26 Απριλίου 2010

Ο σοφός πνευματικός

Αγίου Κοσμά του Αιτωλού

Ένας άρχοντας πλούσιος εθησαύριζε κατά πολλά• ποτέ δεν ήθελε μήτε να εξομολογηθεί μήτε ελεημοσύνη να κάμει. Είχε ένα γιό έως δέκα χρονών. Ήλθε καιρός και αρρώστησε ο άρχοντας εκείνος. Του έλεγαν οι δικοί του να εξομολογηθεί, να κάμει γιά την ψυχή του τίποτε• αυτός τους έλεγε: Ας είναι καλά το παιδί μου• εκείνο έχει να κάμει για την ψυχή μου. Όλος με τον διάβολο ήταν, και η γνώμη του δεν άλλαζε...

Στον τόπον εκείνον ήταν ένας πνευματικός ενάρετος. Πηγαίνει και ξυρίζει τα γένια του, ενδύεται φορέματα κοσμικά καί πηγαίνει στο σπίτι του πλουσίου. Κτυπά στην πόρτα βγαίνουν και τον ερωτούν τί γυρεύει. Απεκρίθη πως είναι ξένος άνθρωπος καί έτυχα εδώ, λέγει, στην χώρα σας• έμαθα πως είναι ο άρχοντας της χώρας άρρωστος και ήλθα να τον δώ καί εγώ, επειδή είμαι ιατρός. Ευθύς τον δέχθηκαν. Ήσαν όλοι οι συγγενείς του γύρω του και τον παράστεκαν. Τους λέγει: Πώς είναι ο άρρωστος; Απεκρίθη ο άρρωστος καί του λέγει: Αχαμνά είμαι, αφέντη. Λέγει ο ιατρός: Τί σου λέγουν οι ιατροί της χώρας σας; Λέγει ο άρρωστος: Με λέγουν πως είμαι αχαμνά δια τον θάνατον. Τον πιάνει από το χέρι και του λέγει ο πνευματικός ιατρός: Και εγώ το λέγω ότι πεθαίνεις. Μα αν βρισκόταν ένα ιατρικό οπού γνωρίζω, δεν θα απέθνησκες. Του λέγει: Τί ιατρικό είναι εκείνο οπού χρειάζεται να βρούμε; Καμώνεται πώς δεν ηξεύρει και ερωτά: Έχει κανένα παιδί; Του είπαν πώς μόνον ένα έχει. Του λέγει ο πνευματικός: Να μη λυπάσαι το ιατρικό σου ευρέθη. Εγώ σου υπόσχομαι πώς δέν αποθνήσκεις. Γυρεύει να του δώσουν ένα φλετζάνι νερό και αλεύρι. Τα ανακατώνει καί καμώνεται πως καί κάτι άλλο ιατρικό βάνει μέσα και λέγει: Τώρα το ιατρικό είναι έτοιμο, μόνον χρειάζεται να έλθει το παιδί σου εδώ, να του σπάσω το δάκτυλό του το μικρό με το βελόνι, να στάξει τρεις σταλαγματιές αίμα, να σου το δώσω να το πιεις καί ευθύς να γίνεις καλά. Το παιδί έπαιζε με τα άλλα παιδία. Στέλλουν ευθύς καί του λέγουν: Έλα, παιδί μου, οπού ήλθε ένας ιατρός να κάμει τον πατέρα σου καλά. Το παιδί ήθελε να παίξει, όμως το έφεραν. Καθώς το βλέπει ο ιατρός του λέγει: Έλα, παιδί μου, να σου σπάσω το μικρόν δάκτυλο μ’ ένα βελόνι, να στάξει τρεις σταλαγματιές αίμα εδώ μέσα οπού έχω κάτι ιατρικό, να δώσω να το πιει ο πατέρας σου, να γίνει ευθύς καλά. Λέγει το παιδί: Ετρελλάθηκα ή επαλάβωσα να χαλάσω εγώ το δάκτυλό μου; Λέγει ο ιατρός: Σε εσένα, παιδί μου, κρέμεται ή να ζήσει ή ν’ αποθάνει. Δεν βλέπεις πόσα εσύναξε να σου αφήσει; Λέγει το παιδί: Ζήσει δεν ζήσει, εγώ δεν χαλώ το χέρι μου. Και έφυγε.
Λέγει ο ιατρός του άρχοντος: Εγώ είμαι ο πνευματικός της χώρας καί το έκαμα τούτο, για να σου δείξω πως από το παιδί σου μη ελπίζεις τίποτε για την ψυχή σου να σου κάμει. Τότε σηκώνεται ο άρρωστος. Εγώ, λέγει, εκόλασα την ψυχή μου για το παιδί μου, να του αφήσω πολλά, και εκείνο δεν το εβάσταξε η καρδιά του να δώσει τρεις σταλαγματιές αίμα για την ζωή μου; Καλά λέγεις, πνευματικέ μου. Ευθύς γυρεύει τα τεφτέρια του, τις ομολογίες του και τα ξεσχίζει. Εμοίρασε όλα του τα πράγματα, δεν άφησε τίποτε, και το παιδί του το κατέστησε πάμπτωχο, και εκέρδισε τον παράδεισο να χαίρεται πάντοτε. Τώρα όσοι έχετε παιδιά, μη ελπίζετε καί λέγετε, πως είναι καλό το παιδί μου και εκείνο έχει να φροντίσει για την ψυχή μου. 'Ό,τι κάμνει ο άνθρωπος μόνος του, εκείνο ευρίσκει εις την άλλη ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου