21 Απριλίου 2010

Ορθόδοξη ψαλμωδία

Η ψαλτική τέχνη της Εκκλησίας μας, δεν έπαυσε ποτέ να καλλιεργείται σε όλες τις περιόδους του χριστιανικού βίου, διατηρώντας ανόθευτη την απλότητα καί τη γνησιότητα της Ευαγγελικής διδαχής συνδυάζοντας με τρόπο κυριολεκτικά αριστουργηματικό καί ανεπανάληπτο την ποίηση με την απαρασάλευτη δογματική Αλήθεια, τη λογοτεχνική ευκαμψία και γλαφυρότητα με το βάθος της Θεολογικής σκέψεως καί με το βίωμα της ενάρετης χριστιανικής ζωής...

Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, οι θαυμάσιες μελωδίες των ύμνων επινοήθηκαν ώστε οι πιστοί να τέρπονται από την ψαλμωδία καί συγχρόνως να εκπαιδεύονται πνευματικά. Η ψαλμωδία γαληνεύει την ψυχή, εξασφαλίζει την ειρήνη, καταστέλλει τους παραλογισμούς, ηρεμεί τους ευερέθιστους, σωφρονίζει την ακολασία, ενισχύει τις φιλικές συναθροίσεις, συμβιβάζει τους αντιδίκους, ανακουφίζει τους ανθρώπους που μοχθούν καθημερινά σε εξαντλητικές εργασίες. Η ψαλμωδία καλλιεργεί την κορυφαία αρετή της αγάπης, εφόσον συνδέει τους υμνωδούς καί «εἰς ἐνός χοροῦ συμφωνίαν τόν λαόν συναρμόζει». Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφερόμενος στη χρήση της μουσικής στην Εκκλησία παρατηρεί, ότι η ψαλμωδία αποτελεί μάθημα υψηλής θεολογίας, ρυθμίζει επακριβώς τη ζωή των πιστών καί τους χειραγωγεί «πρός δογμάτων ἀκρίβεια… ἐξορίζει τήν ἀκολασία, ξηραίνει τήν άδικία, δυναμώνει τή δικαιοσύνη, ἀποστομώνει τούς αἰρετικούς, λαμπρύνει τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας». Οι Νηπτικοί Πατέρες θεωρούν τη ψαλμωδία απαραίτητο συμπλήρωμα της προσευχής, επειδή ο ρυθμός καί η μελωδία επιδρούν ευεργετικά στην διαμόρφωση του ψυχικού κόσμου των πιστών. Ο συγχρονισμός καί η ρυθμική πειθαρχία καλλιεργούν το ομαδικό πνεύμα, ενώ η προσπάθεια για την ακριβή απόδοση των μελωδιών αποτελεί σπουδαία άσκηση αυτοκυριαρχίας.
Η μελωδία αποτελεί το καλύτερο μέσον για να εκφρασθεί ο εσωτερικός κόσμος του προσευχομένου καί να αισθανθεί ο εκκλησιαζόμενος βιωματικά την εξυψωτική δύναμη της κατανύξεως καί της ευλαβείας.
Οι κανόνες των Ιερών Συνόδων καί τα διδάγματα των Πατέρων της Εκκλησίας αποσαφηνίζουν τον ακριβή χαρακτήρα της λατρευτικής μουσικής, που πρέπει να είναι σύμφωνος με το πνεύμα της ευαγγελικής απλότητας καί της Εκκλησιαστικής τάξεως καί ευκοσμίας. Οι κραυγαλέες επικλήσεις μαρτυρούν αλαζονεία καί θρασύτητα, ενώ η περιττή ποικιλία καί οι εξεζητημένοι φωνητικοί γλυκασμοί αποτελούν απαράδεκτες εκτροπές, επειδή ευτελίζουν τα υψηλά νοήματα των ύμνων καί επηρεάζουν αρνητικά την ηθική συγκρότηση του εκκλησιάσματος.
Η Εκκλησία των πρωτοτόκων απέκλεισε από τη Θεία Λατρεία τα θορυβώδη μουσικά όργανα. «Ψαλμόν ὁργάνων σου οὐκ ἀκούσομαι» λέγει ο Προφήτης Αμώς. Οι μηχανικοί ισοκράτες είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται στη διδασκαλία όχι όμως καί στη Θεία Λατρεία, γιατί αποτελούν το δούρειο ίππο της εισαγωγής του αρμονίου στην Εκκλησία, η οποία επιμένει στη φωνητική μουσική, επειδή η ανθρώπινη φωνή αποδίδει πληρέστερα, ακριβέστερα καί πνευματικότερα τους ψαλλόμενους ύμνους…
Επίσης, με τις άτακτες βοές καί τις παράφωνες εκφωνήσεις προκαλείται οχλαγωγία καί ακαταστασία, η οποία επηρεάζει αρνητικά την όλη ψυχολογία των πιστών. Οι ψάλτες οφείλουν να ψάλλουν σωστά καί για έναν ακόμη λόγο, επειδή αυτοί διαμορφώνουν το μουσικό καί καλαισθητικό κριτήριο των πιστών καί κυρίως των παιδιών. Μιλώντας προ καιρού σε μία τηλεοπτική εκπομπή ο σπουδαίος ζωγράφος Αλέκος Φασιανός παρατήρησε ότι όλοι οι νέοι τραγουδιστές έχουν σχεδόν το ίδιο ύφος καί την ίδια αδυναμία. Δεν μπορούν να μεταδώσουν την συγκίνησή τους στους ακροατές. Και αυτό συμβαίνει, είπε ο ζωγράφος, γιατί δεν εκκλησιάζονται. Οι παλαιότεροι μουσικοί καί τραγουδιστές πήγαιναν τακτικά στην Εκκλησία. Γνώριζαν από μνήμης πολλά τροπάρια καί η βυζαντινή μουσική που είναι μία παράδοση πολλών αιώνων δεν έχει μόνο στοιχεία βυζαντινά, αλλά διασώζει καί πολλά αρχαιοελληνικά στοιχεία, επηρέαζε ευεργετικά του μουσικούς καί τους τραγουδιστές κυρίως καί προ πάντων ως προς τον πλούτο καί την δύναμη της εκφράσεως…
Οι μεγάλοι βυζαντινοί μελουργοί καθιέρωσαν καί τον ήχο στον οποίο πρέπει να ψάλλεται το κάθε τροπάριο, επειδή η μελωδία πρέπει να είναι σύμφωνη με το νοηματικό περιεχόμενο του ύμνου. Ο Μέγας Βασίλειος συμπεραίνει ότι η τυποποίηση των τρόπων εκτέλεσης των ύμνων προκαλεί την ανία, οπότε ο προσευχόμενος αφαιρείται, ενώ με την εναλλαγή καί την ποικιλία ανανεώνεται η επιθυμία της ψυχής να συμμετέχει ενεργά στη Θεία Λατρεία καί αναζωπυρώνεται η προσοχή της.
Γι’ αυτό καί ο πρώτος ήχος είναι πανηγυρικός καί ευφρόσυνος, ο δεύτερος περιπαθής καί εξυψωτικός, ο τρίτος ενθουσιαστικός καί μεγαλόφωνος, ο τέταρτος μεγαλοπρεπής καί αρχοντικός, ο πλάγιος του πρώτου πανηγυρικός καί θρηνώδης, αισθηματοποιεί επακριβώς το χαροποιόν πένθος της Εκκλησίας. Πρόκειται για σοφή εξιστόρηση ανάμεσα στον παιάνα καί τον θρήνο. Ο πλάγιος του δευτέρου είναι φλογερός καί ηγεμονικός, ο βαρύς ανδροπρεπής καί εμβατήριος, αλλά καί εκρηκτικός καί τανύπτερος, ο πλάγιος του τετάρτου είναι σοβαρός, κατανυκτικός καί ιεροπρεπής.
Εν τούτοις κάποιοι προσπαθούν να επιβάλλουν τις προσωπικές τους ερμηνείες σύμφωνα με τα ατομικά τους φωνητικά προσόντα… Πολλοί σύγχρονοι ιεροψάλτες δεν διστάζουν να ψάλλουν όλους τους ύμνους των Κυριακών στον ήχο της ημέρας. «Ευλογητάρια» σε ήχο πλ. β΄, «Ταῖς πρεσβεῖαις τῆς Θεοτόκου» σε ήχο α΄, το «Σῶσον ἡμᾶς Ὑιέ Θεοῦ» σε ήχο βαρύ, το «Εἶδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν» σε ήχο γ΄, το «Ἀναστάσεως ἡμέρα» σε ήχο πλ. δ’ καί άλλα…
Αυτή η αυθαιρεσία, η οποία δηλώνει απύθμενο εγωισμό καί παντελή έλλειψη μουσικής παιδείας, δημιουργεί μία άνευ προηγουμένου μουσική σύγχυση… ασύστολη περιφρόνηση της παραδόσεως, αυθαίρετη αλλοίωση του από αιώνων καθιερωμένου τρόπου αποδόσεως των ψαλλομένων ύμνων… Σήμερα επικρατεί ο ατομικός εγωϊσμός «καί η υπερηφάνεια επινοεί καινοτομίας» (Αγ. Εφραίμ Σύρος).
Τα ψαλλόμενα μελωδήματα πρέπει να έχουν ρυθμό καί ύφος εκκλησιαστικό, σοβαρό καί ιεροπρεπές. Η ψαλμωδία πρέπει να είναι ρέουσα… καί οι ύμνοι να ακούονται ευκρινέστατα με ακριβέστατη άρθρωση καί σεμνή απαγγελία…
Δυστυχώς στην εποχή μας έχει επικρατήσει το κοσμικό φρόνημα που έχει επηρεάσει λιγότερο ή περισσότερο την εκκλησιαστική ζωή καί φυσικά καί την ψαλμωδία. Άλλος ψάλλει μιμούμενος τον μουεζίνη καί άλλος έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται στη σκάλα του Μιλάνου. Κάποιοι άλλοι συγχέουν το Αναλόγιο με το πάλκο ψυχαγωγικού λαϊκού κέντρου. Όταν ψάλλουμε δεν δίνουμε ρεσιτάλ καί οι Ιερές Ακολουθίες δεν μπορεί να μεταβάλλονται σε αμερικανικού τύπου θεαματική εκδήλωση καί αυθόρμητη παράσταση…
Πολλοί φιλακόλουθοι δικαίως διαμαρτύρονται για τη μεγάλη καί ανυπόφορη ένταση των μικροφωνικών εγκαταστάσεων που είναι συνήθως κάκιστης ποιότητος καί μεγιστοποιούν τις παραφωνίες ψαλτών καί κληρικών, οι οποίοι συναγωνίζονται ποιος θα ακουσθεί δυνατότερα καί ποιος θα υπερκαλύψει τους άλλους. Στην Εκκλησία δεν πρέπει να ψάλλουμε ανταγωνιστικά. Οφείλουμε να ψάλλουμε κατανυκτικά καί πάντοτε από χορού ως εξ ενός στόματος καί μιάς καρδίας. Πρέπει να είμαστε συνεργάσιμοι καί να έχουμε μεταξύ μας αγάπην Χριστού. Ο ιερός υμνογράφος παρακαλεί τον Κύριο να μας αξιώνει κάθε φορά να τον υμνούμε καί να τον δοξολογούμε εκ καθαράς καρδίας. «Ψυχαῖς καθαραῖς καί ἀρυπώτοις χεῖλεσιν». Με καθαρότητα ψυχής καί σώματος, με αμόλυντα χείλη, με ηρεμία καί με πραότητα πρέπει να διεξάγονται οι ιερές Ακολουθίες. Τότε ευστοχούν καί τότε οι πιστοί κατανύγονται καί προσεύχονται καί η ψυχή τους αίρεται μετάρσιος στον ουρανό καί προσευχόμενοι καθίστανται δοχεία του Παναγίου Πνεύματος. Πρέπει να είμαστε όλοι συνεργάσιμοι καί ο ένας να βοηθεί τον άλλον, ούτως ώστε να προλαμβάνονται τα σφάλματα καί να επιτυγχάνεται η αρμονία.
Οι ψαλμοτραγουδιστικές περικοκλάδες με τις οποίες τα τελευταία χρόνια απαγγέλλονται τα Αποστολικά αναγνώσματα έχουν ως αποτέλεσμα το εκκλησίασμα από ολόκληρη περικοπή να αντιλαμβάνονται μόνον κάποιες σποραδικές λέξεις τεντωμένες υπερβολικά από μία ατέρμονη μεγαλόφωνη φλυαρία.
Τα αναγνώσματα πρέπει να απαγγέλλονται καθαρά καί με ύφος εκκλησιαστικό καί όχι άχρωμα καί υποτονικά ή με στομφώδη θεατρική απαγγελία… Το ορθό εκφωνητικό ύφος, το καθαρώς βυζαντινό, το χριστιανικό καί ελληνοπρεπές οφείλουν να μυηθούν οι ψάλτες καί οι κληρικοί, για να μην αυτοσχεδιάζουν καί να μην εκτροχιάζονται… Το ιεροψαλτικό Αναλόγιο υπήρξε ανέκαθεν βήμα προσευχής καί έδρα μαθήσεως καί όχι εξέδρα τραγουδιστή καί προσκήνιο θεατρικής παραστάσεως.
Μεγάλη πληγή της ψαλτικής τέχνης είναι ο εσμός των φιλομούσων που πλαισιώνουν τους ιεροψάλτες. Ανίκανοι οι ίδιοι να ψάλλουν σωστά έστω και ένα τροπάριο, προτρέπουν τους εξ επαγγέλματος ιεροψάλτες και συχνά τους παρασύρουν να ψάλουν σύμφωνα με τις δικές τους προτιμήσεις και τα δικά τους εσφαλμένα μουσικά κριτήρια… Αρκετοί ιεροψάλτες, δεν τους ενδιαφέρει η συνολική ευρυθμία και η αρμονία του συνόλου, αλλά μόνον η δική τους προβολή… δεν δίνουν ζεστό τόπο στους μαθητευόμενους. Με την πρόφαση ότι κάνουν λάθη καί παραφωνίες, τους καταδικάζουν σε αφωνία καί τους επιβάλλουν σιγήν ιχθύος. Στα νέα παιδιά που θέλουν να μάθουν την ψαλτική τέχνη πρέπει να δείχνουμε ανεκτικότητα καί αγάπη, να είμαστε στις κρίσεις μας επιεικείς καί να τα ενθαρρύνουμε στα πρώτα τους βήματα. Δεν πειράζει αν κάνουν καί κάποιο λάθος. Μάθηση χωρίς σφάλμα δεν υπάρχει. Όταν τα καθοδηγούμε σωστά καί τα βοηθούμε διακριτικά, προλαμβάνουμε καί περιορίζουμε τα λάθη. Πώς θα μάθουν όταν δεν τους επιτρέπουμε ούτε το «Πάτερ ἡμῶν» να απαγγείλουν;
Για να καταρτισθεί ο μαθητής πολύ καλά πρέπει να έχει υπομονή καί ταπεινοφροσύνη καί σεβασμό στους Μουσικοδιδάσκαλους καί τους διακεκριμένους Πρωτοψάλτες, για να ωφεληθεί από τις γνώσεις τους καί την πολύτιμη πείρα τους… Όσοι ενδιαφέρονται για την Ψαλτική Τέχνη οφείλουν να σπουδάσουν όχι μόνο τη βυζαντινή μουσική, αλλά πρέπει να είναι κάτοχοι καί των Τυπικών διατάξεων… να ψάλλουν σωστά καί να μην αυτοσχεδιάζουν …
Πολλοί από τους νεότερους ιεροψάλτες καί μελοποιούς παρασύρονται από την παρορμητική τους διάθεση καί πολύ συχνά εκτροχιάζονται, οπότε η ψαλμωδία χάνει τη σοβαρότητα καί την ιεροπρέπειά της… Μερικοί μαθητές, μόλις μάθουν να ψελλίζουν τα κεκραγάρια καί τα πασαπνοάρια του Αναστασιματαρίου επιζητούν θέσεις περίοπτες πρωτοψαλτών καί δεν καταδέχονται να επανδρώσουν τα αριστερά Αναλόγια. Καί φυσικά ούτε τα προσόμοια ούτε τα ιδιόμελα είναι σε θέση να ψάλλουν σωστά, πολύ δε περισσότερο τους Κανόνες, τους οποίους αγνοούν παντελώς καί είτε τους διαβάζουν είτε τους παραλείπουν όλως αυθαιρέτως καί αντικανονικώς… Οι Πατριαρχικοί ψάλτες είχαν μαθητεύσει πολλά χρόνια κοντά σε επιφανείς Λαμπαδαρίους καί περιωνύμους Πρωτοψάλτες. Ο Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος διετέλεσε τριάντα ολόκληρα χρόνια Δομέστικος προτού γίνει Λαμπαδάριος καί εν συνεχεία Πρωτοψάλτης. Ο αείμνηστος Θρασύβουλος Στανίτσας έλεγε ότι επί είκοσι δύο χρόνια είχε απέναντί του τον Κων/νο Πρίγγο.
Όπως έλεγε ο τελευταίος Λαμπαδάριος της Αγίας Σοφίας, ο Κυρ Μανουήλ Δούκας ο Χρυσάφης: «Ὁ θέλων μουσικήν μαθεῖν καί θέλων ἐπαινεῖσθαι, θέλει πολλήν ὑπομονήν, θέλει πολλάς ἡμέρας, θέλει καλόν σωφρονισμόν καί φόβον τοῦ Κυρίου, τιμήν πρός τόν Διδάσκαλον, δουκάτα εἰς τάς χεῖρας, τότε θά μάθει ὁ μαθητής καί τέλειος θά γένει».
Μαρτυρίες «…είχα γνωριμία καί φιλία με τον αείμνηστο Παπαδιαμάντη… Τον γνώρισα στο εκκλησάκι του Προφήτου Ελισαίου, ένα Σάββατο απόγευμα… Δεν έλειψα ποτέ από κοντά του, έψαλλα δίπλα του ως βοηθός του. Από αυτόν έμαθα να ψάλλω συνετά καί με ευλάβεια, με κατάνυξη, φόβο Θεού καί τρόμο. Πριν τον γνωρίσω έψελνα με υπερηφάνεια, δυνατά, για να ευχαριστούνται οι εκκλησιαζόμενοι καί για να με επαινούν στη συνέχεια. Από τον Παπαδιαμάντη έμαθα να ψάλλω ταπεινά καί με συναίσθηση… Όταν έψελνε ήταν σαν να βρισκόταν μπροστά στο φοβερό βήμα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού… Ο Παπαδιαμάντης αγαπούσε το Θεό, αγρυπνούσε πρόθυμα, έψελνε, υμνούσε, ευλογούσε το Θεό χαρμόσυνα…».
(Του μακαριστού Αρχιμ. Φιλόθεου Ζερβάκου)
«Όταν οι απεσταλμένοι του Τσάρου Βλαδιμήρου (980-1015) παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία, έμειναν έκθαμβοι από τη λαμπρότητα του τελετουργικού καί από το υπερκόσμιο μεγαλείο της βυζαντινής ψαλμωδίας. «Ενομίσαμεν, έλεγαν στον Τσάρο οι απεσταλμένοι στην Κωνσταντινούπολη Βογιάροι, ότι μεταφερθήκαμε στους Ουρανούς, ωσάν να έψαλλε χορός Αγγέλων κάτω από τους θόλους της Αγίας Σοφίας μαζί με τους Έλληνες ψάλτες». Αλλά καί όταν το 1437 οι Βυζαντινοί Έλληνες πιεζόμενοι καί συνθλιβόμενοι από τις διαρκώς εντεινόμενες κατακτητικές πολεμικές επιχειρήσεις των Οθωμανών Τούρκων απεφάσισαν να συναινέσουν στην ένωση των Εκκλησιών αποδεχόμενοι τους όρους του Πάπα μόνο καί μόνο για τη σωτηρία της Πατρίδας, συνέβη το εξής αξιομνημόνευτο περιστατικό: «Όταν οι πολυμελείς συνοδείες του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ του Παλαιολόγου καί του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ έφτασαν στη Βενετία, οι Βενετοί υποδέχτηκαν τους Έλληνες με εγκαρδιότητα καί τους παρεχώρησαν ιερό ναό για να τελέσουν τη Θεία Λειτουργία. Την ημέρα εκείνη συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της Βενετίας, άντρες καί γυναίκες, για να δούν καί να ακούσουν από κοντά τη Θεία μυσταγωγία σύμφωνα με την τάξη της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Καί αφού παρακολούθησαν με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία εδάκρυσαν καί ανεφώνησαν εκ βάθους ψυχής το ¨Κύριε φύλαξον τήν Ἐκκλησίαν σου ἄτρωτον ἀπό τῶν βελῶν τοῦ πονηροῦ¨. Εμείς οι Βενετοί, έλεγαν, μέχρι τώρα δεν είχαμε ξαναδεί Έλληνες, ούτε γνωρίζαμε τις τελετές τους. Είχαμε μόνο ακούσει κάποιες φήμες απόμακρες καί τους θεωρούσαμε βαρβάρους. Τώρα όμως είδαμε καί πιστέψαμε ότι αυτοί είναι οι πρωτότοκοι υιοί της Εκκλησίας καί μέσα τους λαλεί και ενεργεί το πνεύμα του Θεού… ».
Πηγές: Βυζαντινής Μελουργίας καί Ψαλτικής Τέχνης παρεπόμενα – Γεωργ. Αγγελινάρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου