Η Σταύρωση του Ιησού ΧριστούΗλία Μηνιάτη (+1714), Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων
«…Τι χαρά! τι θρίαμβος των αρχιερέων, των πρεσβυτέρων και Φαρισαίων! Τι συνδρομή του λαού! Τι φωνές! Τι αλαλαγμοί! Τι ύβρεις ανδρών, γυναικών, γερόντων και νέων, δούλων και στρατιωτών, όταν Τον βλέπουν φορτωμένο με έναν μεγάλο Σταυρό, συρόμενο σε όλους τους δρόμους της Ιερουσαλήμ, όλον ιδρώτα στο πρόσωπο, όλον Αίμα στο Σώμα, να ανεβαίνει στον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης! Εδώ δεν έχει άλλη παρηγορία στη λύπη Του, παρά τους εμπαιγμούς, άλλη θεραπεία στον αγώνα Του, παρά όξος. Εδώ έτοιμοι οι στρατιώτες, ο ένας τον εκδύει, ο άλλος τον ρίπτει επάνω στον Σταυρό. Τούτος καρφώνει τα χέρια, εκείνος τα πόδια, όλοι μαζί σηκώνουν τον Σταυρό καί τον Εσταυρωμένο καί στον ίδιο καιρό σταυρώνουν άλλους δύο ληστές, ένα εκ δεξιών καί ένα εξ αριστερών και αφού έστησαν το βασανιστικό ξύλο στη γή, τότε διπλασιάζουν τις φωνές καί τις βλασφημίες• «Ο καταλύων τον ναόν καί εν τρισίν ημέραις οικοδομών! σώσον σεαυτόν... Άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι, ει Βασιλεύς Ισραήλ εστί καταβάτω νυν από του σταυρού καί πιστεύσομεν επ’ αυτώ» (Ματθ. κζ΄40—42),
Χριστιανοί, οι όποιοι ακούετε με στεγνούς οφθαλμούς, αν εγώ διηγούμαι τόσο σύντομα μία τόσο αξιοθρήνητη ιστορία, συμπαθήσατέ με, διότι τους πόνους, τους οποίους δοκίμασε το Σώμα του Χριστού σε εκείνη την σκληρή Σταύρωση, την λύπη, την οποία δοκίμασε η ψυχή του Χριστού σε εκείνη την άκρα ατιμία, καταλεπτώς να διηγηθεί γλώσσα ανθρώπου είναι αδύνατον… Τόσο ανυπόφορο είναι σε ένα άνθρωπο να κατασταθεί παίγνιο των εχθρών. Καί ένας Θεάνθρωπος Ιησούς καρφωμένος σε ένα Σταυρό, στον οποίο δοκίμαζε τόσους πόνους όσους δεν δοκίμασαν μαζί όλοι οι Άγιοι Μάρτυρες, ενώπιον ενός αναρίθμητου λαού, ο οποίος στους πόνους αποκρίνεται με εμπαιγμούς και καταφρονήσεις, ο οποίος στην δίψα Του τον ποτίζει με όξος καί χολή, πρέπει να εννοήσουμε, ότι είχε τόση πικρή λύπη, όπως τον ίδιο τον θάνατο. Τούτο χωρίς άλλο προβλέποντας έλεγε: «Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου», πλην υπομένει καί δεν κάνει να σεισθεί εκ θεμελίων η οικουμένη, να καταποντισθεί καί να θάψει ζωντανό τον παράνομο εκείνο λαό, για τον οποίο μάλιστα παρακαλεί: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι» (Λουκ. κγ' 34). Μπορεί ο νους μας να μετρήσει πόσο μεγάλη είναι μία τέτοια υπομονή, η οποία διήρκεσε από της έκτης ώρας έως της ενάτης;
Τότε, αφού ήπιε όλο το πικρότατο ποτήριο των παθών, είπε: «Τετέλεσται» (Ιωάν. ιθ' 30), καί κλίνας την κεφαλή, ίσως για να προσκαλέσει τον θάνατο, ο οποίος δεν τολμούσε να πλησιάσει στον αρχηγό της ζωής καί κράζων με φωνή μεγάλη, ίσως για να δώσει το χαροποιόν μήνυμα εκεί κάτω στον Άδη, προς τους Προπάτορες, τέλος πάντων παρέδωσε το πνεύμα. Συγχρόνως, άνωθεν ο ουρανός, για τρεις ώρες σκεπάσθηκε με σκότος βαθύτατο, ώστε έχασε όλο το φως του ο ήλιος. Κάτωθεν η γη εσείσθη εκ θεμελίων, τόσο ώστε ερράγη από άνωθεν έως κάτω το καταπέτασμα του Ναού. Εσχίσθησαν οι πέτρες, ηνεώχθησαν τα μνημεία, εσηκώθησαν από τους τάφους πολλοί νεκροί. Ο εκατόνταρχος, βλέποντας τόσα παράδοξα, εβόησε δοξάζοντας τον Θεό: «Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ην» (Λουκ. κγ' 47)' «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθ. κζ' 54). Ομοίως καί οι περιεστώτες, εκστατικοί καί συντετριμμένοι, «τύπτοντες εαυτών τα στήθη, υπέστρεφον» (Λουκ. κγ' 48).
Αυτό είναι το Πάθος, αυτός είναι ο θάνατος του Κυρίου Ιησού Χριστού, στου οποίου το όνομα βαπτισθήκαμε, του οποίου το Ευαγγέλιο πιστεύομε, του οποίου τον Νόμο κρατούμε. Πάθος και θάνατος, στον οποίο εξίσταται κάθε νους. Καί αν ο σεσαρκωμένος Υιός του Θεού ηθέλησε να αποθάνει, διότι αλλιώς δεν ήταν δυνατόν να πληρωθεί η θεία Δικαιοσύνη, ας είναι, και αν θέλησε να αποθάνει με ένα Πάθος, στο οποίο δοκίμασε ένα πόνο άπειρο, καταλαμβάνω, διότι καί το χρέος μας, το οποίο Αυτός έμελλε να πληρώσει, ήταν άπειρο. Αλλά να θελήσει να αποθάνει με ένα θάνατο τόσο άσχημο, τόσον άτιμο, ενώ μπορούσε καί με άλλου είδους θάνατο ενδοξότερο να τελειώσει το μέγα έργο της παγκοσμίου σωτηρίας, τούτο είναι εκείνο το οποίο με κάνει καί απορώ. Ο σταυρός μεταξύ όλων των ειδών των θανάτων ήταν το πλέον επονείδιστο. Στον σταυρό κρεμόταν οι ληστές, οι κλέφτες, οι φονιάδες, οι πλέον κακοποιοί άνθρωποι, οι οποίοι για τούτο στο Δευτερονόμιο λέγονταν κατηραμένοι: «Κεκατηραμένος υπό Θεού πάς κρεμάμενος επί ξύλου» (Δευτ. κα' 23). Απέθανε καί ο Ιωάννης, άλλ' όχι στον σταυρό. Εκείνος αποκεφαλίσθηκε, όπερ είναι θάνατος τιμημένος καί ένδοξος, ο δε Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, να αποθάνει επάνω σε ένα Σταυρό, ως ληστής, εν μέσω δύο κακούργων;…»
Χριστιανοί, οι όποιοι ακούετε με στεγνούς οφθαλμούς, αν εγώ διηγούμαι τόσο σύντομα μία τόσο αξιοθρήνητη ιστορία, συμπαθήσατέ με, διότι τους πόνους, τους οποίους δοκίμασε το Σώμα του Χριστού σε εκείνη την σκληρή Σταύρωση, την λύπη, την οποία δοκίμασε η ψυχή του Χριστού σε εκείνη την άκρα ατιμία, καταλεπτώς να διηγηθεί γλώσσα ανθρώπου είναι αδύνατον… Τόσο ανυπόφορο είναι σε ένα άνθρωπο να κατασταθεί παίγνιο των εχθρών. Καί ένας Θεάνθρωπος Ιησούς καρφωμένος σε ένα Σταυρό, στον οποίο δοκίμαζε τόσους πόνους όσους δεν δοκίμασαν μαζί όλοι οι Άγιοι Μάρτυρες, ενώπιον ενός αναρίθμητου λαού, ο οποίος στους πόνους αποκρίνεται με εμπαιγμούς και καταφρονήσεις, ο οποίος στην δίψα Του τον ποτίζει με όξος καί χολή, πρέπει να εννοήσουμε, ότι είχε τόση πικρή λύπη, όπως τον ίδιο τον θάνατο. Τούτο χωρίς άλλο προβλέποντας έλεγε: «Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου», πλην υπομένει καί δεν κάνει να σεισθεί εκ θεμελίων η οικουμένη, να καταποντισθεί καί να θάψει ζωντανό τον παράνομο εκείνο λαό, για τον οποίο μάλιστα παρακαλεί: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι» (Λουκ. κγ' 34). Μπορεί ο νους μας να μετρήσει πόσο μεγάλη είναι μία τέτοια υπομονή, η οποία διήρκεσε από της έκτης ώρας έως της ενάτης;
Τότε, αφού ήπιε όλο το πικρότατο ποτήριο των παθών, είπε: «Τετέλεσται» (Ιωάν. ιθ' 30), καί κλίνας την κεφαλή, ίσως για να προσκαλέσει τον θάνατο, ο οποίος δεν τολμούσε να πλησιάσει στον αρχηγό της ζωής καί κράζων με φωνή μεγάλη, ίσως για να δώσει το χαροποιόν μήνυμα εκεί κάτω στον Άδη, προς τους Προπάτορες, τέλος πάντων παρέδωσε το πνεύμα. Συγχρόνως, άνωθεν ο ουρανός, για τρεις ώρες σκεπάσθηκε με σκότος βαθύτατο, ώστε έχασε όλο το φως του ο ήλιος. Κάτωθεν η γη εσείσθη εκ θεμελίων, τόσο ώστε ερράγη από άνωθεν έως κάτω το καταπέτασμα του Ναού. Εσχίσθησαν οι πέτρες, ηνεώχθησαν τα μνημεία, εσηκώθησαν από τους τάφους πολλοί νεκροί. Ο εκατόνταρχος, βλέποντας τόσα παράδοξα, εβόησε δοξάζοντας τον Θεό: «Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ην» (Λουκ. κγ' 47)' «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθ. κζ' 54). Ομοίως καί οι περιεστώτες, εκστατικοί καί συντετριμμένοι, «τύπτοντες εαυτών τα στήθη, υπέστρεφον» (Λουκ. κγ' 48).
Αυτό είναι το Πάθος, αυτός είναι ο θάνατος του Κυρίου Ιησού Χριστού, στου οποίου το όνομα βαπτισθήκαμε, του οποίου το Ευαγγέλιο πιστεύομε, του οποίου τον Νόμο κρατούμε. Πάθος και θάνατος, στον οποίο εξίσταται κάθε νους. Καί αν ο σεσαρκωμένος Υιός του Θεού ηθέλησε να αποθάνει, διότι αλλιώς δεν ήταν δυνατόν να πληρωθεί η θεία Δικαιοσύνη, ας είναι, και αν θέλησε να αποθάνει με ένα Πάθος, στο οποίο δοκίμασε ένα πόνο άπειρο, καταλαμβάνω, διότι καί το χρέος μας, το οποίο Αυτός έμελλε να πληρώσει, ήταν άπειρο. Αλλά να θελήσει να αποθάνει με ένα θάνατο τόσο άσχημο, τόσον άτιμο, ενώ μπορούσε καί με άλλου είδους θάνατο ενδοξότερο να τελειώσει το μέγα έργο της παγκοσμίου σωτηρίας, τούτο είναι εκείνο το οποίο με κάνει καί απορώ. Ο σταυρός μεταξύ όλων των ειδών των θανάτων ήταν το πλέον επονείδιστο. Στον σταυρό κρεμόταν οι ληστές, οι κλέφτες, οι φονιάδες, οι πλέον κακοποιοί άνθρωποι, οι οποίοι για τούτο στο Δευτερονόμιο λέγονταν κατηραμένοι: «Κεκατηραμένος υπό Θεού πάς κρεμάμενος επί ξύλου» (Δευτ. κα' 23). Απέθανε καί ο Ιωάννης, άλλ' όχι στον σταυρό. Εκείνος αποκεφαλίσθηκε, όπερ είναι θάνατος τιμημένος καί ένδοξος, ο δε Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, να αποθάνει επάνω σε ένα Σταυρό, ως ληστής, εν μέσω δύο κακούργων;…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου