Στην διαδρομή από Σταυρονικήτα προς Καρυές, λίγο μετά το προσκυνητάρι από τα αριστερά του δρόμου, ξεκινά ένα μονοπάτι. Διασχίζει χαμηλό δάσος από κουμαριές, άρια καί ρείκια, ανεβοκατεβαίνει σε ανώμαλο έδαφος καί καταλήγει σε ένα Καλύβι περιφραγμένο με συρματόπλεγμα. Δίπλα στην πόρτα υπήρχε ένα κουτί με σχισμή, σαν γραμματοκιβώτιο, καί ένα σημείωμα που έγραφε περίπου τα εξής: «Σημειώστε στο χαρτί τι θέλετε να συζητήσουμε καί βάλτε το μέσα στο κουτί. Περισσότερο θα ωφεληθείτε από την προσευχή παρά από την συζήτηση». Ένα σύρμα δεμένο πάνω στην περίφραξη χρησίμευε για να χτυπά το καμπανάκι καί να ειδοποιείται ο Γέροντας. Την ευρύχωρη αυλή κάλυπταν ελαιόδενδρα καί λίγα κλήματα. Επάνω στο μονοπάτι δέσποζε ένας σωρός ξύλα. Τα είχε τοποθετήσει εκεί, για να μη φαίνεται όταν κυκλοφορούσε από το κελλί στο εργαστήριο. Κατηφορίζοντας προς το Κελλί δεξιά, κάτω από μια ελιά, ήταν ένα τραπεζάκι καί δυό-τρία πρόχειρα καθίσματα, το θερινό Αρχονταρίκι του. Αριστερά ήταν ο τάφος του παπα-Τύχωνα, οπού ο Γέροντας είχε φυτεύσει δενδρολίβανα για να μην πατιέται.
Τρία-τέσσερα σκαλοπάτια οδηγούσαν σ' ένα διάδρομο, πού υπήρχε πρίν από την είσοδο, ανάμεσα στο σπίτι καί σ' ένα πεζούλι. Οι άκρες του διαδρόμου ήταν κλειστές με πόρτες, για να κόβεται το ρεύμα του αέρος. Αριστερά ήταν ένα πρωτόγονο μαγειρείο, μια θέση στο πεζούλι, όσο να χωρά η κατσαρόλα, καί από κάτω ένας χώρος για ν' ανάβει φωτιά. Υπήρχε μικρό υπόστεγο πρίν από την είσοδο της Καλύβης καί ο προσκυνητής, περνώντας την θύρα της εισόδου, βρισκόταν σε έναν προθάλαμο με ένα βήμα πλάτος καί τρία μήκος, πού φωτιζόταν από ένα παραθυράκι. Κατ' ευθείαν εμπρός ήταν το κελλί του Γέροντα καί αριστερά το Εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού με τρεις-τέσσερις εικόνες στο τέμπλο, ένα στασίδι, ένα αναλόγιο καί τίποτε άλλο. Εντυπωσιακή απλότητα. Λίγα μέτρα δυτικότερα από την είσοδο άλλη εξωτερική πόρτα οδηγούσε στο εργαστήριο του καί στο Αρχονταρίκι• ένα μικρό, φτωχό κελλάκι με χαμηλό ταβάνι από καλάμια καί χώμα, καί με δυο πολύ στενά κρεβάτια, που μεταξύ τους απείχαν ελάχιστα, μόλις χωρούσε να σταθεί ένας άνθρωπος.
Το μικρό Καλυβάκι του Τιμίου Σταυρού δεν είχε πολλές δυνατότητες φιλοξενίας καί ο Γέροντας με το ησυχαστικό του τυπικό φιλοξενούσε με διάκριση, όταν έκρινε ότι υπήρχε ανάγκη. Γράφει σε επιστολή του (21-12-71): «...Έχω όλη την αγαθήν προαίρεσιν να σας φιλοξενώ με όλην την γύφτικήν μου φιλοξενία στην Καλύβη μου καί να είμαι δικός σας όχι ο μισός Παΐσιος αλλά ολόκληρος. Όποτε θέλετε να μην διστάζετε, (διότι όταν θα καταλάβω ότι διστάζετε, θα στενοχωρηθώ). Μόνον τώρα τον χειμώνα, έναν μόνον δέχεται η Καλύβη. Δυστυχώς η Καλύβη μου δεν συμφωνεί με την καρδιά μου».
Ανατολικά του Κελλιού υπήρχε στέρνα με βρόχινο νερό πού συγκεντρωνόταν από την σκεπή με λούκια. Από αυτό έπινε καί προσέφερε καί στους επισκέπτες. Πιο πέρα υπήρχε άλλη ανοιχτή μεγαλύτερη στέρνα για άρδευση, πού ποτέ δεν χρησιμοποίησε, γιατί δεν καλλιεργούσε κήπο. Εξωτερικά η ζωή του Γέροντα στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού ήταν περίπου η εξής: Αποβραδίς κοιμόταν δυό-τρεις ώρες καί ξυπνούσε κοντά στα μεσάνυχτα. Έκανε αγρυπνία καί ξεκουραζόταν λίγο το πρωί, πρίν από το φώτισμα. Την ήμερα, αν δεν είχε επισκέπτες, έκανε εργόχειρο: Σταμπωτά εικονάκια καί Σταυρούς στην πρέσσα. Τίς υπόλοιπες ώρες μελετούσε, προσευχόταν καί απαντούσε στα πολλά γράμματα που ελάμβανε από πλήθος ανθρώπων καί πού παρακαλούσαν για προσευχή ή ζητούσαν απάντηση σε σοβαρά προβλήματα. Έγραφε επί ώρες την ημέρα καί όταν σκοτείνιαζε συνέχιζε με το κερί. Με την πάροδο των ετών οι επισκέπτες αυξήθηκαν κατά πολύ. Πολλές ώρες τον απασχολούσαν με τα προβλήματα τους…
»Για ένα διάστημα, δύο ημέρες την εβδομάδα (Τετάρτη καί Παρασκευή), παρέμενε έγκλειστος. Δεν άνοιγε σε κανένα. Νήστευε, προσευχόταν καί έκανε λεπτή πνευματική εργασία στον εαυτό του. Είχε καί ένα πολύ μικρό Καλυβάκι στο δάσος, προς το ρέμα, πρόχειρα φτιαγμένο, σκεπασμένο με λαμαρίνα, κοντά σε μια πηγούλα, καί μερικές φορές αποσυρόταν σε αυτό για περισσότερη ησυχία. Μετά τόν εγκλεισμό ή την απουσία του, έπαιρνε τα σημειώματα των επισκεπτών καί έκανε γι' αυτούς προσευχή καρδιακή.
Συνήθως ελειτουργείτο καί κοινωνούσε στο Μοναστήρι (Σταυρονικήτα). Έκανε όμως κατά διαστήματα καί στο Εκκλησάκι του θεία Λειτουργία ή πήγαινε κάπου-κάπου καί σε γνωστά του Κελλιά να λειτουργηθεί. Μάζευε ελιές καί κάποιες φορές με ένα πρωτόγονο καί πρωτότυπο ελαιοτριβείο δικής του επινοήσεως καί κατασκευής, έβγαζε λίγο λάδι για τα καντήλια της Εκκλησίας. Έδινε ελιές σε πτωχούς ασκητές καί γεροντάκια της Καψάλας. Τους επισκεπτόταν για να ωφελείται καί να τους βοηθά σε ό,τι μπορούσε.
Με μαγειρεύματα δεν καταπιανόταν, εκτός αν, πολύ σπάνια, φιλοξενούσε κάποιον. Κάποτε φιλοξένησε γνωστό του νέο. Έβαλε να μαγειρέψει. Στούμπισε λίγες φακές, έβαλε καί λίγο ρύζι στην κατσαρόλα, το ανάλογο νερό καί άναψε την φωτιά με ένα δεματάκι φρύγανα από ρείκια καί σουσούρια, πού αφθονούν στην περιοχή. Κάθησαν πιο πέρα καί συνομιλούσαν. Ό νέος νόμισε ότι ο Γέροντας απορροφήθηκε από την συζήτηση καί λησμόνησε το μαγείρευμα. Σέ λίγο όμως το φαγητό ήταν έτοιμο. Δεν χρειάσθηκε ούτε ανακάτεμα. Τόσο απλή ήταν η μαγειρική του.
Έκαναν τόν Εσπερινό με κομποσχοίνι. Ο νέος στο Εκκλησάκι καί ο Γέροντας στο κελλί του, οπού διάβασε καί το Θεοτοκάριο. Ύστερα παρέθεσε τράπεζα καί δεν έπαυε με αγάπη πατρική να συμβουλεύει καί να νουθετεί τόν νέο. Το φαγητό ανέλαιο, αλλά πολύ γευστικό. Εντύπωση προξένησε η ήρεμη συντριβή του, όταν είπε την προσευχή της τραπέζης. Συγκεντρώθηκε στον εαυτό του σαν να αποσπάσθηκε από τα γήινα καί σαν να μεταφέρθηκε μπροστά στον Χριστό. Μετά το δείπνο βγήκε να ταΐσει τα άγρια ζώα τα οποία καλούσε καθένα με το όνομά του. Κατά το ηλιοβασίλεμα έκαναν μια ώρα κομποσχοίνι στην αυλή χωριστά καί ύστερα ο Γέροντας, αφού τακτοποίησε τόν επισκέπτη στο Αρχονταρίκι, αποσύρθηκε στο κελλί του.
Σέ αυτό το φτωχικό Καψαλιώτικο Καλυβάκι ασκείτο ο Γέροντας. «Εν λάκκω κατωτάτω», αλλά με πολιτεία υψηλή, με προσευχή αδιάλειπτη, μόνος με μόνο τόν Θεό καί τρεφόμενος με την χάρι Του. Πάμπτωχος από υλικά καί ανέσεις, αλλά πλούσιος από αρετές καί θεία χάρι. Έλειωνε τόν εαυτό του στην άσκηση καί ανέπαυε πνευματικά κάθε άνθρωπΟ. Αλγούσε ο ίδιος για τόν πόνο καί τίς αμαρτίες των ανθρώπων καί ταυτοχρόνως τους μετάγγιζε χαρά καί παρηγοριά. Πάλευε με δαίμονες, συνομιλούσε με Αγίους, συναναστρεφόταν με άγρια ζώα καί βοηθούσε πνευματικά τους ανθρώπους…
Βιβλιογραφία: «Βίος Ιερομονάχου Παϊσίου του Αγιορείτου» του Ιερομονάχου Ισαάκ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου