" Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἕνα ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόταν καὶ λειτουργοῦσε ὡς μέλος της. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ τὴν Γέννηση καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑμνεῖ καὶ δοξάζει καὶ ὑπακούει ταπεινὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ᾿ ἀρχὰς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν φιλοκαλική, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν στηριζόταν σὲ καταφατικὲς ἐκφράσεις καὶ διαβεβαιώσεις, ἀλλὰ κυρίως ζοῦσε ἀποφατικά. Ἔβλεπε τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι στὴν ἐπίγεια κοινωνικὴ κατάφασή της, ἀλλὰ στὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν αἰσθανόταν μέσα στὶς ἀγρυπνίες, μέσα στὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ἀκολουθίες, στὰ τροπάριά της. Συνελάμβανε τὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἡσυχία, ἡ κένωση καὶ ἡ προσφορά.
Σ᾿ ἕνα κείμενό του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ κόσμῳ ἄνευ τῆς ἐλαχίστης συνδρομῆς τῆς πολιτείας, τουναντίον μάλιστα καὶ διωκομένη καὶ κατατρυχομένη πολλάκις ὑπὸ ταύτης».
Τὸ κυριότερο γνώρισμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπὸ ὅπου ἀντλεῖται ἡ ἄποψή του γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ αἴσθηση μὲ τὴν ὁποία πλησίαζε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σαφῶς λέγεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική, εἶναι ὅτι ὅλη του ἡ προσωπικότητα εἶναι λιβανισμένη, καὶ αὐτὸ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιορείτικου λιβανιοῦ βγαίνει καὶ προχέεται ἀπὸ τὴν καρδιά του στὸ σῶμα, στὰ δάκτυλα, στὸ μολύβι καὶ στὰ γραπτά του. Τὰ κείμενά του εἶναι «λιβανάτα» ἀπὸ τὸ μοσχοθυμίαμα τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς. Ἔχει τὸ ἦθος τῆς λατρείας, τῆς ὑμνῳδίας. Αὐτὴ ἡ λατρεία τὸν ἔκανε νὰ παραμείνη ὀρθόδοξος στὸ φρόνημα, στὸ ἦθος σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Σὲ πολλὰ κείμενά του φαίνεται καθαρὰ ὅτι συνεχῶς ἔψαλε τὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι πολὺ χαριτωμένο τὸ κείμενό του «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ στὴν πραγματικότητα περιγράφει μιὰ κοινωνία ποὺ συναντιόταν στὸν Ναὸ τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ ἔπειτα στὰ σπίτια, μέσα στὰ ὁποῖα μεταφερόταν τὸ ἦθος τῆς λατρευτικῆς καὶ εὐχαριστιακῆς κοινότητας.
Ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτικὴ κοινότητα, καὶ ὄχι ὡς χῶρο ἐκφράσεως τῶν συναισθημάτων του, τὴν ζοῦσε μὲ τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχές, μὲ τὸν κόσμο γύρω του, ποὺ κοιμόταν μέσα στὸν ναὸ σὰν νὰ βρισκόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας τους, μὲ τὴν ψαλμῳδία καὶ στὰ σπίτια. Ὅλη αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ οἰκογένεια λειτουργεῖ θεραπευτικά, εὐχαριστιακά.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἤθελε τὴν ἁπλότητα, τὴν ἠρεμία, τὴν ἡσυχία, τὴν ταπείνωση. Ἔτσι ἔνιωθε καὶ τὴν λατρεία. Γι᾿ αὐτὸ γράφει στὸ κείμενό του μὲ ἐπιγραφὴ «φωνὴ αὔρας λεπτῆς»:
«Ὅλα ταῦτα εἶναι ὡς μηδὲν ἐνώπιον τῆς θείας μεγαλειότητος, ὁ δὲ Θεὸς ηὐδόκησε νὰ φανερωθῆ κ᾿ ἐφανερώθη ὡς πρᾶος ταπεινὸς Ἰησοῦς. Τοῦτο προεσήμαινεν ἡ θεοφάνεια ἡ γενομένη εἰς τὸν Θεσβίτην Ἠλίαν ἐπὶ τοῦ ὄρους Χωρήβ. Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίῳ, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῷ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ᾿ ἐν φωνῇ αὔρας λεπτῆς. Καὶ ἡ φωνὴ τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Διὰ τοῦτο, λέγει ὁ μελῳδός, «Ἰησοῦ τῷ πράῳ ψάλλομεν». Καὶ διὰ τοῦτο, θαρρούντως ἐπιφέρομεν ἡμεῖς, ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός.
"Οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ, Κύριος ... οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος• καὶ μετὰ τὸ πῦρ, φωνὴ αὔρας λεπτῆς• καὶ ἐκεῖ Κύριος"».
Τὸ ἦθος αὐτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν ἦθος φιλοκαλικό, ἁγιορείτικο. Τὸν ἔχει πληγώσει βαθειὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ζοῦσε μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ γενικὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀσπαζόταν τὸν Ἄθωνα, γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ περικλείει. Γράφει σὲ ἕνα κείμενό του:
«Ἀπὸ τῶν νεωτέρων Ἀθηνῶν, πόλεως ἀναγεννηθείσης διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη ἀσπασμὸν εἰς τὰς ὑπωρείας καὶ τὰς φάραγγας τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἄθω, μὲ τὰς δροσερὰς κρήνας, μὲ τὰς χιλιετεῖς κυπαρίσσους, μὲ τὰ αἰώνια δάση τῶν καστανεῶν, μὲ τοὺς μινυρισμοὺς τῶν ἀπειραρίθμων ἀηδόνων, ὅπου Ἕλλην ψάλτης, ὁ Κουκουζέλης, ᾄδων ἐκίνει τὰς αἶγας καὶ τοὺς ἄρνας, ὡς ὁ μυθολογούμενος Ὀρφεύς, ὅπου ἡ σκέπη τῆς Παναγίας ἐπισκιάζει ὡς ἄλλοτε ἐν τῇ βασιλευούσῃ τῶν πόλεων, ὅπου ζῇ καὶ θάλλει ἡ ἱερὰ παράδοσις τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ὅπου ἔχει τὴν κοιτίδα μία ὑψηλὴ ποίησις, ἡ ποίησις ἡ χριστιανική, ἥτις δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ παρηγορῇ τους θιασώτας αὐτῆς, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ»"Πηγή: Φωνή Βοώντος Αμαρτωλού Ιερέως
Κατ᾿ ἀρχὰς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν φιλοκαλική, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν στηριζόταν σὲ καταφατικὲς ἐκφράσεις καὶ διαβεβαιώσεις, ἀλλὰ κυρίως ζοῦσε ἀποφατικά. Ἔβλεπε τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι στὴν ἐπίγεια κοινωνικὴ κατάφασή της, ἀλλὰ στὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν αἰσθανόταν μέσα στὶς ἀγρυπνίες, μέσα στὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ἀκολουθίες, στὰ τροπάριά της. Συνελάμβανε τὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἡσυχία, ἡ κένωση καὶ ἡ προσφορά.
Σ᾿ ἕνα κείμενό του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ κόσμῳ ἄνευ τῆς ἐλαχίστης συνδρομῆς τῆς πολιτείας, τουναντίον μάλιστα καὶ διωκομένη καὶ κατατρυχομένη πολλάκις ὑπὸ ταύτης».
Τὸ κυριότερο γνώρισμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπὸ ὅπου ἀντλεῖται ἡ ἄποψή του γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ αἴσθηση μὲ τὴν ὁποία πλησίαζε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σαφῶς λέγεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική, εἶναι ὅτι ὅλη του ἡ προσωπικότητα εἶναι λιβανισμένη, καὶ αὐτὸ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιορείτικου λιβανιοῦ βγαίνει καὶ προχέεται ἀπὸ τὴν καρδιά του στὸ σῶμα, στὰ δάκτυλα, στὸ μολύβι καὶ στὰ γραπτά του. Τὰ κείμενά του εἶναι «λιβανάτα» ἀπὸ τὸ μοσχοθυμίαμα τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς. Ἔχει τὸ ἦθος τῆς λατρείας, τῆς ὑμνῳδίας. Αὐτὴ ἡ λατρεία τὸν ἔκανε νὰ παραμείνη ὀρθόδοξος στὸ φρόνημα, στὸ ἦθος σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Σὲ πολλὰ κείμενά του φαίνεται καθαρὰ ὅτι συνεχῶς ἔψαλε τὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι πολὺ χαριτωμένο τὸ κείμενό του «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ στὴν πραγματικότητα περιγράφει μιὰ κοινωνία ποὺ συναντιόταν στὸν Ναὸ τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ ἔπειτα στὰ σπίτια, μέσα στὰ ὁποῖα μεταφερόταν τὸ ἦθος τῆς λατρευτικῆς καὶ εὐχαριστιακῆς κοινότητας.
Ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτικὴ κοινότητα, καὶ ὄχι ὡς χῶρο ἐκφράσεως τῶν συναισθημάτων του, τὴν ζοῦσε μὲ τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχές, μὲ τὸν κόσμο γύρω του, ποὺ κοιμόταν μέσα στὸν ναὸ σὰν νὰ βρισκόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας τους, μὲ τὴν ψαλμῳδία καὶ στὰ σπίτια. Ὅλη αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ οἰκογένεια λειτουργεῖ θεραπευτικά, εὐχαριστιακά.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἤθελε τὴν ἁπλότητα, τὴν ἠρεμία, τὴν ἡσυχία, τὴν ταπείνωση. Ἔτσι ἔνιωθε καὶ τὴν λατρεία. Γι᾿ αὐτὸ γράφει στὸ κείμενό του μὲ ἐπιγραφὴ «φωνὴ αὔρας λεπτῆς»:
«Ὅλα ταῦτα εἶναι ὡς μηδὲν ἐνώπιον τῆς θείας μεγαλειότητος, ὁ δὲ Θεὸς ηὐδόκησε νὰ φανερωθῆ κ᾿ ἐφανερώθη ὡς πρᾶος ταπεινὸς Ἰησοῦς. Τοῦτο προεσήμαινεν ἡ θεοφάνεια ἡ γενομένη εἰς τὸν Θεσβίτην Ἠλίαν ἐπὶ τοῦ ὄρους Χωρήβ. Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίῳ, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῷ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ᾿ ἐν φωνῇ αὔρας λεπτῆς. Καὶ ἡ φωνὴ τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Διὰ τοῦτο, λέγει ὁ μελῳδός, «Ἰησοῦ τῷ πράῳ ψάλλομεν». Καὶ διὰ τοῦτο, θαρρούντως ἐπιφέρομεν ἡμεῖς, ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός.
"Οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ, Κύριος ... οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος• καὶ μετὰ τὸ πῦρ, φωνὴ αὔρας λεπτῆς• καὶ ἐκεῖ Κύριος"».
Τὸ ἦθος αὐτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν ἦθος φιλοκαλικό, ἁγιορείτικο. Τὸν ἔχει πληγώσει βαθειὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ζοῦσε μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ γενικὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀσπαζόταν τὸν Ἄθωνα, γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ περικλείει. Γράφει σὲ ἕνα κείμενό του:
«Ἀπὸ τῶν νεωτέρων Ἀθηνῶν, πόλεως ἀναγεννηθείσης διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη ἀσπασμὸν εἰς τὰς ὑπωρείας καὶ τὰς φάραγγας τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἄθω, μὲ τὰς δροσερὰς κρήνας, μὲ τὰς χιλιετεῖς κυπαρίσσους, μὲ τὰ αἰώνια δάση τῶν καστανεῶν, μὲ τοὺς μινυρισμοὺς τῶν ἀπειραρίθμων ἀηδόνων, ὅπου Ἕλλην ψάλτης, ὁ Κουκουζέλης, ᾄδων ἐκίνει τὰς αἶγας καὶ τοὺς ἄρνας, ὡς ὁ μυθολογούμενος Ὀρφεύς, ὅπου ἡ σκέπη τῆς Παναγίας ἐπισκιάζει ὡς ἄλλοτε ἐν τῇ βασιλευούσῃ τῶν πόλεων, ὅπου ζῇ καὶ θάλλει ἡ ἱερὰ παράδοσις τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ὅπου ἔχει τὴν κοιτίδα μία ὑψηλὴ ποίησις, ἡ ποίησις ἡ χριστιανική, ἥτις δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ παρηγορῇ τους θιασώτας αὐτῆς, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ»"Πηγή: Φωνή Βοώντος Αμαρτωλού Ιερέως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου