περιβόλι μας. Καί οδηγώντας με προς τα δεξιά του περιβολιού είδα την θύρα του περιβολιού θαυμαστή καί ολόχρυση καί τα τείχη του ολόχρυσα καί υψηλά. Ανοίγοντας δε εισήλθαμε καί είδαμε το περιβόλι στολισμένο με διάφορα μικρά πολύμορφα δένδρα καί με πολυειδή άνθη καί ρόδα, των οποίων η ωραιότης καί ευωδία είναι απερίγραπτος. Όσο έβλεπα αυτά, τόσο εκστατικός έμενα από την ωραιότητα καί ευωδία και το πλήθος τους επί των δένδρων καρπών. Καί τόσο πολύς ήταν ο καρπός, οπού έκλιναν στην γή. Όμως τα δέντρα δεν βλάπτονταν, άλλα πάντοτε σ’ αυτήν την κατάσταση βρισκόταν, καθότι είναι ουράνια καί αθάνατα, εγώ δεν έμεινα εκστατικός καί έβλεπα. Τότε μου λέγει η Θεοδώρα: εάν, τέκνον μου, σε έκαμαν εκστατικό καί έκθαμβο αυτά, τι ήθελες να πάθεις, εάν έβλεπες εκείνον τον Παράδεισο, οπού κατά ανατολάς εφύτευσε ο Κύριος, τι ήθελες γένει; Επειδή ετούτος με εκείνον δεν έχουν καμία σύγκριση. Διότι, όσο απέχει ο ουρανός άπω την γή, τόσο διαφέρει καί εκείνος από τούτον; Εγώ δε την παρακαλούσα να μου δείξει εκείνα τα πλέον θαυμαστά πράγματα. Καί μου απεκρίθηκε' δεν είναι δυνατόν, τέκνον, να δεις αυτά τα πράγματα, τα οποία είναι ακατανόητα, εφ’ όσον ευρίσκεσαι ακόμη στον προσωρινό κόσμο, αυτά δε οπού είδες είναι οι κόποι και ο ιδρώτας του Πατρός μας Βασιλείου, ο οποίος παιδιόθεν αγωνιζόταν με νηστείες, αγρυπνίες και κακοπάθειες μέχρι γήρατος, για τούτους δε τούς κόπους του χάρισε ο Θεός αυτά τα βασιλικά παλάτια με τα περιβόλια, να κατοικεί με τα πνευματικά του τέκνα, οπού μαζί του αγωνίσθηκαν και φυλάγουν τις εντολές του Κυρίου.
Φρόντισε λοιπόν και συ, τέκνον, έως ότου είσαι στον κόσμο να αγωνισθείς, για να έλθεις και εσύ εδώ να ευφραινόμαστε μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας, διότι μετά την Ανάσταση άλλα καλύτερα ασυγκρίτως έχει να μας χαρίσει ο Κύριος, καθώς λέγει και ο Απόστολος ΙΙαύλος' «α οφθαλμός ουκ είδε καί ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ άνέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν».
Εγώ δεν έμεινα εκστατικός, άμα άκουσα πως δεν ήμουν εκεί με το σώμα, αλλά νοητώς καί με την ψυχή. Για τούτο προσπαθούσα να ψηλαφίσω τον εαυτόν μου, αν φορώ σάρκα και κόκαλα, αλλά μου φαινόταν σαν να έπιανα ακτίνα του ήλιου καί την έσφιγγα χωρίς να βαστώ τίποτε. Τοιουτοτρόπως κοιμώμενος είδα την μεγάλη θεωρία αυτήν, είχα δε τας φρένας μου σώας, και θαύμαζα, για όσα έβλεπα. Έπειτα μου φάνηκε πως ήλθαμε στην αυλή δια της θύρας δια της οποίας εισήλθαμε, βρήκαμε δε την τράπεζα άδεια, καί ούτε άνθρωπος ήταν εκεί. Τότε ήλθα στον εαυτό μου, καί έτσι ελευθερώθηκα από εκείνα τα φοβερά και θαυμαστά πράγματα.
Τότε άρχισα να εξετάζω τον εαυτό μου συλλογιζόμενος τι ήσαν εκείνα, τα οποία είδα και διδάχθηκα, τα οποία καλώς τυπώθηκαν στο νου μου. Σηκωθείς λοιπόν επήγαινα προς τον άγιο Γέροντά μου και διαλογιζόμουν και έλεγα στον εαυτόν μου' άραγε από του διαβόλου να είναι αυτά τα θαυμαστά πράγματα οπού είδα ή εκ Θεού; Φθάνοντας προς τον Γέροντα έβαλα μετάνοια κατά την συνήθεια, καί λαβών την ευλογία του εκάθησα πλησίον του, καί μου είπε με ιλαρό πρόσωπον: ξέρεις, τέκνον Γρηγόριε, πως αυτήν την νύκτα ήμασταν μαζί στα αιώνια αγαθά; Εγώ για να δω τί έχει να μου πεί προσποιήθηκα πως δεν ήξερα τι μου έλεγε καί είπα: Εγώ, Γέροντά μου, ήμουν στο κελί μου και κοιμόμουν αυτήν την νύκτα. Καί εκείνος μου απεκρίθη με χαμηλή τη φωνή, επειδή είμαστε μόνοι στο κελί του, λέγων' ναί, τέκνον, το γνωρίζω καί εγώ αληθώς, ότι με το σώμα κοιμόσουν στο κελί σου, αλλά με το πνεύμα καί τον νου σου περιπατούσες σε άλλα μέρη. Όσα λοιπόν σου έδειξα αυτήν την νύκτα μη τα νομίσεις, τέκνον, ονείρατα, αλλά θεωρία αληθινή. Δεν πήγες αυτήν τη νύκτα στην Θεοδώρα; δεν έφθασες στην ουράνιά μου κατοικία; δεν έτρεχες για να με φθάσεις και βρέθηκες στην μεγάλη θύρα, εξερχόμενη δε η Θεοδώρα σε υπεδείχθη πασίχαρος; δεν σου διηγήθηκε το ψυχομαχητό της καί τον θάνατό της; και ότι μετά μεγάλης βίας και τρόμου πέρασε τα άγρια και σκοτεινά εναέρια τελώνια, επειδή την βοήθησα σε πολλά μέρη καί ελευθερώθηκε τελείως; δεν εισήλθες στην αυλή με την Θεοδώρα κατά διαταγήν μου; δεν είδες την θαυμαστή τράπεζα, την κατάσταση αυτής καί τα εξαίσια πράγματα καί ωραία οπωρικά και οποία ήσαν τα θαυμαστά καί ευώδη άνθη και οποίοι οι υπηρετούντες αυτήν νέοι; δεν στεκόσουν και θεωρούσες την ωραιότητα, την οποία είχαν εκείνα τα θαυμαστά και εξαίσια βασιλικά παλάτια; δεν παρουσιάσθηκες ενώπιόν μου και σου έδειξα την Θεοδώρα, για την οποία πολλάκις με παρεκάλεσες όπως δεις σε πια κατάσταση ευρίσκεται; δεν σε οδήγησε εκείνη κατ' εντολήν μου καί εισήλθατε μαζί στο θαυμαστό περιβόλι; δεν κρατούσες στα χέρια σου εκείνα τα χρυσοβλάσταρα χόρτα και εκστασιάστηκες για την ωραιότητα των καρπών τους; Όλα αυτά δεν είδες την παρελθούσα νύκτα; καί πώς λέγεις λοιπόν ότι σε άλλο μέρος δεν ήσουν ούτε είδες κανένα πράγμα;
Ακούγοντας εγώ αυτά, τα οποία ως φλόγα πυρός μου φαινόταν ότι εξερχόταν εκ του στόματος του Αγίου, καί συλλογιζόμενος την αλήθεια των λεγομένων του λιποθύμησα καί έμεινα άφωνος. Ακολούθως άρχισα να χύνω ποταμηδόν δάκρυα καί βρεχόταν το πρόσωπό μου, όσο συλλογιζόμουν το ύψος της αγιότητος καί των θαυμάτων αυτού, ότι γήϊνος άγγελος ήταν, καί όχι νοερώς ήταν εκεί, αλλά πράγματι ως να βρισκόταν μετά του σώματος τα γνώριζε όλα.
Ο δε Άγιος μου είπε' εάν, τέκνον, διέλθεις την ζωή σου σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, εάν αποφεύγεις δηλαδή την κακία καί εργάζεσαι την αρετή, θέλω να σε δεχθεί εκεί μετά τον θάνατό σου, στις αιώνιες κατοικίες, τις οποίες μου χάρισε ο Κύριος για την αγαθότητά Του, διότι εγώ μέλλω να αναχωρήσω μετά από λίγο καιρό απ’ ετούτον τον μάταιο κόσμο, συ δε μετά από λίγο θέλεις με ακολουθήσει με ζωή θεάρεστη και καλά έργα, καθώς ο Κύριος μου απεκάλυψε.
Πρόσεχε δε, τέκνον, να μην εξέλθουν εκ του στόματός σου τα όσα είδες και άκουσες εν όσω εγώ ζω σε τούτον τον κόσμο, μέλλεις δε να γράψεις τον ταπεινό μου βίο καί τα έργα μου να αφήσεις στον κόσμο προς ωφέλεια των αναγιγνωσκόντων, εγώ δε εις το εξής θέλω να βρεθώ σε όλα αυτά κατά την θέληση του Θεού. Και λέγοντάς μου αυτά ο αγιότατός μου Γέροντας με διέταξε να υπάγω στην κατοικία μου και να φροντίζω για την σωτηρία της ψυχής μου.
Έως εδώ, αδελφοί καί πατέρες μου τιμιότατοι, είναι η διήγηση του θανάτου της Θεοδώρας, την οποία είδε και έγραψε ο σοφότατος Γρηγόριος. Έχει δε γραμμένα και άλλα πολλά θαύματα και αποκαλύψεις του Αγίου, και πως του έδειξε ο Χριστός το φοβερό Κριτήριο, τους χορούς των Αγγέλων καί την πολυθαύμαστη τάξη αυτών καί μακαριότητα, είναι δε καί άλλα πολλά γραμμένα στο χειρόγραφο, τα οποία αφήσαμε χάριν συντομίας, περιλάβαμε δε μόνον τον θάνατο της Θεοδώρας ως ψυχοφελέστατο και για τον σκοπό τον οποίο εγράφησαν παρά Γρηγορίου σοφοτάτου μοναχού. Ίνα δηλαδή βλέποντες οι άνθρωποι καί ενθυμούμενοι τον θάνατο και τον κίνδυνο οπού έχει η ψυχή έως να περάσει τα εναέρια τελώνια, να διορθώνουν τις ψυχές τους με την Μετάνοια καί Εξομολόγηση.
Τω δε Θεώ δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
*Η διήγηση αυτή ελήφθη από την περίληψη του βιβλίου «Στόμα θανάτου» της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου